Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
«προφητείας μὴ ἐξουθενεῖτε» (Α´ Θεσ. 5,20)
Οἱ πιστοὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀείποτε καθίστανται μέτοχοι τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, καὶ βιώνουν τὴ μέθεξη τῶν ἀκτίστων τοῦ Θεοῦ ἐνεργειῶν, οἱ ὁποῖες, χωρὶς νὰ ἰσοπεδώνουν καὶ καταργοῦν τὶς ἰδιότητες τοῦ κτιστοῦ, τὶς ἀναστέλλουν, τὶς καθαγιάζουν καὶ τὶς ὑπερβαίνουν.
Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στὶς κεκαθαρμένες ἀπὸ τὰ πάθη ψυχὲς ἀποτελεῖ καὶ τὸ προφητικὸ χάρισμα, ἰδιαίτερα σημαῖνον στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἀλλ᾽ ἡ συγκεχυμένη πνευματικὰ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τῆς ἐποχῆς μας, μέσα στὴ δίνη τῆς πολυποίκιλης πλάνης της τὸ ἔχει περιλάβει —ἀλίμονο!— καὶ αὐτό. Καί, δύο παράλληλες καὶ ψυχοφθόρες πλάνες, ὡς ἄλλοι ἰσοβαθεῖς καὶ ἰσόμετροι κρημνοί, ἡ προτεσταντίζουσα λεγόμενη «Μεταπατερικὴ θεολογία»1 καὶ ὁ ἄκριτος καὶ ἀδιάκριτος Ζηλωτισμός2 , ἀγωνίζονται σὰν σὲ διελκυστίνδα, νὰ ἀλλοιώσουν σὺν ἄλλοις καὶ τὸ θεόσδοτο προφητικὸ χάρισμα. Καὶ ἡ μὲν πρώτη τὸ ἀμφισβητεῖ, τὸ εἰρωνεύεται καὶ τὸ «ἐξουθενεῖ» μέχρις ἀπόρριψης, ἐνῶ ὁ δεύτερος τὸ ὑπερτονίζει ἀδιάκριτα καὶ πεπλανημένα. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἡ μέση καὶ βασιλικὴ ὁδὸς —καθὼς κατὰ τὸν Θεολόγο Γρηγόριο «ὀρθοδοξεῖν ἐστὶ τὸ ἀεὶ σχοινοβατεῖν», «τὰς ἐφ᾽ ἑκάτερα ἐκκλίνοντα ῥοπὰς»— ἔχει μία ἐντελῶς διαφορετικὴ θεώρηση γιὰ τὴν προφητεία.
Γιὰ τοῦτο καὶ μὲ πόνο ψυχῆς γιὰ τὰ ὅσα πεπλανημένα στὶς μέρες μας λέγονται καὶ γράφονται γιὰ τὸ θεϊκὸ τοῦτο δώρημα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους σκέφθηκα νὰ γράψω κάτι γιὰ τὸ προφητικὸ χάρισμα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θὰ προσπαθήσω, ὡς ἄλλος «καλὸς ῥαγολόγος», κατὰ τὸν θεοφόρο πατέρα ἡμῶν Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη, βασιζόμενος στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐρανιζόμενος ἀπὸ τὴ σοφία παλαιῶν καὶ συγχρόνων ἁγίων, ἀληθινῶν καὶ ἀπλανῶν μετόχων τοῦ χαρίσματος τούτου, νὰ παρουσιάσω στοὺς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους ἀναγνῶστες κάποιες πτυχές του.
Πρὶν προχωρήσουμε στὸ καθαυτό μας θέμα, θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθοῦμε εἰσαγωγικὰ στὸ σπουδαῖο θέμα τοῦ ποιός εἶναι προφήτης καὶ ποιός δὲν εἶναι, καὶ τί εἶναι προφητεία-προφητικὸ χάρισμα.
Ἐπειδή, κατὰ τὸ ἀρχαῖο γνωμικό, «ἀρχὴ σοφίας ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις», θὰ δοῦμε καταρχὴν τὴν ἐτυμολογία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς λέξης προφήτης καὶ τοῦ σύστοιχου ρήματος προφητεύω, καθὼς καὶ τὴν ἀρχικὴ σημασία τους. Οἱ λέξεις αὐτὲς παράγονται ἀπὸ τὴν πρόθεση πρὸ καὶ τὸ ρῆμα φημὶ (λέγω). Ἐδῶ ἡ πρόθεση πρὸ ἔχει ὡς πρώτη καὶ κύρια ἔννοια ὄχι χρονικὴ ἀλλὰ τὴν ἐκπροσώπηση, καὶ ἑπομένως προφήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ μιλᾶ πρό, ἐνώπιον, ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ καὶ ἑρμηνεύει τὴ βουλή, τὸ θέλημά Του στοὺς ἀνθρώπους3 .
Στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερικὴ παράδοση, προφήτης εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει διέλθει τὰ στάδια τῆς κάθαρσης ἀπὸ τὰ ψεκτὰ πάθη, προχώρησε στὸν ἐνυπόστατο φωτισμὸ τοῦ νοῦ καὶ ἔφθασε στὴν κατὰ χάριν θέωση, στὸν δοξασμό4 . Ἔχοντας λοιπὸν ὁ θεωμένος ἀληθινὴ κοινωνία-γνώση τοῦ Θεοῦ, καθίσταται αὐθεντικὸς διδάσκαλος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ διδάσκει ἀπλανῶς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στοὺς πιστούς. Περαιτέρω, ὁ προφήτης, ὡς ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, δέχεται ἔκτακτες ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὸν Θεὸ καί, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς αὐθεντικῆς διδασκαλίας τοῦ θείου θελήματος, προλέγει μελλοντικὰ γεγονότα, γιὰ νὰ καθοδηγήσει τοὺς πιστοὺς σὲ μετάνοια.
Ἡ προφητεία λοιπόν, ὡς ἀληθινὴ γνώση καὶ ἁπλανὴς διδασκαλία τοῦ θείου θελήματος καὶ συνάμα πρόγνωση τῶν μελλόντων, ἀποτελεῖ χάρισμα Θεοῦ. Ὁ Θεός μας εἶναι, μεταξὺ ἄλλων, καὶ παντογνώστης. Γι᾽ Αὐτὸν δὲν ὑπάρχουν χρονικὰ ὅρια καὶ φραγμοί. Καί, μέρος αὐτῆς τῆς παγγνωσίας του μεταδίδει στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους του, μεταδίδει στοὺς προφῆτες του.
Ἐδῶ νὰ τονίσουμε πὼς προφῆτες δὲν ἔχουμε μόνο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, καὶ θὰ ἔχουμε μέχρι τὴ συντέλεια τῶν αἰώνων. «Μιλώντας γιὰ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔχει ἐντοπισθῆ μία διαφορὰ μεταξύ τους. Δηλαδή, οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔβλεπαν τὸν ἄσαρκο Λόγο, ἐνῶ οἱ Προφῆτες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔβλεπαν τὸν σεσαρκωμένο Λόγο»5 .
Στὰ χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁρισμένοι μόνο ἄνθρωποι, ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ, «ὑπὸ Πνεύματος ἁγίου φερόμενοι», ἐξέφεραν προφητεῖες (Β´ Πέτρ. 1, 21). Αὐτὸ ἦταν τὸ κατεξοχὴν ἔργο τῶν προφητῶν: νὰ ἐξαγγέλλουν στὸν λαὸ σὲ κάθε περίσταση τὸ θεῖο θέλημα καὶ νὰ τοὺς τὸ διερμηνεύουν, νὰ τὸ ἀναλύουν καὶ ἐπεξηγοῦν, γιὰ νὰ γίνεται σαφῶς ἀντιληπτὸ ἀπὸ ὅλους. Ἐπειδὴ λοιπὸν σ᾽ αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἀποκάλυπτε τὸ θέλημά Του, γι᾽ αὐτὸ οἱ προφῆτες ὀνομάζονταν καὶ «οἱ βλέποντες», καθὼς αὐτοὶ εἶχαν τὸν θεῖο φωτισμὸ καὶ ἦταν σὲ θέση νὰ βλέπουν, νὰ κατανοοῦν πλήρως τὴ σημασία κάποιων γεγονότων ἢ θαυμαστῶν σημείων, καὶ νὰ τὰ ἐπεξηγοῦν στὸν λαό.
Αὐτὴ ἡ ἱκανότητα τῶν παλαιῶν προφητῶν, τώρα, στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος, ἐπεκτείνεται καὶ σὲ βάθος καὶ σὲ πλάτος. Διότι ὁ κάθε χριστιανός, ποὺ ἔχει βαπτισθεῖ καὶ λάβει τὸ ἅγιον Μύρο καὶ κοινωνεῖ τῶν θείων Μυστηρίων, μετέχει, ὅπως λέμε στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ τριπλὸ ἀξίωμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθίσταται δηλαδὴ καὶ ὁ ἴδιος κατὰ χάριν προφήτης, ἱερεὺς καὶ βασιλεύς. Ὅλοι δηλαδὴ τώρα οἱ βαπτισμένοι χριστιανοί, καθὼς λαμβάνουν «Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως» (Ἠσ. 11, 2), γίνονται «διδακτοὶ Θεοῦ» (Ἰω. 6, 45) καὶ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ καταστοῦν προφῆτες, νὰ λάβουν δηλονότι ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὸ προφητικὸ χάρισμα, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ὅταν βρεῖ καθαρὰ σκεύη, τοὺς διανοίγει τὶς ἐσωτερικὲς αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ κατανοοῦν τὸ θεῖο θέλημα καὶ τὶς ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ποὺ σώζουν. Εἶναι αὐτὴ εἰδικὴ ἐπενέργεια τῆς θείας Χάριτος στοὺς βαπτισμένους χριστιανούς: ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ.
Αὐτὸ ἀκριβῶς ἤθελε νὰ δηλώσει καὶ ἡ προφητεία ἐκείνη τοῦ Ἰωήλ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἐπρόκειτο νὰ ἐκχύσει πλούσια στὸν λαό Του τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ὅλοι, ἀνεξαρτήτως φύλου, φυλῆς, ἡλικίας καὶ κοινωνικῆς τάξεως, νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοοῦν τὸν λόγο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μποροῦν νὰ τὸ ἐπεξηγοῦν, νὰ τὸ διερμηνεύουν στὸν κόσμο· μὲ ἕνα λόγο, νὰ προφητεύουν: «Καὶ ἔσται μετὰ ταῦτα καὶ ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν... καὶ ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος μου» (Ἰωήλ 3, 1-2). Τὴν προφητεία αὐτὴ ἐξάλλου ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος ἐπικαλέστηκε, προκειμένου νὰ ἐξηγήσει στὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς γῆς στὰ Ἱεροσόλυμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ παράδοξο φαινόμενο τῆς μεταδόσεως σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τῶν ὑπερφυῶν ἀληθειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος. Ἔργο στὸ ὅποιο ἐπιδίδονταν, ὄχι μόνον οἱ δώδεκα Ἀπόστολοι, ἀλλὰ ὅλο τὸ πλῆθος τῶν ἑκατὸν εἴκοσι πιστῶν ποὺ ἦταν συναγμένοι στὸ ὑπερῶο ἐκεῖνο, ὅπου ἔγινε ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πρξ. 2, 16-18).
Γιὰ νὰ ἐπικεντρωθοῦμε στὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος —ἀφοῦ συνήθως ὑπάρχει τάση ἀμφισβήτησης τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος μετὰ Χριστόν—, στὴν Καινὴ Διαθήκη ὑπάρχει πληθώρα χωρίων γιὰ τὴν προφητεία, τοὺς προφῆτες καὶ τὸ προφητικὸ χάρισμα. Θὰ παραθέσουμε στὴ συνέχεια καὶ ἐπιλεκτικὰ σχετικὰ χωρία, ἀρχίζοντας ἀπὸ λόγους τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀκριβῶς ἀναδεικνύουν τὸ προφητικὸ χάρισμα καὶ ἀποδεικνύουν τὴν ἐκ Θεοῦ προέλευσή του.
«Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται» (Μθ 10,40-41)· «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ» (Μθ 13,57· παράλληλα τὰ Μκ 6,4· Λκ 4,24 καὶ Ἰω. 4,44)· «διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς· καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν» (Μθ 23,34· παράλληλο τὸ Λκ 11,47).
Ἡ τάξη τῶν προφητῶν ἦταν μία πραγματικότητα στὴν πρωτοχριστιανικὴ Ἐκκλησία, μὲ ἐξέχουσα θέση καὶ δράση μεταξὺ τῶν πιστῶν. Τοῦτο κατεξοχὴν μαρτυρεῖται στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ἀπὸ ὅπου παραθέτουμε ἐφεξῆς σχετικὰ χωρία.
α. «Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ᾿ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος» (Πρξ 11,27-28).
β. «Ἦσαν δέ τινες ἐν Ἀντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε Ἡρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς» (Πρξ 13,1-2).
γ. «Ἰούδας τε καὶ Σίλας, καὶ αὐτοὶ προφῆται ὄντες, διὰ λόγου πολλοῦ παρεκάλεσαν τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐπεστήριξαν» (Πρξ 15,32).
δ. «τῇ δὲ ἐπαύριον ἐξελθόντες ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐμείναμεν παρ᾿ αὐτῷ. τούτῳ δὲ ἦσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι. ἐπιμενόντων δὲ ἡμῶν ἡμέρας πλείους κατῆλθέ τις ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας προφήτης ὀνόματι Ἄγαβος, καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας εἶπε· τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν» (Πρξ 21,8-11).
Ἡ κατεξοχὴν ἀνάδειξη καὶ ἱεράρχηση τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος στὴν πρώτη Ἐκκλησία γίνεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὶς Ἐπιστολές του, ἀπὸ ὅπου καὶ τὰ χωρία ποὺ ἀκολουθοῦν. Νὰ τονισθεῖ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὶς ἀναφορὲς τοῦ Παύλου, οἱ προφῆτες ἦταν κατεῖχαν ἱεραρχικὰ τὴ δεύτερη θέση στὴν Ἐκκλησία τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς.
α. «ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι» (Ῥμ. 12,6-8).
β. «πρὸς ὃ δύνασθε ἀναγινώσκοντες νοῆσαι τὴν σύνεσίν μου ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ, ὃ ἑτέραις γενεαῖς οὐκ ἐγνωρίσθη τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων ὡς νῦν ἀπεκαλύφθη τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις αὐτοῦ καὶ προφήταις ἐν Πνεύματι» (Ἐφ. 3,4-5).
γ. «Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4,7·11-12).
Κατεξοχὴν ὅμως λεπτομερεῖς ἀναφορὲς γιὰ τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ τὴν τάξη τῶν Προφητῶν γίνονται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν στὰ κεφ. 12 καὶ 14 τῆς Α´ Ἐπιστολῆς πρὸς Κορινθίους, ὅπου καὶ παραπέμπουμε τοῦς φιλομαθεῖς ἀναγνῶστες.
Παραθέτουμε, τέλος, δύο σημαντικώτατα γιὰ τὸ θέμα μας καινοδιαθηκικὰ χωρία, ποὺ ἀναδεικνύουν τὸ ἀληθινὸ προφητικὸ χάρισμα, ὄχι ὡς ἀνθρώπινη ἐπίνοια καὶ ἐνέργεια, ἀλλὰ ὡς ἐπενέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
α. «τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες, ὅτι πᾶσα προφητεία γραφῆς ἰδίας ἐπιλύσεως οὐ γίνεται. οὐ γὰρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτὲ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπὸ Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β´ Πέτρ. 1, 20-21).
β. «ἡ γὰρ μαρτυρία τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐστι τὸ πνεῦμα τῆς προφητείας» (Ἀπκ. 19,10).
Πολὺ καλὴ ἱστορικὴ πραγμάτευση τοῦ ζητήματος περὶ τῆς τάξης τῶν προφητῶν στὴν ἀποστολικὴ ἐποχή, βάσει τῶν καινοδιαθηκικῶν ἀναφορῶν καὶ τῆς σύγχρονης ἔρευνας, ἔχει γίνει ἀπὸ τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ Βλάσιο Φειδᾶ σὲ εἰδικὲς μελέτες του, ἀπὸ ὅπου καὶ παραθέτουμε ἕνα ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον ἀπόσπασμα.
«Πράγματι, ο τίτλος του ‘‘προφήτη’’, όπως και η τάξη των προφητών, είχε καθιερωθή στην αποστολική εποχή και συνδεόταν με τους εξέχοντες συνεργούς των αποστόλων στο αποστολικό έργο, γι’ αυτό και, μετά από μακρά δοκιμασία, ελάμβαναν με αποστολική χειροτονία την αυθεντία να ασκούν και αυτοτελώς αποστολικό έργο. Ωστόσο, ο τίτλος «προφήτης», καίτοι προέρχεται από τον παλαιοδιαθηκικό τίτλο, διαφοροποιείται πλήρως στην καινοδιαθηκική γραμματεία, ιδιαίτερα δε στις επιστολές του αποστόλου Παύλου, τόσο ως προς την έννοια, όσο και ως προς το περιεχόμενο. Πράγματι, στην Καινή Διαθήκη ο τίτλος καθιερώθηκε για τη σαφή διάκριση της τάξεως των προφητών από την τάξη των αποστόλων, όχι μόνο κατά την αυθεντία, αλλά και κατά τον τρόπο εντάξεώς τους στο αποστολικό έργο. Έτσι, οι μεν απόστολοι αντλούσαν το εξαιρετικό τους κύρος στην Εκκλησία από την προσωπική τους εκλογή και την άμεση εντολή προς αυτούς από τον Ιησού Χριστό, ενώ οι προφήτες όφειλαν την εξέχουσα θέση τους στην προσωπική τους επιλογή από τους αποστόλους καθ’ υπόδειξη του αγίου Πνεύματος. Η διάκριση αυτή ήταν πολύ σημαντική κατά την αποστολική εποχή, όπως φαίνεται και από την αποδιδόμενη έμφαση στις περιγραφές της κλήσεως του αποστόλου Παύλου με το όραμα της Δαμασκού (Πρξ. 9, 1-30. Α΄ Κορ. 9, 1-7. 15,8-11. Α΄ Τιμ. 1, 12-17 κ.λπ.). Έτσι, μόνον οι απόστολοι είχαν λάβει άμεση εντολή και προσωπική αυθεντία αμέσως από τον Ιησού Χριστό για το έργο του ευαγγελισμού της οικουμένης, ενώ οι προφήτες ελάμβαναν την εντολή αυτή από το Άγιο Πνεύμα κατά την αποστολική χειροτονία και την ασκούσαν κατ’ αναφοράν προς τους αποστόλους, τουλάχιστον μέχρι τον θάνατο των αποστόλων. Η διάκριση δηλαδή του τίτλου των αποστόλων από τον τίτλο των προφητών αναφερόταν κυρίως στην εκλογή των μεν πρώτων από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, των δε προφητών από το άγιο Πνεύμα και την αποστολική χειροτονία για το ίδιο αποστολικό έργο, αλλά από διαφορετικό επίπεδο αυθεντίας»6 .
Κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους λοιπόν, οἱ προφῆτες ἦταν οἱ ἄμεσοι συνεργάτες καὶ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων. Αὐτοὶ ἦταν ποὺ ἐχειροτονοῦντο ἐπίσκοποι καὶ ἦταν οἱ προϊστάμενοι τῶν εὐχαριστιακῶν συνάξεων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Κι αὐτὸ ποὺ προκύπτει ἀπὸ ὅσα ἤδη ἀναφέραμε, εἶναι ὅτι κοινὸ γνώρισμα τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν προφητῶν ἦταν ἡ κατάσταση τοῦ δοξασμοῦ, τῆς θεώσεως, ἀπὸ τὴν ὁποία πήγαζε ἡ αὐθεντία στὴ διδαχή τους.
***
Σημαντικὰ γνωρίσματα τῶν ἀληθινῶν-αὐθεντικῶν προφητῶν εἶναι ἡ ἀνόθευτη Ὀρθόδοξη Πίστη στὸν Τριαδικό μας Θεό, ἡ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν, τὰ θεάρεστα ἔργα, ἡ καθαρότητα τῆς καρδίας, ὁ ζῆλος νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεό, τὸ θεῖο Του θέλημα. Κι ἀκόμα ἡ ταπείνωση καὶ ἡ λακωνικότητα στὴν ἔκφραση: Λένε λίγα, μὰ ἐννοοῦν πολλά. Καὶ ἐνεργοῦν τὸ χάρισμα, ὄχι γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσουν ὡς μάγοι καὶ φακίρηδες, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τοὺς ἀνθρώπους στὴ μετάνοια, καὶ ἀποφεύγουν πάσῃ δυνάμει τὴν αὐτοπροβολὴ καὶ τὴν ἀνθρωπαρέσκεια. Ἡ προφητεία λοιπὸν δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς γνώσης ἢ τῆς ἐξυπνάδας του. Εἶναι γέννημα τοῦ ἐνοικοῦντος στὸν προφήτη Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐδῶ μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τὸ παράδειγμα τοῦ ἐσόπτρου (καθρέπτη). Ὅσο καθαρώτερος ὁ καθρέπτης, τόσο περισσότερο ἀντανακλᾶ τὸ ἡλιακὸ φῶς. Ἔτσι καὶ ὁ προφήτης: «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεώς» του, δηλαδὴ τῆς πνευματικῆς του κατάστασης, δέχεται τὸν φωτισμὸ τῆς Χάριτος καὶ τὸν ἀντανακλᾶ-διαδίδει στοὺς ἀνθρώπους.
Ἀντίθετα μὲ τοὺς ἀληθινοὺς προφῆτες, ὑπάρχουν καὶ οἱ ψευδοπροφῆτες, τῶν ὁποίων οἱ ψευδοπροφητεῖες ἀποτελοῦν γέννημα τῆς διαβολικῆς ἐπήρειας σ᾽ αὐτούς, ἕνεκα τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ πλανεμένου τους νοῦ καὶ τῆς ἐμπαθοῦς καρδίας τους. Αὐτοί, μπορεῖ νὰ εἶναι κοινοὶ ἀπατεῶνες (ὅπως τὰ μέντιουμ, οἱ χαρτορίκτρες, κ.ἄ.), μπορεῖ ὅμως νὰ παρουσιάζονται ὡς προφῆτες καὶ ἀπὸ καθαρὰ δαιμονικὴ ἐπενέργεια, ὅπως ἡ νεαρὴ ὑπηρέτρια στοὺς Φιλίππους τῆς Μακεδονίας (Πρξ. 16, 16-18), ἡ ὁποία εἶχε «πνεῦμα πύθωνος», καὶ παρεῖχε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της μὲ τὶς μαντεῖες της. Ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιο μᾶς καθορίζει τὰ γνωρίσματα τῶν ψευδοπροφητῶν: Εἶναι ντυμένοι μὲ δέρματα προβάτων, ἀλλὰ ἀπὸ μέσα εἶναι λύκοι ἁρπακτικοί. Δηλ. δὲν πονοῦν τὸ ποίμνιο, δὲν στοχεύουν στὴ σωτηρία τῶν λογικῶν ψυχῶν, ἀλλὰ μόνο στὸ νὰ ἁρπάξουν, νὰ ἀποκομίσουν ὑλικὰ ἀγαθά, ἡδονὲς καὶ δόξα. Ἔτσι, φανερώνεται ἡ πλάνη τους ἀπὸ τὰ ἐπαίσχυντα ἔργα τους (Μᾶρκ. 7, 15-22).
Καταλήγοντας στὴ μικρή μας αὐτὴ μελέτη, μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ λαμβάνει ὁ χριστιανὸς πρὸς ἁγιασμὸ καὶ θέωσή του, καλεῖται νὰ τὸ διατηρεῖ καὶ νὰ τὸ ἐπαυξάνει στὴ ζωή του καὶ μὲ τὴ δική του συνέργεια· «τὸ Πνεῦμα μὴ σβέννυτε». Ὅσο δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ καθαίρεται ἀπὸ τὰ πάθη του, τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία, καὶ νὰ ἁγιάζεται μὲ τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Κυρίου καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωή, τόσο καὶ «μεταμορφοῦται τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς αὐτοῦ», ἀνακαινίζει συνεχῶς τὸν νοῦ του, ὥστε νὰ διακρίνει κάθε στιγμὴ ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, «τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (Ῥωμ. 12, 3). Μπορεῖ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νὰ φτάσει στὸ σημεῖο νὰ «ἀνακρίνει πάντα», δηλαδὴ νὰ λάβει τὸ χάρισμα τῆς διάκρισης τῶν πνευμάτων (Α´ Κόρ. 2,15), ὅλα νὰ τὰ καταλαβαίνει, καὶ περαιτέρω νὰ τὰ ἐπεξηγεῖ καὶ νὰ τὰ μεταδίδει καὶ στοὺς ἄλλους. Καὶ ἔτσι ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος, μὲ τὸν φωτισμένο του νοῦ, τὸν «νοῦν Χριστοῦ» ποὺ διαθέτει, μπορεῖ «προφητεύων» νὰ «λαλεῖ ἀνθρώποις οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν» (Α´ Κορ. 14, 3).
Ὅπως καὶ προοιμιακὰ σημειώσαμε, τὸ προφητικὸ χάρισμα δὲν ἐξέλιπε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὴ λήξη τῆς ἀποστολικῆς καὶ μεταποστολικῆς περιόδου, καθὼς εἶναι δώρημα ἐκ Θεοῦ σὲ σκεύη Του ἐκλεκτά, ποὺ οὐδέποτε θὰ ἐκλείψουν. Ἔτσι ἡ μία, ἀγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἔχει διαχρονικὰ ἀναδείξει πλῆθος αὐθεντικῶν προφητικῶν μορφῶν. Κάθε μελετητὴς τῶν Βίων τῶν ἁγίων θὰ διαπιστώσει τὴν περίτρανη αὐτὴ ἀλήθεια. Μέσα στὸ θεοπρόβλητο τοῦτο στίφος τῶν προφητικῶν πανευόσμων ἀνθέων μποροῦμε, τελείως ἐνδεικτικά, νὰ ἀναφέρουμε τοὺς ἑξῆς ἁγίους, τῶν ὁποίων ὁ βίος ἐπαληθεύει ὅλα τὰ ἀνωτέρω χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν ἀληθινῶν προφητῶν:
Ἀντώνιος ὁ Μέγας (251-356)· Ἀθανάσιος ὁ Μέγας (298-373)· Ἐπιφάνιος ὁ Μέγας, ἀρχιεπίσκοπος (367-403) Κωνσταντίας τῆς Κύπρου· Ἱλαρίων ὁ Μέγας (290-371)· Εὐθύμιος ὁ Μέγας (377-473)· Βαρσανούφιος ὁ Μέγας καὶ Ἰωάννης ὁ Προφήτης (5ος-6ος αἰ.)· Ἰωαννίκιος ὁ Μέγας (741-846)· ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς (10ος αἰ.)· ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος (10ος/11ος αἰ.)· ἅγιος Λεόντιος πατριάρχης Ἱεροσολύμων (12ος αἰ.)· ὅσιος Γρηγόριος Σιναΐτης (13ος/14ος αἰ.)· ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (14ος αἰ.)· ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εύγενικὸς (14ος/15ος αἰ.)· ὅσιος Διονύσιος ὁ ῥήτωρ (16ος αἰ.)· Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς (1714-1779)· Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ (1759-1833)· Παΐσιος (Παναγῆς) Μπασιᾶς (1801-1888)· Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης (1829-1908)· Ματρώνα ἡ ἀόμματος τῆς Μόσχας (1881-1952)· Στάρετς Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα (1855-1922)· ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Καππαδόκης (1840-1924)· ὅσιος Χατζηφλουρέντζος ὁ Κύπριος (20ὸς αἰ.)· ὅσιοι Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Παΐσιος Ἁγιορείτης καὶ Ἰάκωβος Τσαλίκης (20ὸς αἰ.).
Ὡς καταστάλαγμα τῶν ὅσων πιὸ πάνω γράψαμε, θὰ ἤθελα νὰ μοιραστῶ μὲ τοὺς ἀναγνῶστες μὲ δύο λόγια τὴν ἐμπειρία ποὺ μὲ ἀξίωσε ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχω μὲ τρεῖς σύγχρονους προφῆτες: Τοὺς ὁσίους Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη, Ἰάκωβο τὸν ἐν Εὐβοίᾳ καὶ μία ἁγιασμένη Γερόντισσα στὴν Κρήτη, σκεῦος ἐκλογῆς Κυρίου. Μὲ τὴ γνωριμία καὶ συναναστροφή μαζί τους ἀξιώθηκα νὰ ζήσω, στὸ μέτρο ποὺ μπόρεσα νὰ ἀντιληφθῶ, τρεῖς προφητικὲς μορφές, τὴν κάθε μία μὲ τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Καὶ μὲ τοὺς τρεῖς διαπίστωσα καὶ βίωσα ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ ἀληθινοῦ προφήτη: Τὴν ἀκραιφνὴ Ὀρθοδοξία καὶ ὀρθοπραξία· τὴν ἁγιότητα, τὴν ταπείνωση, τὴν καθαρότητα, τὴ λακωνικότητα στὴν ἔκφραση, καὶ ὅσα ἄλλα σχετικὰ ἀναφέραμε ἀνωτέρω. Στὴ συνομιλία καὶ μὲ τοὺς τρεῖς ἀντιλήφθηκα, μὲ πλήρη ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, πὼς ἦταν αὐθεντικοὶ ἐκφραστὲς τοῦ θείου θελήματος στὴ ζωή μου. Καὶ στοὺς τρεῖς ἐπαλήθευσα τὸ διορατικὸ καὶ προορατικὸ χάρισμα, ἀφοῦ καὶ οἱ τρεῖς εἰσέδυσαν στὴν καρδιά μου καὶ εἶδαν τὸ παρελθόν, τὸ παρὸν καὶ τὸ μέλλον μου μὲ ἀκρίβεια καὶ σαφήνεια, πράγμα ποὺ βίωσαν μαζί τους καὶ χιλιάδες ἄλλοι πιστοί. Καὶ συχνὰ ἐπαλήθευσα τὸ προφητικό τους χάρισμα, ὅχι μονάχα σὲ συνάρτηση μὲ τὸ πρόσωπό μου, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλα πρόσωπα καὶ καταστάσεις εὐρύτερες. Καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μας ἐπισφράγισε τὴν αἴσθηση αὐτὴ χιλιάδων πιστῶν, ἐντάσσοντας τοὺς δύο πρώτους Γέροντες (Παΐσιο καὶ Ἰάκωβο) καὶ ἐπίσημα στὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καί, γιὰ τὴν τρίτη περίπτωση, ἔχει ὁ Κύριος τὸ σχέδιό του.
Ταῖς τῶν ἁγίων Σου Προφητῶν, πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν!
***
1 Στὸ νεοελληνικὸ κράτος, ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. κ. ἑξ., γιὰ ποικίλους ἱστορικοὺς λόγους, ἀπεμπολήθη ἐν πολλοῖς ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχαστικὴ παράδοση καὶ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸν Δυτικόφερτο Ἀκτιβισμὸ καὶ τὸν νοησιαρχικὸ Σχολαστικισμό. Ἡ ἐμπειρικὴ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ λησμονήθηκε καὶ συχνὰ καλλιεργήθηκε ὁ εὐσεβισμός, ποὺ ἀποκύησε λιμώττουσες πνευματικὰ καρδίες. Πολλοὶ ποὺ ἀνατράφηκαν στὴν ἀλλοτριωμένη αὐτὴ κατάσταση, μὲ ἀναπόδραστη ἀπόληξη τὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ ἔνδεια καὶ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν στὴ ζωή τους, μὴ ἔχοντας αὐτοὺς ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσαν στὴν ἡσυχαστικὴ παράδοση, κατέληξαν στὶς ἀκρότητες τοῦ νεο-Νικολαϊτισμοῦ καὶ τῆς «μεταπατερικῆς θεολογίας», ποὺ ἑδράζεται στὴν ἐκλογίκευση τῶν μυστηρίων τῆς πίστεως, στὴν ἀμοραλιστικὴ ἀμνήστευση τῶν παθῶν καὶ στὴ σχολαστικὴ προσέγγιση τῶν πνευματικῶν βιωμάτων. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ γιατὶ κάποιοι θεολόγοι, κληρικοὶ καὶ ἐπίσκοποι ἀκόμη, ἐνῶ φαίνεται νὰ προσήγγισαν μὲ δέος τὴν ἐπιφάνεια καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς ζωῆς συγχρόνων μας ἁγίων μορφῶν, ἀδυνάτησαν (ἢ ἀδυνατοῦν) νὰ ἀντιληφθοῦν αὐθεντικὲς αὐτὲς χαρισματικὲς προσωπικότητες, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀμφισβητοῦν, νὰ μειώνουν ἢ καὶ νὰ ἀπορρίπτουν τὶς θεῖες ἐνέργειες στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων αὐτῶν.
2 Ὡς Ζηλωτισμός, ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ ἄποψη, χαρακτηρίζεται στὶς μέρες μας τὸ σύνολο τῶν ἀκραίων ἀντιλήψεων, τάσεων καὶ πρακτικῶν τῶν αὐτοτιτλοφορουμένων «Ζηλωτῶν», ὅλων δηλαδὴ τῶν παρατάξεων τῶν σχισματικῶν καὶ συνάμα αἱρετικῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Τὸ θέμα αὐτὸ βεβαίως εἶναι λίαν ἐκτεταμένο, καὶ παραπέμπουμε πρόχειρα τὸν φιλομαθὴ ἀναγνώστη στὸ ἐξαίρετο σχετικὸ ἔργο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Τὰ Δύο Ἄκρα. Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός, ὅπου ὁ μακαριστὸς σοφὸς Γέροντας, μὲ μεγάλη σαφήνεια καὶ θεολογικὴ τεκμηρίωση ἀναδεικνύει τὴν πλάνη ἀμφοτέρων τῶν τάσεων. Οἱ πεπλανημένοι αὐτοὶ χριστιανοὶ «Ζηλωτές», γιὰ νὰ ποῦμε μὲ συντομία, γιὰ νὰ ἀποφύγουν δῆθεν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἑορτολογίου μὲ τὴν εἰσαγωγὴ σὲ ἀρκετὲς τοπικὲς Ἐκκλησίες τοῦ λεγομένου «Νέου Ἡμερολογίου», καὶ νὰ μὴ βρίσκονται σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὴ «μιανθεῖσα» κατ᾽ αὐτοὺς κανονικὴ Ἐκκλησία, ἀποσχίστηκαν ἀπὸ τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἱδρύοντας ἀνίδρυτες καὶ ἀνυπόστατες «ἐκκλησίες» καὶ παραβαίνοντας πληθώρα ἱερῶν κανόνων γιὰ ἕνα δευτερεῦον λειτουργικὸ καὶ ὄχι δογματικὸ ζήτημα. Καί, ἐνῶ κόπτονται γιὰ τὴ διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν στὸ Ἑορτολόγιο, λὲς καὶ εἶναι ἡ οὐσία τῆς πίστης καὶ ἡ μοναδικὴ προϋπόθεση σωτηρίας, περιέπεσαν καὶ περιπίπτουν σὲ σοβαρότατα ἀτοπήματα, ἠθικὰ καὶ ὄχι μόνον, γιὰ νὰ ἐπισφραγίσουν τὴν πλάνη καὶ τύφλωση, στὶς ὁποῖες τοὺς ὁδήγησε καὶ ὁδηγεῖ ὁ ἀδιάκριτος ζηλωτισμός τους.
3 Βλ. λ.χ. σχετικὰ λήμματα στά: Abbott-Smith, G., A Manual Greek Lexicon of the New Testament, (ἐκδ.) Charles Scribner's Sons, New York 1922, σσ. 390-391· Δημητράκου, Δ., Μέγα Λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τόμ. ΙΒ´, (ἐκδ.) Δομή, Ἀθῆναι [1953], σσ. 6297-6298· Lidell, H.G.-Scott, R., A Greek-English Lexicon, (ἐκδ.) Clarendon Press, Oxford 101996, σ. 1539.
4 Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου Βλάχου, Ἐμπειρικὴ Δογματικὴ τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμ. Α´, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου Θεοτόκου, Λειβαδιὰ ²2011, σ. 214 κ.ἑξ.
5 Ὅπ. ἀν., σσ. 219-220.
6 Φειδᾶς, Βλ., «Αποστολική διαδοχή και χειροτονία κατά τον Απόστολο Παύλο», Πεμπτουσία, 22.05.2012. Βλ. καὶ Φειδάς, Βλ., Το πολίτευμα της Εκκλησίας και η Τάξις των Προφητών, Αθήναι 1984. |