Οἱ ὅσιοι πατέρες μας, οἱ καλούμενοι συνοπτικῶς ἅγιοι Ἡλιόφωτοι, ἔλαβαν τὴν κοινὴ τούτη ὀνομασία ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ προϊστάμενο τῆς τετράριθμης αὐτῆς σεπτῆς χορείας, ἅγιο Ἡλιόφωτο.
Σύμφωνα ὅμως μὲ τὰ νέα σημαντικώτατα ἱστορικὰ δεδομένα, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἄγνωστη μέχρι καὶ πρὶν λίγα ἔτη βυζαντινὴ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τους, ποὺ ἐντοπίσθηκε σὲ Σιναϊτικὸ χειρόγραφο τοῦ 11ου αἰώνα (τὸν Κώδ. Sin. Gr. 627) καὶ τὴν ὁποία ὁ γράφων εἶχε τὴν εὐλογία νὰ ἐκδώσει μὲ ἐκτενὴ σχολιασμὸ τὸ 2004 (βλ. τὴ Βιβλιογραφία στὸ τέλος τοῦ παρόντος), ρίπτεται ἤδη ἄπλετο φῶς στὴ συγκεχυμένη εἰκόνα, ποὺ ἐπικρατοῦσε, καὶ ὁ βίος καὶ τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων Ἡλιοφώτων ἀποκαθίστανται στὴν ἱστορική τους ἀλήθεια. Τὸν ἀποκατεστημένο πλέον βίο τοῦτο, βάσει τῆς ἐν λόγῳ ἔκδοσης, καθὼς καὶ τὰ σχετικὰ πορίσματα παρουσιάζουμε συνοπτικὰ στὴ συνέχεια.
Ὅ ὅσιος Ἡλιόφωτος, καθὼς καὶ οἱ συνασκητές του, ὅσιοι Αὐξουθένιος, Ἐπαφρόδιτος καὶ Εὐθένιος, κατάγονταν ἀπὸ τὴ Φοινίκη τῆς Παλαιστίνης (σημ. Λίβανο), ἄκμασαν δὲ κατὰ τὸν 5ο αἰώνα. Τυγχάνοντες ἀνδρεῖοι καὶ ρωμαλέοι, κατατάγηκαν στὸ στράτευμα τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Β´ τοῦ Μικροῦ (408-450). Ἡ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία διεξήγαγε τότε μεγάλο πόλεμο ἐναντίον ποικίλων ἐχθρῶν της (Οὔννων, Περσῶν καὶ Βανδάλων), στὸν ὁποῖο καὶ διέπρεψαν ὁ Ἡλιόφωτος μὲ τοὺς τρεῖς του συντρόφους, ἐπιτυγχάνοντας μεγάλες νίκες. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κλήθηκαν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔτυχαν μεγάλων τιμῶν ἀπὸ τὸν βασιλέα, συνδιαιτώμενοι μαζί του στὰ ἀνάκτορα. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ στὶς ψυχές τους ὑπερίσχυσε ὁ πόθος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καὶ ἐπιθύμησαν τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀφοσίωση στὴ λατρεία τοῦ ἐπουρανίου βασιλέως Χριστοῦ, παρακάλεσαν τὸν ἐπίγειο βασιλέα, νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ ἀσπασθοῦν τὸν μοναχικὸ βίο. Βλέποντας τὸν ὁλόψυχο πόθο τους ὁ Θεοδόσιος, τοὺς τὸ ἐπέτρεψε, παρακαλώντας τους συνάμα νὰ τὸν μνημονεύουν πάντοτε στὶς προσευχές τους. Διένειμαν τότε οἱ ἅγιοι τὴν περιουσία τους στοὺς πτωχούς καί, ἐλεύθεροι πιὰ ἀπ᾽ ὅλα τὰ βιοτικά, μετέβησαν (λίγο μετὰ τὸ 447 καὶ πρὶν τὸ 450) μὲ σπουδὴ στὴν Ἔφεσο, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων Ἑπτὰ Παίδων, ποὺ εἶχαν προσφάτως τότε ἀναστηθεῖ (ἔτος 447) πρὸς πίστωση τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, καὶ πάλιν κοιμήθηκαν ἐν Κυρίῳ. Μετὰ τὸ προσκύνημά τους αὐτὸ καὶ μὲ τὸν πόθο νὰ ἀκολουθήσουν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν βίο τοῦ ἀναιμάκτου μαρτυρίου τῆς συνειδήσεως, ἀπέπλευσαν οἱ τέσσερεις ὅσιοι γιὰ τὴν Κύπρο, γνωρίζοντάς την κατάλληλη γιὰ ἐρημικὴ βιοτὴ καὶ ἔχοντας προφανῶς ἤδη πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ἐκεῖ ἀκμὴ τοῦ μοναχισμοῦ, μάλιστα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἐξεχόντων μοναστικῶν ἡγετῶν Ἱλαρίωνος τοῦ Μεγάλου (ἔζησε στὴν Κύπρο κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τῆς ζωῆς του [364-371]) καὶ Ἐπιφανίου τοῦ Μεγάλου, ἀρχιεπισκόπου Κύπρου (367-403).
Ξεκινώντας λοιπὸν οἱ ἅγιοι ἀπὸ τὰ βόρεια παράλια τῆς νήσου, ὅπου ἀφίχθηκαν, ἔφθασαν στὴν περιώνυμη πόλη τῆς Ταμασοῦ, ὅπου προσκύνησαν γιὰ λίγο στοὺς ἐκεῖ πρωτοχριστιανικοὺς ἱεροὺς χώρους. Κατόπιν, ἀφοῦ βάδισαν περὶ τὰ δέκα βυζαντινὰ μίλια, βρέθηκαν στὴν ἄγονη ἐρημικὴ περιοχὴ μεταξὺ τῶν σημερινῶν χωριῶν Μιτσεροῦ καὶ Κάτω Μονῆς, ὅπου καὶ ἔστησαν τὴν ἀσκητική τους παλαίστρα, σχολάζοντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ στὰ ἐκεῖ δύσβατα ὄρη. Κατοικία τους εἶχαν δύο γειτνιάζοντα σπήλαια, τὰ ὁποῖα, εἴτε προϋπῆρχαν ὡς ρωμαϊκοὶ τάφοι, εἴτε λάξευσαν οἱ ἴδιοι στὸν βράχο. Ἐπειδὴ οἱ ὅσιοι ὑπέφεραν ἀπὸ τὴ δίψα, λόγῳ ἔλλειψης στὴν περιοχὴ πόσιμου νεροῦ, παρακάλεσαν θερμῶς τὸν Κύριο καὶ ἀνέβλυσε ἀφθονοπάροχη πηγὴ δροσεροῦ νεροῦ, τὸ μετέπειτα θαυματουργὸ ἁγίασμά τους, τὸ ὁποῖο διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα. Πρῶτος δὲ ἱεραρχικῶς τῆς σεπτῆς αὐτῆς τετράδας καὶ Γέροντάς τους ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς συνασκητές του ὁ μέγας Ἡλιόφωτος.
Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ πολυχρόνιους ἀσκητικοὺς καμάτους, μὲ τοὺς ὁποίους πλουτίσθηκαν μὲ ἄφθονα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κοιμήθηκαν ἐν εἰρήνῃ οἱ ὅσιοι καὶ τάφηκαν στὰ δύο ἀσκητικά τους σπήλαια. Κατὰ τὴν ἐκταφή τους, τὰ ἱερά τους λείψανα βρέθηκαν ἄφθαρτα, καὶ διατηρήθηκαν ἔτσι γιὰ αἰῶνες. Ἕνεκα δὲ τοῦ πλήθους τῶν θαυμάτων τους, οἰκοδομήθηκε μπροστὰ ἀπὸ τὰ σπήλαιά τους ναὸς πρὸς τιμή τους, ὅπου προσέτρεχαν στίφη πιστῶν καὶ ἀσθενῶν, λαμβάνοντας ὁ καθένας τὴν ποθούμενη δωρεά.
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ θαυμάτων, ποὺ περιλάμβανε ὁ προφανῶς ἀπολεσθεὶς ἀρχαῖος Βίος τους (γραμμένος πιθανώτατα κατὰ τοὺς 6ο/7ο αἰ.), διασώθηκαν ἐνδεικτικῶς ὁρισμένα θαύματα στὴ βυζαντινὴ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τους (7ος/9ος αἰ.), γιὰ τὴν ὁποία ἀναφέραμε ἀνωτέρω, καὶ ποὺ ἀρύεται ἀμέσως ἀπὸ τὸν ἐν λόγῳ Βίο, ἀποτελώντας ἔτσι τὴ σπουδαιότερη, ἐγκυρότερη καὶ ἀρχαιότερη πηγὴ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων Ἡλιοφώτων. Οἱ θαυματουργίες τους συνεχίσθηκαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, καὶ συνεχίζονται μέχρι καὶ τὶς μέρες μας. Ἐνδεικτικῶς παραπέμπουμε στὴν κατὰ τὸ ἔτος 1836 συντεθεῖσα ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ ἱερέα καὶ ἁπλοϊκὸ ὑμνογράφο Χριστόδουλο τὸν Μαλουνταῖο Ἀκολουθία, ὅπου καὶ συναγωγὴ θαυμάτων τους.
Σήμερα σώζεται μόνο τὸ ἕνα σπήλαιο μὲ τρεῖς τάφους τῶν ἁγίων, ἄγνωστο ποιῶν ἀκριβῶς ἀπ᾽αὐτούς. Ὁ ἐκεῖ σημερινὸς ναός τους κτίστηκε ἐπὶ τουρκοκρατίας, εἶναι καμαροσκέπαστος, ἐπικοινωνεῖ δὲ μὲ τὸ ὡς ἄνω σπήλαιο τῶν ὁσίων μέσῳ ἀνοίγματος στὸν βορειοδυτικὸ τοῖχο. Ἐκεῖ σώζεται καὶ μέρος τῶν λειψάνων τῶν ἁγίων, καθὼς καὶ ἡ παλαιότερη γνωστὴ φορητὴ εἰκόνα τους (18ου αἰ.), ποὺ συντηρήθηκε προσφάτως, φθαρμένη καὶ χωρὶς καμμία ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή. Τεμάχια λειψάνων τῶν ἁγίων Ἡλιοφώτων φυλάσσονται καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ νησιοῦ, ὅπως καὶ φορητές τους εἰκόνες (19ου αἰ. κ. ἑξ.), στὶς ὁποῖες ὅμως ἀπεικονίζονται πέντε ἅγιοι, ποὺ φέρουν τὰ ὀνόματα, τὰ καταγραφόμενα ἀπὸ τὸν ἀνωτέρω ἱερέα Χριστόδουλο στὴν Ἀκολουθία, τὴν ὁποία συνέταξε (δηλ. Ἡλιόφωτος, Ἐπαφρόδιτος, Εὐσθένιος, Ἀμμώνιος καὶ Χουλλέλαιος). Ἡ διαφορὰ στὸν ἀριθμὸ καὶ τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων ἔχει τὴν ἐξήγησή της:
Στὶς χειρόγραφες Ἀκολουθίες καὶ εἰκόνες τῶν ἁγίων Ἡλιοφώτου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ, ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν ὄψιμη στὴν Κύπρο τουρκοκρατία (18ος-19ος αἰ.), ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς τέσσερεις ὁσίους τῆς ἀρχικῆς ὁμάδας τοῦ 5ου αἰ., ὁ μὲν ἅγιος Εὐθένιος ἀποδίδεται (εὐηχέστερα) ὡς Εὐσθένιος, παραλείπεται δὲ ὁ ἅγιος Αὐξουθένιος (ἴσως λόγῳ τοῦ ἀσυνήθους του ὀνόματος), καὶ ἐντάσσονται δύο ἄλλοι ὅσιοι, οἱ Ἀμμώνιος καὶ Θαλλέλαιος (παρὰ τῷ λαῷ Χουλλέλαιος), καὶ ἔτσι οἱ ἅγιοι Ἡλιόφωτοι παρουσιάζονται ὡς πέντε.
Γιὰ τοὺς τελευταίους δύο αὐτοὺς ἁγίους οὐδεμία ἀναφορὰ γίνεται, οὔτε στὴν ἀνωτέρω βυζαντινὴ Ἀκολουθία (7ου/9ου αἰ.), οὔτε στοὺς τοπικοὺς μεσαιωνικοὺς χρονογράφους. Τὸ πιθανώτερο εἶναι, ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ ὅσιοι (Ἀμμώνιος καὶ Χουλλέλαιος [=Θαλλέλαιος]) ὑπῆρξαν μεταγενέστεροι τοῦ 5ου αἰώνα μοναστές, ποὺ ἔζησαν ἀσκητικῶς, εἴτε πλησίον τοῦ προσκυνήματος καὶ τῶν τάφων τῆς ἀρχικῆς τετράδας τῶν ἁγίων Ἡλιοφώτων , εἴτε στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Ταμασοῦ καὶ τοῦ ἐκεῖ ὄρους τῆς Κορώνης, ἀφοῦ καὶ στὴν πιὸ πάνω βυζαντινὴ Ἀκολουθία γίνονται νύξεις γιὰ τὴν ἐκεῖ ἀκμὴ τοῦ ἡσυχαστικοῦ μοναχισμοῦ (ἤδη δηλαδὴ κατὰ τὴν ἐποχὴ συντάξεώς της). Ἡ ζῶσα λοιπὸν τοπικὴ παράδοση διέσωσε καὶ τὰ ὀνόματα τῶν δύο αὐτῶν ὁσίων, οἱ ὁποῖοι ἐντάχθηκαν στὶς ὄψιμες εἰκόνες καὶ Ἀκολουθίες τῶν ἁγίων Ἡλιοφώτων, ἐν ἀγνοίᾳ τῆς ἐποχῆς ἀκμῆς τους, θεωρηθέντες ὡς σύγχρονοι καὶ συνασκητές.
Ὁ ναὸς καὶ τὸ σπήλαιο τῶν ἁγίων βρίσκονται στὴν περιοχὴ Ἀχερᾶς τῆς Λευκωσίας, κοντὰ στὸ χωριὸ Κάτω Μονή. Ἡ μνήμη τους τελεῖται στὶς 13 Ἰουλίου.
Βιβλιογραφία: Χαρίτωνος Μοναχοῦ Σταυροβουνιώτου, «Οἱ ἐν Κύπρῳ ὅσιοι καὶ θεοφόροι ἀσκηταὶ Ἡλιόφωτος, Αὐξουθένιος, Ἐπαφρόδιτος καὶ Εὐθένιος: Ἡ βυζαντινὴ ᾀσματικὴ Ἀκολουθία καὶ ὁ ἀπολεσθείς(;) Βίος αὐτῶν», Κυπριακαὶ Σπουδαί, ΞϚ' (2002), σσ. 43-107 ( μὲ σχετικὲς εἰκόνες).