Αναζήτηση

Τοπικοί Άγιοι

Αντιμήνσιο Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου

eikona-agiwn-morfou.jpg


eikona-agiwn-morfou.jpg


Ο άγιος Ιάκωβος ‘‘ο με συγχωρείτε

Αρχική Αγιολογία «Μικρά Ασία - Συροπαλαιστίνη: Η πνευματική ενδοχώρα των Κυπρίων» (Αλαμάνοι Άγιοι) - Κουτσοβέντης - Αμανός
en el fr
«Μικρά Ασία - Συροπαλαιστίνη: Η πνευματική ενδοχώρα των Κυπρίων» (Αλαμάνοι Άγιοι) - Κουτσοβέντης - Αμανός Εκτύπωση
Ευρετήριο Άρθρου
«Μικρά Ασία - Συροπαλαιστίνη: Η πνευματική ενδοχώρα των Κυπρίων» (Αλαμάνοι Άγιοι)
Μαύρο Όρος = Αμανός
Μοναστήρια Μαύρου Όρους - Αλαμανού Όρους
Αλαμανοί Άγιοι
Ακρίτες και Αμανός
Κουτσοβέντης - Αμανός
Όλες οι Σελίδες

Κουτσοβέντης - Αμανός

Μεταξύ άλλων, οι αφιχθέντες στην Κύπρο ιδρύουν τη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, στα τέλη 11ου αιώνα28. Μία μονή μεγάλης σημασίας για την πνευματική μας εξέλιξη. Όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Γιάγκου: «Είναι χαρακτηριστικό και ιδιαιτέρως σημαντικό ότι η μονή του Κουτσοβέντη ιδρύθηκε στα τέλη του 11ου αιώνος (τα εγκαίνιά της έγιναν την 9η Δεκεμβρίου 1090) από τον μοναχό Γεώργιο. Αυτός, όπως συνάγεται από τις πηγές, είχε στενούς δεσμούς με τον μοναχισμό της Αντιοχείας και πιθανώς με αυτόν της μονής του αγίου Συμεών του θαυματουργού στο Θαυμαστό Όρος στις δυτικές περιοχές της Αντιοχείας προς τη Μεσόγειο Θάλασσα... Η σχέση του Γεωργίου με τη μονή του Συμεών θαυμαστορείτη αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην ιδιαίτερη ευλάβεια και τιμή που έτρεφαν οι χρυσοστομίτες πατέρες προς τον άγιο Συμεών τον Θαυμαστορείτη. Σε διάταξη του λειτουργικού τυπικού του Κουτσοβέντη σχετικά με την τάξη της 24ης Μαΐου αναφέρονται τα εξής: ‘Του οσίου πατρός ημών και θεοφόρου Συμεών του Θαυματουργού, του εν τω Θαυμαστώ Όρει, ον παρελάβομεν εν τη αγία μονή του Χρυσοστόμου δια το κεκτήσθαι αυτόν προστάτην και μέγαν αντιλήπτορα εν ταις ψυχικαίς ημών περιστάσεις’. Η σχέση του Γεωργίου με την Αντιόχεια μαρτυρείται σαφέστερα στο Τακτικόν του μοναχού Νίκωνος Μαυρορείτη, ο οποίος πριν ιδρύσει στο Μαύρο Όρος τη δική του μονή είχε ζήσει για πολλά χρόνια στη μονή του Αγίου Συμεών του Θαυματουργού».
 
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι τόσο ο άγιος Νεόφυτος ο κτήτορας της Εγκλείστρας όσο και έτερος Νεόφυτος ο κτήτορας του Μαχαιρά, έλκουν την πνευματική τους καταγωγή από τον Κουτσοβέντη.
 
 
Κάτι πολύ σημαντικό, επίσης, που παραπέμεπει στη σχέση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου με το Όρος Αμανός, είναι ότι εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα το σπήλαιο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο άγιος ασκήτεψε πριν γίνει πατριάρχης. Το σπήλαιο αυτό πιθανότατα έγινε η αιτία να αφιερωθεί ο Κουτσοβέντης στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
 
Επίσης, η παρουσία του χωριού Συριανοχώρι, πλησίον της Θεομόρφου, χωριό που ίδρυσαν οι Σύροι Ορθόδοξοι, μαρτυρεί ότι μάλλον εγκαταστάθηκαν αυτήν την περίοδο, καθότι στη δυτική αυλή του ναού του αγίου Νικολάου Συριανοχωρίου, ορθώνονταν μέχρι πρόσφατα, ως το 2010, κίονες πιθανώς παλαιοχριστιανικού η μεσοβυζαντινού ναού.
 
Από όλα όσα ανέφερα, φαίνεται ότι από τον 6ο μέχρι και τον 13ο αιώνα, πολλοί άνθρωποι ήρθαν στην Κύπρο από το Όρος Αμανός και τις περιοχές που γειτνιάζουν με αυτό. Στη συνέχεια, οι τουρκομανικές επιδρομές δημιούργησαν τις βάσεις για την εθνολογική, οικονομική, θρησκευτική και πολιτική αλλοίωση του μικρασιατικού χώρου από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα, οδηγώντας στον εξισλαμισμό των άλλοτε ακμαίων μικρασιατικών περιοχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (όπως τα αναλύει ο Σπύρος Βρυώνης29).
 
Τον ξεριζωμό των χριστιανικών πληθυσμών της ανατολικής Μικράς Ασίας στα τέλη του 11ου αιώνα, που ακολούθησε την ήττα του βυζαντινού στρατού στο Ματζικέρτ το 1071, καταγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Αρμένιος χρονικογράφος Ματθαίος Εδέσσης: «Παντού σε ολόκληρη την περιοχή της Κιλικίας ως την Ταρσό, τη Γερμανικεία και τη Δολίχη και στα περίχωρα βασίλευε αναταραχή και τούτο συνέβαινε γιατί οι πληθυσμοί κατά χιλιάδες συνέρεαν και συνωστίζονταν σε αυτές τις περιοχές, έμοιαζαν με ακρίδες που κάλυπταν την επιφάνεια της γης, μπορώ να προσθέσω ότι ήταν εφτά φορές περισσότεροι από τους εβραίους που οδήγησε ο Μωυςής στην ερυθρά θάλασσα. Ήταν περισσότεροι κι από τα χαλίκια στην έρημο του Σινά. Έτσι η χώρα κατακλείστηκε από τα τεράστια πλήθη. Επιφανείς άνθρωποι, ευγενείς, αρχηγοί και δέσποινες περιπλανώνταν ικετεύοντας ένα κομμάτι ψωμί. Το θλιβερό αυτό θέαμα αντίκρισαν τα μάτια μας».
 
Παρόμοιες σκηνές, δυστυχώς, παραχωρήθηκε να ζήσουμε και εμείς το 1974 στην Κύπρο, από τους ίδιους κατακτητές. Και μετά την κατοχή, ακολουθεί ο εποικισμός. Ο ιστορικός Στίβεν Ράνσιμαν αναφέρει ότι μετά τη νίκη των Σελτζούκων το 1071, χρειάστηκαν μόλις δέκα χρόνια για να γεμίσουν την ανατολική Μικρά Ασία και βόρειο Συρία με πλήθη Τουρκομάνων εποίκων. Όπερ και εγένετο και στη σημερινή Κύπρο.
 
Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, η αυτοκρατορία κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατήσει τα προκεχωρημένα φυλάκια της Ρωμιοσύνης, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος. Έτσι, οι Κομνηνοί τον 11ο αιώνα κτίζουν τα κάστρα του Βουφαβέντο, του αγίου Ιλαρίωνος και της Καντάρας. Στο τελευταίο φτάνουν, το 1228, οι ασκητές Ιωάννης και Κόνων από το Καλό Όρος της Παμφυλίας της Μικράς Ασίας. Προτού εγκαταβιώσουν στην Καντάρα, οι δύο ασκητές πέρασαν από τη Μονή του Μαχαιρά κι ακολούθως έφθασαν στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη για να καταλήξουν στο Μοναστήρι της Παναγίας της Κανταριώτισσας που βρίσκεται κοντά στο κάστρο της Καντάρας. Εκεί, λόγω της ασκητικότητας και της αγιοσύνης τους, προσέλκυσαν και άλλους Κυπρίους μοναχούς κι όπως είναι γνωστό στις 19 Μαΐου του 1231, μαρτύρησαν από τους Λατίνους, το γνωστό μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας30.
 
Μετά την πτώση του τελευταίου σταυροφορικού Βασιλείου της Άκρας της Παλαιστίνης, το 1291, νέοι πρόσφυγες φτάνουν στην Κύπρο, οι Συρορθόδοξοι. Πολύγλωσσοι, κομιστές ενός υψηλού πολιτισμού ο οποίος μπορούσε να διαλέγεται δημιουργικά με τη Δύση. Το πνεύμα που φέρνουν στην Κύπρο αποτυπώνεται στις τοιχογραφίες και γενικά στην εικονογραφία της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρω τον ζωγράφο Ιωσήφ Χούρη των φορητών εικόνων του εικονοστασίου του αγίου Νεοφύτου, 16ος αιώνας (1544), το σημερινό καθεδρικό ναό του Πίπη, τις τοιχογραφίες του Σταυρού του Αγιασμάτη στην Πλατανιστάσα και αγίου Μάμαντος στο Λουβαρά από τον αγιογράφο Φίλιππο Γουλ καθώς και άλλα παραδείγματα, όπου βλέπουμε τη δημιουργική πρόσληψη της δυτικής ζωγραφικής από τη βυζαντινή εικονογραφία.
 
Μέσα από όλα τα παραδείγματα που ανέφερα, διακρίνονται τα μεγάλα ρεύματα που, κυλώντας άλλοτε ορμητικά κι άλλοτε ειρηνικά μέσα στις κοίτες της ιστορίας και της γεωγραφίας, σημάδεψαν το πρόσωπο της Κύπρου. Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα σε όλ’ αυτά, είναι το ότι η Κύπρος, όντας πάντοτε ταυτισμένη με την Εκκλησία της, κατάφερε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έθετε ενώπιόν της η γεωγραφία και η ιστορία της. Λόγω της γειτνίασής της με τη Μικρασία και τη Συροπαλαιστίνη, την βρήκαν μεγάλα κακά, αλλά και μεγάλες ευλογίες. Με την ισχυρή της ορθόδοξη ταυτότητα, κατάφερνε να σβήνει τα στρεβλά που έφερναν μαζί τους οι διάφοροι πληθυσμοί που συνέρρεαν κατά καιρούς στη γη της, ενώ αφομοίωνε δημιουργικά τα καλά. Η αδιάλειπτη τέλεση της θείας Λειτουργίας όλους αυτούς τους αιώνες στην ελληνική, ήταν νομίζω εκείνο που οδήγησε στη γλωσσική και πνευματική ενσωμάτωση όλων όσων έρχονταν στην Κύπρο. Η Κύπρος αντιμετώπισε την εικονομαχία και τις αιρέσεις, τους Λατίνους, το Ισλάμ, αραβικό και οθωμανικό, χωρίς να χάσει την ελληνική της γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη της. Κι όταν ούτε η Κωνσταντινούπολη, ούτε μετέπειτα η Αθήνα, μπορούσαν να τη γλιτώσουν από τους επιδρομείς, τότε σώπαινε ταπεινά μόνη με την Εκκλησία και τους αγίους της, Κυπρίους Μικρασιάτες και Αλαμανούς.
 
Και αν σήμερα ο κοντινός μας γεωγραφικός περίγυρος επανέρχεται στο προσκήνιο με τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες η τις διάφορες πολιτικές συγκυρίες, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η σχέση μας με την Ανατολή δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχει ακόμα μια Ανατολή που λειτουργείται ορθόδοξα και η πορεία μας μέσα στο σύγχρονο κόσμο εξακολουθεί να είναι δεμένη μαζί της. Ως Εκκλησία Κύπρου, οφείλουμε να βαθύνουμε τις αδελφικές σχέσεις με τους ορθοδόξους της Ανατολής, που αυτοαποκαλούνται RoumOrthodox, αλλά και να μελετήσουμε την ιστορία, στην οποία αναφέρθηκα σήμερα ακροθιγώς, η οποία διαμόρφωσε αυτό που συνεχίζουμε να είμαστε: Ορθόδοξοι Ρωμιοί!31
 

1. Αρχιμανδρίτης Παύλος Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται δια την Εκκλησίαν Κύπρου, Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη - Μορφωτικόν Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996, σ. 71.
 
2. Βλ. Xαρίλαος Παπαϊωάννου, «Η περί της επισκέψεως της Θεοτόκου Διήγησις», Εκκλησιαστικός Kήρυξ 2 (1912), 430-432• Nικόδημος Mυλωνάς, «Η κατά παράδοσιν επίσκεψις της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Λάρνακι της Kύπρου», Kυπριακά Xρονικά 1 (1923), 29-32• Ιωάννης Συκουτρής, «Η Παναγία εν Kύπρω», Kυπριακά Xρονικά 1 (1923), 121-126• Nεοκλής Kυριαζής, «Η Mεγαλόχαρη στην Kύπρο», Πάφος 10 (1945), 133-138• Kωνσταντίνος Σπυριδάκις, «Η Παναγία εις την Kύπρον», Kυπριακαί Σπουδαί 8 (1946), 135-137.
 
3. Βλ. Xριστίνα Σπανού (επιμ.), Η κατά Kίτιον αγιογραφική τέχνη, Λάρνακα 2002, σ. 134-135.
 
4. Βλ. Constantin Sathas, “Vies des Saints Allemands de Chypre”, Archives de l’Orient Latin, Tome II, 2, 1883, σ. 405-427• Costas Kyrris, “The 300 Alaman Saints of Cyprus: Problems of Origin and Identity”, στοντόμο: University of Birmingham - Cyprus Research Centre, The Sweet Land of Cyrpus, Nicosia 1993, σ. 203-235.
 
5. «Ότε εγνώσθη ότι αποθνήσκει, συνηθροίσθησαν περί την κλίνην αυτού πολλοί εκ Συρίας και Μεσοποταμίας, από Αμίδης και από του Μαύρου Όρους (Μαυροορίται) (...) Τριακόσιοι επίλεκτοι νέοι περιεκύκλουν την κλίνην του επιθανατίου ήρωος• ‘και οι τριακόσιοι έμορφοι και κόκκινα φορούσιν, βαστούν σπαθία ολοψήφωτα και στέκουν έμπροσθέν του, τους είχε πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας και εφύλαττον την Ρωμανίαν από (τα) βάρβαρα έθνη’», Παπαδόπουλου Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία Εκκλησίας Αντιοχείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 872
 
6. Πατριαρχείον Ουνιτών της Αντιόχειας (εκδ.), Ιστορική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια του Πατριαρχείου Αντιοχείας, α’ τομ., Δαμασκός 1997, σσ. 425-431.
 
7. Abd Elnur Fadi, Ιωάννου Φωκά Έκφρασις, Διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία που υποβλήθηκε στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2008.
 
8. Βλ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τομ. α , εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999, σσ. 15, 25.
 
9. Θεόδωρος Γιάγκου, Ερμηνεία των Δεσποτικών εορτών: Η σχέση δύο ομότιτλων έργων, του αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου και του Νίκωνος του Μαυρορείτου, Πρακτικά πρώτου διεθνούς συνεδρίου, Πάφος.
 
10. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία Εκκλησίας Αντιοχείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 885-889.
 
11. Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Νεοφύτου (εκδ.), Συγγράμματα Αγίου Νεοφύτου Εγκλείστου, τομ. γ’, Πάφος 1999, σ.σ. 80-88.
 
12. Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, Η Μόρφου ως Θεομόρφου, Από την Επισκοπή των Σόλων στη Μητρόπολη Μόρφου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου και Ιερά Μητροπόλις Μόρφου, Λευκωσία 2011.
 
13. Βλ. Wakhtang Djobabje, “Observations on the Georgian Monastery of Yialia (Galia) in Cyprus”, Oriens Christiantes 68 (1984), 196-209.
 
14. Δημήτριος Χατζηαθανασίου, Ιστορική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια του Πατριαρχείου Αντιοχείας, α’ τομ., Δαμασκός 1997, εκδ. Πατριαρχείο Ουνιτών της Αντιόχειας.
 
15. Όπ. π.
 
16. Όπ. π.
 
17. Όπ. π.
 
18. Όπ. π.
 
19. Ελένη Μπάκου, «Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου», 2003, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία, URL: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4473.
 
20. Θεοφάνους Ηγουμένου του Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, (Μτφρ.: Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης), τομ. Γ’, εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη 2007, σ.σ. 982-985.
 
21. Α. Παυλίδης (επιμ), Λεοντίου Μαχαιρά Χρονικόν, εκδ. Φιλόκυπρος, Λευκωσία 1995, σ.σ. 1365-1367.
 
22. BLAdd34554, φύλλο 186.
 
23. Σύμφωνα με τον πατέρα Ιωάννη Γιαπιτζίογλου, βυζαντινολόγο και ιστορικό ερευνητή του Πατριαρχείου Αντιοχείας, ο Αμανός συνεχίζει να είναι μοναστικό κέντρο μέχρι και τον 16ο αι.
 
24. «Μαρδαΐτες στη Μ. Ασία (Βυζάντιο)», 2005, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία, URL: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5216.
 
25. Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Β’ καὶ τόμ. ΣΤ’, ἐν Βενετίᾳ 1873 καὶ ἐν Παρισίοις 1877.
 
26. Νικόλαος Κονομής, Τα Ακριτικά της Κύπρου, εκδ. Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
 
27. Bλ. Kωνσταντίνος Xατζηψάλτης, «Bυζαντινά και Kυπριακά του 10ου μ.X. αιώνος», Επετηρίδα Kέντρου Mελετών Ιεράς Mονής Kύκκου 2, (1993) 245-256.
 
28. Bλ. Ιωάννης Tσικνόπουλλος, Η Ιερά Mονή του Xρυσοστόμου του Kουτζουβέντη και τα ιερά αυτής κτίσματα, Λευκωσία 1959• Tassos Papacostas, “The History and Architecture of the Monastery of Saint John Chrysostomos at Koutsoventis, Cyprus”, Dumbarton Oaks Paper 61, (2007), 25-156.
 
29. Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος - 15ος αι.), εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
 
30. Bλ. Κωνσταντίνος Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Β', Βενετία 1873, σ. 20-39• Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, «Mαρτύριο Kυπρίων», στο Ανδρέας Mιτσίδης (επιμ.), Tόμος Αναμνηστικός επί τη 50ετηριδι του περιοδικού “Απόστολος Bαρνάβας” (1918-1968), Λευκωσία 1975, σσ. 307-338.
 
31. Για την ως άνω έρευνα συνεργάστηκα  με πολλούς φίλους της ιστορικής αναζήτησης σ’ ο,τι αφορά την Εκκλησία της Κύπρου και την πνευματική της ενδοχώρα. Ευχαριστώ όλως ιδιατέρως τον πατέρα Ιωάννη Γιαπιτζίογλου, ιστορικό μελετητή του Πατριαρχείου Αντιοχείας με ειδίκευση στη σελτζουκική και οθωμανική περίοδο, ως επίσης και τον πατέρα Νεόφυτο Καράμ, κληρικό της Μητροπόλεώς μας, ο οποίος μετέφρασε αραβικές πηγές και μας τις κατέστησε προσιτές.
 
* Εισήγηση στο Α' Διεθνές Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τις 9 μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 2012 στο Συνοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας - Αμμοχώστου στο Παραλίμνι, μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Πολιτιστικής Ακαδημίας "Άγιος Επιφάνιος".