Αρχική Κατεχόμενη Μόρφου Πόλη της Μόρφου
en el fr
Η Μόρφου - Εσπεριδοκαλλιέργεια Εκτύπωση
Ευρετήριο Άρθρου
Η Μόρφου
Εσπεριδοκαλλιέργεια
Πληθυσμός
Διοίκηση
Εκπαίδευση
Πολιτισμική Ζωή
Ονομασία
Ο αρχαιολογικός χώρος
Το ιερό της Αφροδίτης
Βυζαντινά χρόνια
Φραγκοκρατία
Τουρκοκρατία και εξής
Εκπαίδευση
Κόλπος της Μόρφου
Όλες οι Σελίδες

Εσπεριδοκαλλιέργεια

Στη διοικητική έκταση της Μόρφου βρισκόταν, πριν από την τουρκική εισβολή, η μεγαλύτερη αρδευόμενη έκταση της Κύπρου. Στα εύφορα εδάφη της κωμόπολης καλλιεργούντο κυρίως τα εσπεριδοειδή που αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας της και ταυτόχρονα σημαντική πηγή ξένου συναλλάγματος. Η εσπεριδοκαλλιέργεια άρχισε να αναπτύσσεται στη Μόρφου τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας με τη ανεύρεση και εκμετάλλευση του πλουσιότατου υπόγειου υδροφόρου στρώματος. Ο πρώτος τρόπος εκμετάλλευσης του νερού ήταν με την εκσκαφή μεγάλων λάκκων (των γνωστών αλακατόλακκων) πάνω στους οποίους οι γεωργοί εγκαθιστούσαν σιδερένια αλακάτια για την άντληση του νερού. Το νερό διοχετευόταν σε δεξαμενή που όταν γέμιζε ανοιγόταν για να ποτιστεί μια μικρή έκταση γης. Οι πρώτοι κήποι ήσαν μικροί (σπανίως πέραν των 3-5 σκαλών) και βρίσκονταν σε απόσταση 3-4 χιλιομέτρων από την κωμόπολη και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, γιατί εκεί η στάθμη του νερού ήταν ψηλή και έτσι μπορούσε να αντληθεί στην επιφάνεια πιο εύκολα και οικονομικά. Οι κήποι αυτοί ήσαν πολύ διαφορετικοί από τις μεταγενέστερες μεγάλες φυτείες των εσπεριδοειδών. Ενώ τα κυριότερα δέντρα ήσαν οι μανταρινιές, οι γιαφίτικες πορτοκαλιές, οι ξινολεμονιές και γλυκολεμονιές, δεν έλειπε σχεδόν κανένα είδος δέντρου. Υπήρχαν μαραπελιές, συκιές όλων των ποικιλιών, ροδιές, καϊσιές, χρυσομηλιές, μεσπιλιές, αχλαδιές, μηλιές, ροδακινιές, συκαμινιές και άλλα. Η μεγάλη ποικιλία των καρποφόρων δέντρων δείχνει πόσο αυτάρκεις προσπαθούσαν να είναι οι οικογένειες των πρωτοπόρων εσπεριδοκαλλιεργητών, οι οποίοι όχι μόνο εξασφάλιζαν φρούτα κάθε εποχής για τις δικές τους ανάγκες αλλά και πωλούσαν το περίσσευμα στους χωριανούς τους και τους κατοίκους των περιχώρων, τα οποία ήσαν τότε κατάξηρα χωρίς καθόλου νερό για άρδευση. Μερικοί από τους κηπουρούς αυτούς καλλιεργούσαν, παράλληλα με τα δέντρα, και διάφορα είδη λαχανικών που τα μετέφεραν κάθε Παρασκευή στη δημοτική αγορά της Λεύκας για πώληση, ή στον Ξερό και τη Σκουριώτισσα για τους εργατοϋπαλλήλους της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας.

Οι πρωτοπόροι εσπεριδοκαλλιεργητές, που είχαν αρχίσει να εκμεταλλεύονται το υπόγειο νερό με αλακάτια και γνώριζαν την αξία του, συνεργάστηκαν με άλλους προοδευτικούς γεωργούς για να φέρουν στην επιφάνεια και τρεχάτα νερά, σε διάφορες περιοχές της Μόρφου με το σύστημα των «λαουμιών», δηλαδή σειρά λάκκων που συνδέονταν μεταξύ τους με υπόγεια σήραγγα. Οι Μορφίτες αυτοί πέτυχαν να εξασφαλίσουν πέντε τέτοια τρεχάτα νερά, κάθε ένα από τα οποία πότιζε μια περιοχή. Αυτά ήσαν τα νερά του «Σαντεγή», των «Γναφκιών», των «Δραγομάνων», της «Ποδίνας» και της «Λεκάνης», και οι μέτοχοι του καθενός από αυτά εδικαιούντο να ποτίζουν ορισμένες ώρες κάθε 8 ή 15 μέρες. Σ' αυτά πρέπει να προστεθεί και το τρεχάτο νερό του Δήμου Μόρφου που αρχικά χρησιμοποιήθηκε για αρδευτικούς σκοπούς, ενώ αργότερα διασωληνώθηκε σαν πόσιμο νερό για την κοινότητα. Τα νερά αυτά συνέβαλαν σε σημαντικό βαθμό στη γεωργική και οικονομική ανάπτυξη της κωμόπολης σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη αρχίσει να γίνεται εντατική αξιοποίηση των υπόγειων νερών με μηχανική άντληση. Έτσι βοήθησαν όχι μόνο στην επέκταση των πρώτων μικρών κήπων αλλά και στην καλλιέργεια μεγάλων εκτάσεων εποχιακών προϊόντων, όπως πατάτες, φασόλια, κουκκιά, κολοκάσι, βαμβάκι, σησάμι και πολλά άλλα είδη λαχανικών και οσπρίων. Μαζί με τα είδη αυτά συνεχίστηκε και η παραδοσιακή καλλιέργεια των δημητριακών.

Η τεχνολογική εξέλιξη που ακολούθησε, έκαμε δυνατή την ανεύρεση νερού με γεωτρύπανα σε μεγάλο βάθος και την άντληση μεγάλων ποσοτήτων νερού, αρχικά με πετρελαιοκίνητες και αργότερα με ηλεκτροκίνητες αντλίες μεγάλης δυναμικότητας, και έδωσε σημαντική ώθηση στην εσπεριδοκαλλιέργεια στη δεκαετία του 1940. Τα δημητριακά και οι άλλες παραδοσιακές καλλιέργειες σταδιακά άρχισαν να εγκαταλείπονται και οι παλαιοί κήποι των 3-5 σκαλών με τα αλακάτια και την ποικιλία των δέντρων τους, παραχώρησαν τη θέση τους σε νέους πολύ μεγαλύτερους σε έκταση κήπους που κάποτε έφθαναν τις μερικές εκατοντάδες σκάλες και οι οποίοι απετελούντο σχεδόν αποκλειστικά από εσπεριδοειδή.

Στις δεκαετίες του 1950 και 1960 η καλλιέργεια των εσπεριδοειδών έφθασε σε τέτοια επιτήδευση που οδήγησε τον μέγιστο βαθμό της απόδοσης. Η επιτήδευση ξεκινούσε από την καλλιέργεια και έφθανε ως την εμπορία και είχε άριστα αποτελέσματα. Η εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής εσπεριδοειδών στη Μόρφου και η μεγάλη ζήτηση που άρχισε να εκδηλώνεται από ευρωπαϊκές κυρίως χώρες, δημιουργούσαν την ανάγκη ιδρύσεως υποκαταστημάτων και γραφείων εκ μέρους διαφόρων εξαγωγέων της Αμμοχώστου οι οποίοι εμπορεύονταν τα εσπεριδοειδή. Εξάλλου οι εσπεριδοκαλλιεργητές δημιούργησαν τον Συνεργατικό Οργανισμό Διαθέσεως Εσπεριδοειδών Μόρφου (ΣΟΔΕΜ). Σύμφωνα με την καταγραφή των εσπεριδοειδών του 1966, στην κωμόπολη εκαλλιεργούντο 2.147 εκτάρια γης με εσπεριδοειδή, δηλαδή το 34% της έκτασης των εσπεριδοειδών της επαρχίας Λευκωσίας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνονταν 1.626 εκτάρια πορτοκαλιές (κυρίως των ποικιλιών βαλέντσια και γιαφίτικα), 317 εκτάρια κιτρομηλιές, 170 εκτάρια γκρέιπφρουτ, 19 εκτάρια ξινολεμονιές, 10 εκτάρια γλυκολεμονιές και 5 εκτάρια με άλλα εσπεριδοειδή.

Εκτός από τη γεωργία, οι κάτοικοι της Μόρφου ασχολούνταν, σε κάποιο βαθμό, και με τη κτηνοτροφία. Το 1973 εκτρέφονταν 1.146 πρόβατα, 252 κατσίκες, 163 αγελάδες, 73 βόδια και 16.223 πουλερικά.

Μια άλλη σημαντική οικονομική δραστηριότητα της κωμόπολης ήταν και η βιομηχανική. Το 1973 υπήρχαν στη Μόρφου 160 βιομηχανικές μονάδες με αρκετά είδη βιομηχανίας. Ο αριθμός των βιομηχανιών ήταν ο τέταρτος μεγαλύτερος της επαρχίας Λευκωσίας μετά την πρωτεύουσα, το Καϊμακλί και τον Άγιο Δομέτιο. Τα κυριότερα είδη βιομηχανίας ήσαν τα είδη διατροφής (ιδιαίτερα η συσκευασία φρούτων και λαχανικών), είδη ένδυσης, έπιπλα, προϊόντα μετάλλου, μεταφορικά μέσα (επισκευή και εξαρτήματα), μη μεταλλικά ορυκτά προϊόντα, ξυλουργεία, δερμάτινα είδη, πλαστικά, μηχανήματα και ηλεκτρικά είδη.

Η Μόρφου εξυπηρετείται από ένα πυκνό οδικό δίκτυο, αποτελεί δε συγκοινωνιακό κόμβο μεταξύ Λευκωσίας - Τηλλυρίας - Πάφου καθώς και μεταξύ της Λευκωσίας και της μεταλλευτικής περιοχής Ξερού - Μαυροβουνίου. Στα βορειοανατολικά συνδέεται με το Καλό Χωριό Μόρφου (περί τα 7χμ.), στα βορειοδυτικά με το χωριό Συριανοχώρι (περί τα 6χμ.), στα ανατολικά με το χωριό Κυρά (περί τα 6χμ.), στα νοτιοδυτικά με το χωριό Πραστειόν Μόρφου (περί τα 5,5χμ.) και στα νοτιοανατολικά με τα χωριά Αργάκι (περί τα 4,5χμ.), Κατωκοπιά (περί τα 6χμ.) και Κάτω Ζώδια (περί τα 4χμ.) και μέσω τους με την πόλη της Λευκωσίας.