Ἀρχιμανδρίτου Φώτιου Ἰωακεὶμ
Νικόλαος ὁ τρισμακάριος καὶ θεοδόξαστος καὶ περιλάλητος καὶ θαυματουργὸς συνεκάλεσε τὴ σημερινὴ ὁμήγυρη μαζὶ καὶ πανήγυρη, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, στὸν εὐλογημένο τοῦτο καὶ περικαλλῆ πανίερο ναό του. Κι ἐμεῖς, ὁ φιλόχριστος τοῦ Κυρίου λαός, συναθροιστήκαμε γιὰ νὰ τὸν τιμήσουμε μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές, καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, τὸν θαυμαστὸν ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ.
Ὁ θεοφόρος πατὴρ ἡμῶν Νικόλαος, τὸ καύχημα τῆς οἰκουμένης, ὁ οὐρανομήκης στῦλος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ φερωνύμως καὶ προφητικῶς ὀνομάσθηκε Νικόλαος, δηλαδὴ νίκη τοῦ χριστιανικοῦ λαοῦ, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 270 μ.Χ. στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας, περίφημη ἀρχαία πόλη καὶ λιμάνι στὰ νότια παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, εὑρισκόμενο ὄχι μακρυὰ ἀπὸ τὴν Κύπρο μας. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς Χριστιανοί, ἦσαν ἄτεκνοι γιὰ πολλὰ χρόνια. Κι ὁ Θεός, ποὺ εἰσακούει τὶς προσευχὲς αὐτῶν ποὺ μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα τῶν παρακαλοῦν, τοὺς χάρισε καρπὸ προσευχῆς τοῦτον τὸν μέγα Νικόλαο, τὸν ἡγιασμένο ἀπὸ κοιλίας μητρός. Καὶ δὲν τοὺς χάρισε ἄλλο τέκνο, παρὰ μόνο τοῦτο, ἕνα δηλαδὴ καὶ μέγα. Ἀπὸ τὴ βρεφική του ἡλικία φάνηκε ἡ χάρη, ποὺ εἶχε πλούσια ὁ Νικόλαος ἀπὸ τὸν Θεό. Γιατί, κατὰ τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή, τηρώντας τὴ θεοπαράδοτη κατὰ τὶς μέρες τοῦτες νηστεία, ἀρνεῖτο νὰ θηλάσει τὸ μητρικὸ γάλα. Διδάχθηκε λοιπὸν ὁ Νικόλαος ἀπὸ μικρὸς τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ ἀναδείχθηκε σοφός, εὐλαβὴς καὶ πολὺ ἐνάρετος. Γιὰ τοῦτο καὶ σὲ νεαρὰ ἡλικία χειροτονήθηκε, ὡς ἄξιος, πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του, ἀρχιεπίσκοπο Νικόλαο.
Ὡς κληρικὸς πλέον ὁ ἅγιος, ἐπεδόθηκε περισσότερο στὶς ἀρετὲς τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνίας, τῆς προσευχῆς. Κι ὅταν κοιμήθηκαν ἐν Κυρίῳ οἱ γονεῖς του καὶ κατέστη κληρονόμος τῆς μεγάλης τους περιουσίας, τότε διέπρεψε ἰδιαίτερα στὴν ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης, διαμοιράζοντας ἀφθονο-πάροχα τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐμπερίστατους συνανθρώπους του. Κατέστη ἔτσι ἄριστος οἰκονόμος τῶν ἀγαθῶν ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Κύριος, προσπαθώντας μάλιστα νὰ κρατάει κρυπτὲς τὶς ἀγαθοεργίες του, κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Τότε ἦταν πού, γιὰ νὰ ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα, ἔσωσε τρεῖς νεαρὲς κόρες ἀπὸ τὸν ψυχικὸ θάνατο, τὶς ὁποῖες ὁ πατέρας τους, πνιγμένος στὰ χρέη, σκεφτόταν νὰ ἐξωθήσει στὴν πορνεία. Ὁ ἅγιος, μὲ τὴν πλούσια ἐν κρυπτῷ ἐλεημοσύνη του, τὶς προίκησε καὶ νυμφεύθηκαν. Κι ὅταν, τέλος, τὸν ἀνακάλυψε ὁ πατέρας τους, τὸν ὅρκισε μὲ σοβαρὸ ἐπιτίμιο νὰ μὴν ἀναφέρει τίποτα σὲ κανένα γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ εἶχε κάνει. Ἡ πλούσια τούτη ἐλεήμων διάθεση τοῦ Νικολάου ἀνταμείφθηκε ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Κύριο μὲ πλούσια τὴ χάρη τῶν θαυμάτων. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, ἔσωσε τὸ πλοῖο ποὺ τὸν μετέφερε σὲ προσκύνημα στοὺς ἁγίους Τόπους ἀπὸ βέβαιο πνιγμό, ὅταν ξέσπασε μεγάλη θαλασσοταραχή.
Ἐπιστρέφοντας στὴ γενέτειρά του, ψηφίσθηκε μὲ θεϊκὴ ἀποκάλυψη σὲ Σύνοδο ἐπισκόπων ἐπίσκοπος τῆς πλησιόχωρης πόλης τῶν Μύρων τῆς Λυκίας. Καί, κατὰ τὸν τελευταῖο μεγάλο διωγμὸ τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορος τῆς ἀνατολῆς Διοκλητιανοῦ καὶ τοῦ Καίσαρα Γαλερίου (ἔτος 303), ὁ ἅγιος φυλακίστηκε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια, λαμβάνοντας ἔτσι καὶ τὸν στέφανο τῆς ὁμολογίας. Ὅταν, χάριτι Θεοῦ, βασίλευσε ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, ἀποφυλακίσθηκε, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ τότε φυλακισμένοι γιὰ τὴν πίστη τους Χριστιανοί, καὶ ἀγωνίσθηκε στὴ συνέχεια γιὰ τὴν ἐξάλειψη τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τὴν κατακρήμνιση τῶν εἰδωλικῶν ναῶν στὴν ἐπαρχία του. Δὲν πέρασε καιρός, καὶ πάλιν ἡ Ἐκκλησία ἀναταράσσεται μὲ τὴν δυσσεβὴ αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Καὶ ὁ Νικόλαος βρίσκεται στὴν πρώτη γραμμὴ τῶν προασπιστῶν τῆς Ὀρθόδοξης πίστης στὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας, τὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ ἔτος 325. Κατὰ τὴ Σύνοδο, ὅταν ὁ Ἄρειος ἄρχισε νὰ βλασφημεῖ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεοτόκου, ζήλῳ θείῳ κινούμενος ὁ ἅγιος, ράπισε ἰσχυρὰ τὸν ἄθεο Ἄρειο ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος, γι’ αὐτὸ καὶ φυλακίσθηκε. Μά, τὸ ἴδιο βράδυ, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μας, γιὰ τοὺς ὁποίους τόσα ἔπασχε, ἐμφανίσθηκαν στὴ φυλακή, τὸν ἐλευθέρωσαν ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τοῦ ἔδωσαν ὠμοφόριο καὶ Εὐαγγέλιο, σημεῖο ὅτι τὸν ἀποκαθιστοῦσαν στὴν ἐπισκοπικὴ καὶ διδασκαλικὴ χάρη καὶ ἀξία, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ συνοδικοὶ σκέφτονταν, γιὰ τὴ φαινομενική του ἐκείνη ἀταξία, νὰ τὸν καθαιρέσουν. Ὅταν πληροφορήθηκε τὸ θαυμαστὸ τοῦτο γεγονὸς ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, τὸν ἀποφυλάκισε, ζητώντας του συγγνώμη. Ἐπέστρεψε λοιπὸν στὰ Μύρα ὁ ἅγιος καὶ τέλεσε καὶ ἄλλα θαυμαστὰ σημεῖα: Ἔσωσε τὴν πόλη του ἀπὸ λιμό, διέσωσε τρεῖς στρατηλάτες, ποὺ εἶχαν καταδικασθεῖ μὲ συκοφαντία σὲ θάνατο, ἔσωσε πολλὰ πλοῖα καὶ ναυτιλλομένους ἀπὸ θαλασσοταραχὲς καὶ πνιγμὸ καὶ ἄλλα πολλά. Γι’ αὐτὸ καὶ κατέστη ὁ κατεξοχὴν προστάτης τῶν θαλασσινῶν.
Κι ὅταν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 6 Δεκεμβρίου περὶ τὸ 343, τὸ ἱερό του λείψανο κατετέθη στὰ Μύρα, σὲ ναό, ποὺ οἰκοδομήθηκε στὸ ὄνομά του, καὶ ἀνεδείχθη πηγὴ μύρων. Γιατὶ ὁ Θεὸς τὸν δόξασε καὶ μὲ τὸ χάρισμα τῆς πλούσιας μυροβλυσίας. Τὸ ἔτος 1087, ὅταν ἤδη τὰ Μύρα εἶχαν κατακτηθεῖ ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς, Ἰταλο-Νορμανδοὶ σταυροφόροι τῆς Α΄ Σταυροφορίας ἔκλεψαν τὸ τίμιό του λείψανο καὶ τὸ μετέφεραν στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας, ὅπου βρίσκεται μυροβλύζον μέχρι καὶ σήμερα.
Ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου διεδόθη σ’ ὅλη τὴν ὀρθοδόξη οἰκουμένη γιὰ τὴν πλούσιά του χάρη καὶ τὰ ἀναρίθμητα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες θαύματά του. Ἐπιλείψει ἡμᾶς ὁ χρόνος νὰ τὰ διηγούμεθα. Κι ὅπως ὡραιότατα ἐκφράζει τὴ μεγάλη του αὐτὴ παρρησία στὸν Θεὸ ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ Ἐξαποστειλάριό του, «τίς γὰρ ἐξ ὅλης πίστεως, μόνον ἐπεκαλέσατο τὸ ἅγιόν σου ὄνομα καὶ οὐκ εὐθὺς εἰσακούσθη»; Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, ποὺ ἐπετέλεσε ζῶν ὁ ἅγιος καὶ συνέχισε νὰ ἐπιτελεῖ μὲ τὰ θαύματά του, τὸν κατέστησαν ἰσαπόστολο. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς, κάθε Πέμπτη, ἡμέρα ποὺ ὑμνολογικὰ εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς ἁγίους ἀποστόλους, περιλαμβάνονται ταυτόχρονα καὶ ὕμνοι πρὸς τὸν Μέγαν Νικόλαον, τὸν μόνον, μετὰ τὴν Παναγίαν μας, ποὺ ἡ ὑμνολογία μας τοῦ ἀπένειμε καὶ τὸν τίτλο, πανάγιος, ὅπως θ’ ἀκούσουμε αὔριο στὸ ἐμμελέστατο δοξαστικὸ τῶν Αἴνων.
Ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Νικολάου στὴν Κύπρο μας εἶναι πρωιμότατη καὶ πλουσιότατη. Τρία χωριά, πενῆντα περίπου ναοί, πέντε Μονές, ἄλλα σαράντα τοπωνύμια, ὅπου παλαιότερα ναοί, τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ μεγάλου τούτου Πατρός. Ἰδιαίτερα νὰ τονίσουμε τὴν ἀρχαιότατη Μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῶν Γάτων, κτισμένη πάνω σὲ παλαιοχριστιανικὴ βασιλική, καθὼς καὶ τὴ βυζαντινὴ παράδοση γιὰ ἵδρυση τῆς Μονῆς τῶν Ἱερέων στὴν Πάφο ἀπὸ τοὺς ἁγίους Νικόλαο καὶ Εὐτύχιο, ὅταν ὁ Νικόλαος ἦταν λαϊκός. Τοῦτο ὑπονοεῖ ἀρκετά!
Θὰ τελειώσω μὲ μία σχετικὰ πρόσφατη θαυμαστὴ ἐμφάνιση τοῦ ἁγίου Νικολάου στὸν ἐνάρετο μακαριστὸ ἡγούμενο στὸ Ἅγιον Ὄρος, Γέροντα Ἀνδρέα Ἁγιοπαυλίτη. Τὸ 1974, ἀφοῦ εἶχε γιὰ λόγους ὑγείας παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν ἡγουμενία, μετέβη νὰ ζήσει ἡσυχαστικὰ στὸ ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Ὄρους Μετόχι τῆς Μονῆς στὸν Μονοξυλίτη, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τὸν ὁποῖο ὁ Γέροντας ὑπερευλαβεῖτο. Τὸ 1975, προβληματισμένος γιὰ ἕνα σοβαρὸ θέμα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε, παρακαλοῦσε τὴν Παναγία καὶ τὸν ἅγιο Νικόλαο, νὰ τὸν φωτίσουν τί νὰ πράξει. Ὁπόταν μιὰ μέρα βλέπει ἕνα παπᾶ, ἕνα γεροντάκι, ν’ ἀνεβαίνει ἀπ’ τὴ θάλασσα στὸ Μετόχι. Κάθησαν μέσα, κέρασε κάτι ὁ Γέροντας τὸν ἄγνωστο ἱερέα, καὶ τὸν ρώτησε πῶς λέγεται καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι, ὁπόταν ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε, πὼς λεγόταν πάτερ Νικόλαος καὶ ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν Κύπρο. Κατόπιν τοῦ ἀνέφερε τί νὰ πράξει, μὲ τὸ θέμα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε. Μόλις βγῆκε ἔξω γιὰ νὰ πάει πρὸς Καρυές, ὅπως τοῦ ἀνέφερε ὁ πάτερ Νικόλαος, κάτι θυμήθηκε νὰ τὸν ρωτήσει ὁ Γέροντας, μὰ ὁ ἄγνωστος παπᾶς εἶχε γίνει ἄφαντος! Κι ὁ τόπος καθαρὸς γύρω-γύρω μέχρι μακρυά! Ὅταν μπῆκε σὲ λίγο στὴν ἐκκλησία, ἀναγνώρισε στὴν ἐκεῖ εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου τὸ πρόσωπο τοῦ φανέντος πάτερ Νικολάου! Ἔκπληκτος καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη στὸν ἅγιο, δόξασε τὸν Θεό.
Ἆράγε οἱ γονεῖς τοῦ ἁγίου κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κύπρο, γιὰ νὰ τὸ δηλώσει ἔτσι ξεκάθαρα ὁ ἅγιος, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν ἀρχαία τούτη τοπική μας παράδοση; Ὁ παντογνώστης Θεὸς γνωρίζει! Τὸ βέβαιο εἶναι, πὼς ἡ Χάρη τοῦ ἁγίου εἶναι μὲ καθένα, ποὺ μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια τὸν ἐπικαλεῖται, καὶ ἀγωνίζεται νὰ ζεῖ κατὰ Θεόν. Κι ἐμεῖς ἀδελφοί, ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε, μὲ τὶς εὐπρόσδεκτες στὸν Θεὸ ἱκεσίες καὶ τοῦ ἁγίου Νικολάου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων μας, ἐξαιρέτως τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καὶ στὴ ζωὴ τούτη εὐλογίας καὶ εἰρήνης, καὶ στὴν ἄλλη, τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς τοῦ παραδείσου, σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις! Ἀμήν! |