Μεικτό χωριό που βρίσκεται στην κατεχόμενη από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής περιοχής της Κύπρου. Γειτονεύει με μερικά άλλα μεικτά χωριά, όπως το Καλό Χωριό Λεύκας, το Περιστερωνάρι, τη Λεύκα, την Πεντάγυια και τον Άγιο Γεώργιο της Λεύκας.
Η Πέτρα είναι κτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Ατσά, σε μέσο υψόμετρο 170 μέτρων.
Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια οσπρίων, λαχανικών, εσπεριδοειδών (κυρίως πορτοκαλιές και κιτρομηλιές), σιτηρών, νομευτικών φυτών και διάφορων ειδών φυλλοβόλων οπωροφόρων δέντρων (αχλαδιές, χρυσομηλιές, ροδιές και πιστακιές).
Από κτηνοτροφικής απόψεως, το 1973 εκτρέφονταν 544 πρόβατα, 244 κατσίκες, 15 αγελάδες και 11.100 πουλερικά.
Η οδική σύνδεση της Πέτρας είναι αρκετά καλή. Στα βόρεια συνδέεται με το χωριό Ελιά (περί τα 3χμ.), στα δυτικά με το Καλό Χωριό Λεύκας (περί τα 3χμ.) και στα βορειοανατολικά με το χωριό Αγκολέμι (περί τα 5χμ.).
Σε μικρή απόσταση από το χωριό βρίσκονται τα μεταλλεία χαλκούχου σιδηροπυρίτη της Σκουριώτισσας, του Μαυροβουνιού και του Απλικιού. Τόσο τα μεταλλεία αυτά όσο και η μεταλλευτικές εγκαταστάσεις του Ξερού και το λιμάνι του Καραβοστασίου, απ’ όπου γινόταν η εξαγωγή του μεταλλεύματος, βοήθησαν πριν από την τουρκική εισβολή του 1974 στην εργοδότηση αρκετού πληθυσμού τόσο από την Πέτρα όσο και από τα γύρω χωριά.
Το χωριό γνώρισε συνεχή πληθυσμιακή αύξηση από το 1881 μέχρι το 1946. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή υπήρξε η αύξηση του πληθυσμού μεταξύ των ετών 1911 και 1931 (71% περίπου) και αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανόρυξη του χαλκοπυρίτη και του σιδηροπυρίτη από τα γειτονικά μεταλλεία. Το 1881 οι κάτοικοι της Πέτρας ήσαν 472 που αυξήθηκαν στους 477 το 1891, στους 537 το 1901, στους 574 το 1911 και στους 739 το 1921. Το 1931 οι κάτοικοι ανήλθαν στους 983 (896 Ελληνοκύπριοι και 87 Τουρκοκύπριοι), τους 1.120 το 1946 (1.010 Ελληνοκύπριοι, 102 Τουρκοκύπριοι και 8 άλλων εθνικοτήτων) αλλά μειώθηκαν στους 1.034 το 1960 (966 Ελληνοκύπριοι, 63 Τουρκοκύπριοι και 5 Μαρωνίτες). Μετά το 1964, εξαιτίας των διακοινοτικών ταραχών οι οποίες ακολούθησαν την τουρκοκυπριακή ανταρσία, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Πέτρας εγκατέλειψαν το χωριό τους και μετακινήθηκαν στο γειτονικό τουρκοκυπριακό θύλακα της Λεύκας, στο πλαίσιο οδηγιών της Άγκυρας για δημιουργία στην Κύπρο ισχυρών τουρκοκυπριακών θυλάκων. Το 1973 οι κάτοικοι του χωριού (όλοι Ελληνοκύπριοι) ανέρχονταν στους 910.
Η Πέτρα υφίστατο κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια με την ίδια ακριβώς ονομασία. Βρίσκεται εξάλλου σημειωμένη σε παλαιούς χάρτες ως Petra. Ο μεσαιωνικός χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς μνημονεύει επανειλημμένα το χωριό στο Χρονικόν του (15ος αιώνας), γράφοντας ότι επί ημερών του βασιλιά Πέτρου Β΄ (1369-1382) ήταν φέουδο που ανήκε στον αξιωματούχο του βασιλείου Θιβάλτ Μπελφαράζ (Thibald Belfarage), μαζί με την ολόγυρα περιοχή. Ο Μπελφαράζ ήταν τουρκοπουλιέρης που, με τις συνεχείς και υπερβολικές απαιτήσεις και αξιώσεις του τελικά έχασε τη ζωή του. Κατά τον Μαχαιρά ήτο πουρζέζης, και ’ποίκες τον καβαλλάρην [=ιππότη] και τουρκοπουλιέρην, και ’χαρίσες του τήν Τριμιθείαν και την Πέτραν με την περιοχήν της και άλλα πολλά σενιάσματα...
Ο ντε Μας Λατρί γράφει ότι η Πέτρα (Petres) ήταν το 1315 ιδιωτικό φέουδο που ανήκε στον Βαρθολομαίο ντε Μοντολίφ, περιήλθε αργότερα στην ιδιοκτησία του βασιλιά κι ύστερα παραχωρήθηκε στον Μπελφαράζ (για να επανέλθει, προφανώς, και πάλι στην ιδιοκτησία του βασιλιά μετά τον θάνατο του Μπελφαράζ). Λανθασμένα όμως ο ντε Μας Λατρί τοποθετεί την Πέτρα στην περιοχή της Χρυσοχούς, κάνοντας λάθος στον κόλπο, αφού το χωριό βρίσκεται στην περιοχή του επόμενου κόλπου, εκείνου της Μόρφου. Μια άλλη πληροφορία λέγει ότι ο βασιλιάς Πέτρος Β’, παίρνοντας το χωριό από τον Μπελφαράζ, το παραχώρησε λίγο αργότερα σε έναν Κύπριο που λεγόταν Υπάτιος, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στον πόλεμο κατά των Γενουατών το 1373-74.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η Πέτρα ήταν ένα από διάφορα χωριά (μαζί με τις Περιστερώνες Μόρφου κι Αμμοχώστου κι άλλα) των οποίων οι φόροι πήγαιναν στον δευτερδάρ εφέντη, αρχηγό των τεσσάρων αγάδων της Λευκωσίας.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας αναφέρεται επίσης ότι μια εικόνα του Χριστού (ή μερικές εικόνες κατ’ άλλη εκδοχή) που εκλάπη από έναν Τούρκο από την Ασίνου, αφιερώθηκε τελικά στην εκκλησία της Πέτρας.
Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος (Χρυσοσώτηρος). Ήταν παλαιά εκκλησία που όμως ξανακτίστηκε εξ ολοκλήρου κατά τις πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα. Ο R. Gunnis (1936) γράφει ότι στην εκκλησία αυτή είχε δει 6 συνολικά εικόνες που είχαν κλαπεί από την εκκλησία της Ασίνου, ενώ μνημονεύει κι εξαίρετη μεγάλη εικόνα της Παναγίας και του Βρέφους, χρονολογούμενη γύρω στα 1500. Ο G. Jeffery (1918) μνημονεύει και τα ξωκλήσια του Αγίου Βασιλείου, της Αγίας Μαρίνας και του Αγίου Ζαχαρία.
Όσο για το τζαμί του χωριού, αυτό είναι μικρό θολωτό μεσαιωνικό οικοδόμημα, προφανώς μεσαιωνική εκκλησία που κατεσχέθη και μετετράπη σε τέμενος, μάλιστα πιθανώς με τοιχογραφίες κάτω από τους σοβάδες. Ο G. Jeffery γράφει ότι το τζαμί αυτό ήταν η αρχική εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, της οποίας ο θόλος αντικαταστάθηκε από ξύλινη στέγη. Αντίθετα, άλλοι αναφέρουν ότι το τζαμί αρχικά ήταν η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Η ονομασία του χωριού προέρχεται, προφανώς, από τη λέξη πέτρα, ή καλύτερα τη λέξη πέτρες (στον πληθυντικό), αφού κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας το χωριό απαντάται ως Petres. Μερικοί συνδέουν την ονομασία Petres με το όνομα του βασιλιά της Κύπρου Πέτρου, απλώς επειδή το χωριό μνημονεύει ο Μαχαιράς επί των ημερών του μονάρχη αυτού. Όμως στην πραγματικότητα ο βασιλιάς αποκαλείτο, κι από τους Κυπρίους κι από ξένους, ρέ Πιέρ, κι όχι Πέτρος, άρα δεν μπορούσε να ονομαστεί το χωριό Πέτρα, εάν είχε πάρει απ’ αυτόν το όνομά του. Απλούστατα, το χωριό πήρε την ονομασία αυτή από κάποιες πέτρες που βρίσκονταν στην περιοχή του και που ίσως συνδέονταν με κάποια παράδοση ή κάποιο θρύλο (πρβλ. και ονομασίες Πέτρα του Διγενή, Πέτρα Ρωμιού κλπ.).
Σύμφωνα με τον Ιερώνυμο Περιστιάνη, ο Παπά Κυριακός Ευθυμίου δίδασκε το «κοινά γράμματα» στο χωριό πριν από το 1875. Τον χρόνο εκείνο ιδρύθηκε αλληλοδιδακτικό σχολείο κοντά στην εκκλησία και τον ποταμό με δάσκαλο τον Λεωνίδα Μαχλουζαρίδη από τον Καλοπαναγιώτη, ο οποίος συνέχισε να διδάσκει και μετά την αγγλική κατοχή. Αυτός φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα και φορούσε ράσο αλλά δεν τέλειωσε επειδή η Σχολή σταμάτησε τη λειτουργία της. Η κοινότητα πλήρωνε τον δάσκαλο 30 τουρκικές λίρες τον χρόνο κι οι γονείς ήσαν υποχρεωμένοι να σπείρουν με δικά τους έξοδα από μια σκάλα γης, να την θερίζουν και να του παραδίδουν το καθαρό γέννημα. Το πρώτο αυτό σχολείο παρασύρθηκε από τον ποταμό όταν πλημμύρισε και ξανακτίστηκε αλλού.
Η εκπαίδευση στο χωριό ενισχύθηκε σημαντικά κατά το πρώτο μισό του αιώνα μας από τον μεγάλο ευεργέτη Αναστάσιο Λεβέντη που καταγόταν από την Πέτρα. Ο Λεβέντης χρηματοδότησε κι άλλα έργα κοινής ωφελείας στο χωριό του.
Παλαιότερα οι Τούρκοι ονόμαζαν το χωριό Derely, ονομασία που μπορεί να μεταφραστεί ως παρά τον ποταμό. Μετά την τουρκική εισβολή του καλοκαιριού του 1974 και την κατάληψη του χωριού, είχε φαίνεται λησμονηθεί η παλαιά αυτή τουρκική ονομασία. Το 1975, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να εξαλείψουν κάθε ελληνικό τοπωνύμιο από τα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, οι Τούρκοι μετονόμασαν την Πέτρα σε Taskoy, που σημαίνει πετροχώρι.
*Χρησιμοποιήθηκαν εκτενή αποσπάσματα από τα λήμματα της Μεγάλης Κυπριακής Εγκυκλοπαίδειας 1981-1990, εκδόσεις Φιλόκυπρος, Λευκωσίας
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΕΠΙΤΡΟΠΟΙ:
ΙΩΑΝΝΗΣ ΞΥΝΑΡΗΣ,
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΡΑΟΛΙΔΗΣ,
ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΛΟΥΡΗΣ,
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
|