Το περιεχόμενο της παραβολής του Τελώνου και του Φαρισαίου αποτελεί προγύμνασμα και προετοιμασία, γι’ αυτούς που θέλουν να πλησιάσουν την ιερά ταπείνωση, που περιέχεται σε όλες τις αρετές, που πάνω σε αυτές στηρίζεται η Βασιλεία των ουρανών και, να απέχουν από την θεομίσητο αλαζονεία, η οποία αποτρέπει τον άνθρωπο από κάθε φιλόχριστο αρετή.
Ποίος λοιπόν δεν θα ποθήσει να μιμηθεί την επιστροφή και τη μετάνοια του Τελώνη και δεν θα αποστραφεί την έπαρση του Φαρισαίου, αφού η μεν ταπείνωση συνδέεται με τον Χριστό, η δε αλαζονεία με τον υπερήφανο δαίμονα;
Η αλαζονεία είναι χωρίς αμφιβολία αυτή που έκανε τον πρώτο από τους αγγέλους, που ονομαζόταν και εωσφόρος, διάβολο. Αυτή εξεδίωξε τον γενάρχη Αδάμ από τον Παράδεισο. «Καθείλε δυνάστας από θρόνων και ύψωσε ταπεινούς». «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν». Αυτή καταδικάζει τον Φαραώ: «Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού, ουκ έστι Θεός». Αυτή κατέβαλε τον Ναβουχοδονόσορα, διότι «Κυρίω Θεώ σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», και «ου ποιήσεις ουδέν ομοίωμα». Αν και του ενός η αρρώστια θεραπεύθηκε, ενώ του άλλου το πάθος κατάντησε έξις. Αληθώς, πυρετός είναι η υπερηφάνεια που αδρανοποιεί την ευαισθησία του αρρώστου, ψυχασθένεια φοβερά που ερεθίζει τον άνθρωπο προς πτώση, υδρωπικία είναι, γεμάτη από υγρό και αέρα. «Τίς γαρ αναβήσεται εις το όρος Κυρίου; Αθώος χερσί και καθαρός τη καρδία, ος ουκ έλαβε επί ματαίω την ψυχήν αυτού». Αύτη ήταν η ματαιότητα και η αγερωχία του Τύρου, που αφαιρώντας του και την τελευταία ικμάδα χάριτος, τον άφησε σαν ξηραμένη γη. Οπωσδήποτε το γνωρίζετε αυτό και με τον λόγο και με την πείρα. Ο αλαζών δεν αισθάνεται την ανάγκη της τελειοποιητικής χάριτος του Θεού, και γι’ αυτό είναι άνυδρος και ξηρός, αφού του λείπει η ζωτική θερμότης και η ζωογόνος υγρασία. Σ’ αυτόν, όπως στο απογυμνωμένο δένδρο, φτιάχνει τη φωλιά του ο νυκτοκόρακας διάβολος.
Και με ένα λόγο, η ταπείνωση είναι τροφός των αρετών, αρχή και τέλος και κεφαλή του κάλλους της χριστιανικής ευσεβείας. Αφανισμός των παθών, διατήρησης της υγρασίας στην ρίζα της πίστεως. Η ταπείνωση συνυπάρχει με τον φόβο του Θεού, ο οποίος διώκει την ανομία, όπως είπαν και ο Ιερεμίας και ο Σολομών. Είναι αλήθεια ότι «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Αυτή κάνει τον Τελώνη κήρυκα του Πνεύματος, η δε αλαζονεία κατασκευάζει τον Φαρισαίο, τύμπανο κενό που ματαίως αλαλάζει. Αλήθινά σαν τα ρόδια των Σοδόμων είναι ο υποκριτής, πεπόνι όμορφο απ’ έξω, αλλά εσωτερικά σάπιος και άχαρος.
Ανέβηκε στον ναό ο Τελώνης, και μάλιστα ανέβηκε και σωματικά και ψυχικά. Ανέβηκε στον ναό ο Φαρισαίος σωματικά, όχι όμως και ψυχικά. Διότι ο μεν ένας ανέβηκε κατεβαίνοντας ψυχικά με την ταπείνωση, ενώ ο άλλος κατέβηκε ψυχικά ανεβαίνοντας με την υπερηφάνεια. Ο ένας ανέβηκε με «αναβάσεις εν τη καρδία αυτού», κατά τον Δαυίδ, επήρε δηλαδή τον δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισο, ενώ ο άλλος κατέβηκε κατεβαίνοντας στον εωσφόρο, τον αρχηγό της υπερηφάνειας. Ο ένας ανέβηκε με την ανάβαση και την επίδοση στις αρετές, ενώ ο άλλος κατέβηκε από τις αρετές, και από αυτές πέρασε στις κακίες.
Πολλοί έρχονται μέσα στον ναό, αλλά λίγοι μετέχουν της ιερότητάς του, διότι δεν είναι άξιοι του οίκου του Θεού. Επειδή ο υπερήφανος «ου μένει εν τη αγάπη, ο δε μη μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ ου μένει», κατά τον Ιωάννη. Ενώ αυτός που παραμένει στην αγάπη, μένει στον Θεό, και ο Θεός σ’ αυτόν, και είναι ναός Θεού, σύμφωνα με τον Παύλο. Αυτοί οι άνθρωποι κυρίως εισέρχονται στον ιερό ναό του Θεού, στους οποίους και ο Θεός ενεργεί με ιδιαίτερο τρόπο. Φωτίζει δε ο Θεός μόνο τους νηπίους και μικρούς, κατά τον μουσουργό Δαυίδ. Διότι «όπου ταπείνωσις, εκεί και σοφία» κατά τον Σολομώντα. Σοφία πίστεως και σοφία πράξεως.
Αυτή η σοφία έλειπε από τον Φαρισαίο, γι’ αυτό και σαν υποκριτής που είναι, ευχαριστεί μόνον για τα εξωτερικά τον Θεό, εσωτερικά δε γίνεται αχάριστος προς τον Θεό. Διότι δεν τηρεί την εντολή «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Ήταν καλός ο λόγος «ευχαριστώ σοι», επειδή ο Φαρισαίος δεν απέδιδε την αρετή στον εαυτόν του, όπως ο Ναβουχοδονόσορ και ο Σεμεΐας και ο Πέτρος. Σ’ αυτήν την υπερηφάνεια είχε πέσει ο εωσφόρος και ο Αδάμ. Νόμιζε όμως πως έχει αυτό που δεν είχε. Και αν το είχε, το έχασε με την υπερηφάνεια. Επειδή κι εκείνος που έχει, οφείλει να ομολογεί ότι δεν έχει, και να λέγει: «Αχρείος δούλος ειμί», επειδή «ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων».
Πράγματι αποβάλλει την αρετή αυτός που δεν ταπεινώνεται και αυτός που δεν αγαπά, καταφρονεί. Αληθηνά, είναι αρχή κάθε είδους αμαρτίας η υπερηφάνεια. Αυτήν ακολουθεί ο φθόνος, τον φθόνο ο φόνος. Εξ αιτίας αυτής ο Αβεσσαλώμ βλέπει σαν εχθρό τον πατέρα του, και σπεύδει να τον φονεύσει. Είναι όντως χειρότερος ο κρυφός κακός από τον φανερό, και δεν διαφέρει από τον διάβολο, ο οποίος εξαπάτησε τον πρωτόπλαστο με τον όφι.
Γι’ αυτό ο φανερά κακότροπος δικαιώνεται, και ο αφανής καταδικάζεται. Επειδή ο ένας έχει μόνον τους κακούς τρόπους, ενώ στον άλλον ακολουθούν το ψεύδος και η απάτη, και γι’ αυτό η άκρα αλήθεια τον αποδιώκει. Επειδή η αγάπη είναι που χαρακτηρίζει τους εκλεκτούς, σύμφωνα με την δευτέρα επιστολή του Πέτρου, το πρώτο κεφάλαιο της προς Εφεσίους του Παύλου και το τρίτο προς Κολασσαείς, η δε έχθρα αποδοκιμάζει.
Ο Τελώνης ανεγνώρισε την αμαρτία του, και εδικαιώθη, φεύγοντας μακριά της. Γι’ αυτό και ζει, σύμφωνα με τον Ιεζεκιήλ. Αυτή την ζωή ηύρε και ο Δαυίδ, όπως του απεκάλυψε ο Νάθαν. Ο Φαρισαίος δεν ανεγνώρισε την αμαρτία του και έφυγε μακριά από την ζωή. Και πρόσεξε πάλι καλά τι λέγει το Ευαγγέλιο: «Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι, ο εις Φαρισαίος και ο έτερος Τελώνης». Για παραδειγματισμό των ανθρώπων οι οποίοι δικαιώνουν τους εαυτούς των και εξουθενώνουν αυτούς που αμαρτάνουν. Παρουσιάζει ο Κύριος τον Φαρισαίο ως παράδειγμα των υπερήφανων, τον δε Τελώνη ως παράδειγμα αυτών που αμαρτάνουν αλλά προσεύχονται και εξομολογούνται με συντετριμμένη καρδία, ώστε να μας διδάξει όλους να μισούμε την υπερηφάνεια, την δε ταπείνωση να την αγαπούμε.
Δείχνει καθαρά από αυτήν την παραβολή ο Χριστός, ότι η μεν δικαιοσύνη και η αρετή είναι μεγάλες και φέρουν τον άνθρωπο κοντά στον Θεό, όταν όμως συνδυασθούν με την υπερηφάνεια, ρίπτουν τον άνθρωπο στον κατώτερο βυθό. Αυτό έπαθε και ο Φαρισαίος και από αυτήν την αιτία κατεκρίθη και κατέληξε στην απώλεια. Διότι η αδικία και η αμαρτία είναι βδελυκτή και μισητή και βαρύτερη από κάθε κακία, και απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό. Ενώ η ταπείνωση με την μετάνοια και την εξομολόγηση, τον δικαιώνει και τον αξιώνει της σωτηρίας, τον φέρει δε και τον τοποθετεί κοντά στον Θεό. Αυτό ηύρε ο Τελώνης και από αυτήν την αιτία δικαιώθηκε και αξιώθηκε της σωτηρίας.
«Ὁ Φαρισαῖος σταθείς (αφού στάθηκε, για λίγο) πρός ἑαυτόν, εἷπε· Ὁ Θεός εὐχαριστῶ σοι, ὅτι οὐκ εἰμί ὥσπερ οἱ λοιποί τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι». Αλίμονο, τι υπερηφάνεια! Ο Κύριος και ο Ησαΐας την κατακρίνουν, επειδή αυτή κατέβασε τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο, και προξένησε στον Φαραώ το θράσος και ακολούθως όλα τα κακά τότε στην Αίγυπτο. Αλίμονο στο αναιδέστατο στόμα. Δεν είμαι, λέγει, όπως οι άλλοι άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός εδώ ο Τελώνης. Ως αρχή της υπερηφανείας εμφανίζεται η ύβρις.
Διότι όποιος περιφρονεί τους άλλους και τους θεωρεί σαν ένα τίποτε, και τους αποστρέφεται, άλλους ως πτωχούς, άλλους ως ταπεινής καταγωγής, άλλους ως αμαθείς και απλοϊκούς, άλλους δε ως αδίκους και αμαρτωλούς, από αυτήν την ύβρη παρασύρεται, και μόνον τον εαυτόν του θεωρεί σοφό, συνετό, ευγενή, πλούσιο, δυνατό, δίκαιο και ανώτερο από όλους τους ανθρώπους. Πράγματι, η ύβρις είναι αρχή της υπερηφανείας, και η υπερηφάνεια κακό γεννημένο από την ύβρη. Γι’ αυτό και η περιβόητος ημέρα του Κυρίου θα εκδικηθεί κάθε υβριστή και υπερήφανο, επειδή οι αμαρτίες αυτές ως συγγενείς τιμωρούνται με τον ίδιον τρόπο.
Ο Φαρισαίος έδειξε και με το σχήμα και με την στάση του την υψηλοφροσύνη και την αλαζονεία που είχε. Και τα λόγια του στην αρχή μεν ήσαν λόγια ευγνωμοσύνης, διότι έλεγε «ο Θεός ευχαριστώ σοι». Μετά απ’ αυτά όμως, όσα είπε ήσαν γεμάτα από αλαζονεία και υπερηφάνεια. Επειδή δεν είπε: Συ με δημιούργησες, Κύριέ μου, και με την βοήθεια την δική σου ελευθερώνομαι από κάθε αδικία και αρπαγή και από τα άλλα κακά· διότι λέγει: «Τί ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες;».
Αλλά όλα τα κατορθώματα θεωρούσε ότι τα είχε κατορθώσει με την δική του δύναμη. Κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι χωρίς την βοήθεια του Θεού, δεν μπορεί, ούτε έχει τη δύναμη να κατορθώσει κάτι καλό. «Χωρίς ἐμοῦ» λέγει ο Χριστός «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Και ο Απόστολος «οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ» και «οὐκ ἐγώ δέ. ἀλλ' ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σύν ἐμοί» και «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ἡμῖν καί τό θέλειν καί τό ἐνεργεῖν". Και ο Προφήτης, «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἷκον εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες».
Γι’ αυτό ο μεν Τελώνης ήταν κήπος που έπλεε στα πνευματικά ύδατα, ο δε Φαρισαίος βαλανιδιά χωρίς φύλλα, σύμφωνα με τον Ησαΐα και τον Σολομώντα. Διότι αν και έχουμε τιμηθεί με το αυτεξούσιο της προαιρέσεως, αλλ’ όμως χωρίς την συμμαχία από ψηλά, κανένα ανδραγάθημα δεν θα κατορθώσουμε να επιτελέσουμε. «Οἷδα γάρ» λέγει «ὅτι οὐ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὁδός αὐτοῦ, οὐδέ πορεύεται ἀνήρ κατορθῶσαι πορείαν αὐτοῦ».
Μη λοιπόν θεωρούμε δικές μας τις νίκες στους αγώνες. Δική μας είναι μόνον η προαίρεσης για το καλύτερον, και η προσπάθεια, του Θεού δε η πραγματοποίησης της αγαθής επιθυμίας και διαθέσεως εκείνου ο οποίος δεν έχει εκ φύσεως την δυνατότητα, αλλά λαμβάνει από την χάρη την ικανότητα να λέγη «ἠμπορῶ…». Ο αντίθετος ισχυρισμός είναι περιαυτολογία και καύχησης. «Τί γάρ ἔχεις ὅ οὐκ ἔλαβες; εἰ δἐ καί ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μή λαβών;».
«Νηστεύω δίς τοῦ Σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι» (όσα αποκτά, όχι όσα έχει). Επειδή κατηγόρησε τους άλλους ανθρώπους και τον Τελώνη ο Φαρισαίος ότι είναι μοιχοί και άρπαγες, αυτός προβάλει αλαζονικά απέναντι από τη μοιχεία την νηστεία· επειδή η πορνεία προέρχεται από την απόλαυση. Διότι ο χορτασμός είναι πατέρας της ύβρεως, και η πορνεία γεννιέται από το γεμάτο στομάχι. Ο Φαρισαίος όμως καταξηραίνοντας το σώμα με την νηστεία, καυχιόταν ότι απέχει πολύ από αυτά τα πάθη. Επειδή οι Φαρισαίοι νηστεύουν δύο ημέρες της εβδομάδος, Δευτέρα και Πέμπτη. Απέναντι δε στο «άρπαγες και άδικοι», ο Φαρισαίος έβαλε το «αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι». Καυχήθηκε ότι τόσο εναντιώνεται στην αρπαγή και στην αδικία, ώστε να δίδει και τα δικά του σε άλλους. Διότι οι Εβραίοι έδιναν το ένα δέκατο από όσα είχαν, και αργότερα τα τρία δέκατα, το ένα τρίτο δηλαδή της περιουσίας τους.
Αλλά και τις απαρχές και τα πρωτοτόκια και άλλα πολλά έδιναν για τα αμαρτήματα, περί καθαρισμού, στις εορτές, όταν γίνονταν περικοπές στα χρέη τους, και όταν ελευθέρωναν τους δούλους και επίσης όταν έπαιρναν δάνεια χωρίς τόκο. Όλα αυτά εάν συμψηφισθούν και υπολογισθούν, δείχνουν ότι την μισή περιουσία τους την έδιναν στους άλλους ανθρώπους, χωρίς να υψηλοφρονούν και να αλαζονεύονται ότι κάνουν κάτι μεγάλο. Και μάλιστα ας αναλογισθούμε ότι το Ευαγγέλιο λέγει: «Ἐάν μή περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν Γραμματέων καί Φαρισαίων, οὐκ εἰσελεύσεσθε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».
«Ὁ δέ Τελώνης μακρόθεν ἑστώς (είχε σταθεί πολλή ώρα), οὐκ ἤθελε οὐδέ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν ἐπᾶραι, ἀλλ’ ἔτυπτεν εἰς τό στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ. Λέγω ὑμῖν ὅτι κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τόν οἷκον αὐτοῦ· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτόν ταπεινωθήσεται, ὁ δέ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Επειδή ο Τελώνης δεν είχε έργα αγαθά, ούτε να τα απαριθμήσει μπορούσε στην προσευχή του όπως ο Φαρισαίος· αλλά κτυπούσε το στήθος και μαστίγωνε την καρδία του, και με πολλή συντριβή και κατάνυξη έλεγε: «Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῶ ἀμαρτωλῷ». Γι’ αυτό και εξιλεώνεται από τον ελεήμονα και διαλλακτικό Κύριο.
Διότι όλα τα αμαρτήματα τα αφανίζει η ταπεινοφροσύνη, η δε υπερηφάνεια αφανίζει όλες τις αρετές, επειδή είναι μεγαλύτερα και βαρύτερα από κάθε αμαρτία και κακία. Είναι καλύτερα, όταν αμαρτάνουμε, να επιστρέφουμε και να ταπεινωνόμαστε, παρά να κατορθώνουμε κάτι και μετά να υψηλοφρονούμε. Ο Τελώνης απαλλάγηκε από τα αμαρτήματα, επειδή δέχθηκε την κατηγορία του Φαρισαίου με πραότητα και υπομονή, ενώ ο Φαρισαίος από την δόξα έπεσε στο βάραθρο της ατιμίας, επειδή δικαίωσε τον εαυτόν του και κατηγόρησε τον Τελώνη και τους άλλους ανθρώπους. Ο Τελώνης από την αξιοκατάκριτη ζωή και την αμαρτία επανήλθε στην μακάρια ζωή και κατάσταση, ενώ ο Φαρισαίος ταπεινώθηκε εξ αιτίας του μεγέθους της υψηλοφροσύνης του.
Δύο πράγματα απαιτούνται από όλους τους ανθρώπους, να κατακρίνουμε τα δικά μας αμαρτήματα και να συγχωρούμε τα αμαρτήματα των άλλων. Διότι εκείνος που βλέπει τα δικά του αμαρτήματα, συγχωρεί πιο εύκολα τους άλλους, ενώ εκείνος που κατακρίνει τους άλλους, τον ίδιον του εαυτόν κατακρίνει και καταδικάζει, έστω και αν έχει πολλές αρετές. Πραγματικά είναι μεγάλο πράγμα το να μη κατακρίνουμε τους άλλους, αλλά τους εαυτούς μας, αδελφοί.
Εμείς όμως, αφήνοντας τις δικές μας αμαρτίες, τους άλλους ιδίως κατακρίνουμε, τους άλλους εξετάζουμε, μη γνωρίζοντας ότι ακόμη και αν είμαστε δικαιότεροι από άλλους, εάν κατακρίνουμε τους άλλους, γινόμαστε ένοχοι και είμαστε άξιοι της ιδίας τιμωρίας και των ιδίων βασάνων, των οποίων είναι άξιος και αυτός τον οποίον κρίνουμε. «ᾮ γάρ κρίματι κρίνετε» λέγει, «τούτῳ καί κριθήσεσθε». Διότι αυτός που πορνεύει, παραβαίνει εντολή, όπως και εκείνος που τον κρίνει. Ώστε και οι δύο παραβαίνουν θεία εντολή, και αυτός που πορνεύει και εκείνος που κρίνει.
Αλλά ας μεταφέρουμε μάλλον την εξέταση των άλλων και την λεπτομερή ενασχόληση στους εαυτούς μας, αγαπητοί. Και εάν δούμε κάποιους να αμαρτάνουν, εμείς ας έχουμε τις δικές μας αμαρτίες ενώπιον των οφθαλμών μας, και ας θωρούμε τα δικά μας χειρότερα από των άλλων. Διότι εκείνος που αμάρτησε, ίσως και την ώρα της αμαρτίας να μετανόησε, ενώ εμείς μένουμε πάντοτε αδιόρθωτοι κατακρίνοντας και εξετάζοντας άλλους. Εκείνος ο Λωτ, αν και κατοικούσε στα Σόδομα, κανέναν δεν κατέκρινε, κανέναν δεν κατηγόρησε.
Γι’ αυτό δικαιώθηκε, και διασώθηκε από την φωτιά και την πανωλεθρία, στα οποία καταδικάστηκαν οι Σοδομίτες. Ας ταπεινωθούμε λοιπόν και εμείς κατακρίνοντας τους εαυτούς μας, τους εαυτούς μας να ονειδίζουμε για να υψωθούμε, να γίνουμε ακατάκριτοι. Ας αγαπήσουμε την ταπεινοφροσύνη. Με αυτήν δικαιώθηκε ο Τελώνης και απέβαλε το φορτίο των αμαρτημάτων του. Ας μισήσουμε την υψηλοφροσύνη, επειδή ο Φαρισαίος από αυτήν κατακρίθηκε και έχασε τις αρετές που είχε. Ο Φαρισαίος, επειδή διέπραξε τα καλά με όχι καλόν τρόπο, κατακρίθηκε. Ο Τελώνης απορρίπτοντας με καλόν τρόπο τα μη καλά έργα, δικαιώθηκε.
Διότι ο Θεός είδε με συμπάθεια τον στεναγμό του Τελώνου, και την συντριβή του και τα κτυπήματα του στήθους του, και αφού δέχθηκε το «ιλάσθητι» τον δικαίωσε μαζί με τον Άβελ. Τις δε θυσίες και τις αρετές και τα κατορθώματα του καυχησιολόγου και υπερήφανου Φαρισαίου τις σιχάθηκε και τις αποστράφηκε, και τον καταδίκασε, όπως τον αδελφοκτόνο Κάιν, για την ιδίαν αιτία. Να μάθουμε, αδελφοί, και να διδαχθούμε να κάνουμε μεγάλα κατορθώματα.
Να μην υψηλοφρονούμε όμως γι’ αυτά· και αν γίνουμε καλοί, δίκαιοι και επιεικείς και πονόψυχοι και ελεήμονες, εμείς να ταπεινωνόμαστε και να μην έχουμε υπεροψία και αλαζονεία, μήπως χάσουμε τους κόπους και τους πόνους μας. Διότι λέγει ο Κύριος «ὅταν ταῦτα πάντα ποιήσητε, λέγετε ὅτι ἀχρείοι δοῦλοι εσμέν, ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι, πεποιήκαμεν».
Είναι αναγκαίο και απαραίτητο χρέος να προσφέρουμε στον Θεό των όλων την δουλική ταπείνωση, την υπομονή, την υποταγή, την υπακοή, την ευγνωμοσύνη, την ευχαριστία, και να μεγαλύνουμε και να προσκυνούμε το πανάγιο θέλημά του, και να μην αισθανόμαστε σαν δαγκώματα τους ελέγχους και τις ύβρεις των άλλων, ούτε να καταβαλλόμαστε στους πειρασμούς, ούτε να δυσανασχετούμε, όταν μας κατηγορούν, διότι και από αυτά καρπωνόμαστε πολλή ωφέλεια. Ας μάθουμε και ας γνωρίσουμε, αδελφοί μου, την δύναμη και την ενίσχυση και την βοήθεια της ταπεινώσεως. Ας μάθουμε την καταδίκη και την ζημία και την απώλεια που προξενεί η υψηλοφροσύνη: η σκιά του Βεεμώθ, κατά τον Ιώβ, στους υγρούς τόπους και στις καλαμιές και η εκτροπή από την οδό της αληθείας και του φωτός της δικαιοσύνης.
Και επειδή είναι μεγάλο αγαθό η μετάνοια και η εξομολόγησης και η συντριβή και τα δάκρυα και οι από το βάθος της καρδίας μας στεναγμοί και η κατάνυξης, γι’ αυτό παρακαλώ να εξομολογήστε στον Θεό συνεχώς και να του φανερώνετε τα αμαρτήματά σας. Διότι εάν του παρουσιάζουμε γυμνή την συνείδησή μας, και του δείχνουμε τα τραύματα των ψυχών μας, και δεν κρίνουμε τους άλλους, ούτε αποθηριωνόμαστε με τις ύβρεις των συνανθρώπων μας ούτε λυπούμασε για τις κατηγορίες και τις αδικίες τους, θα μας λυπηθεί ο φιλάνθρωπος Κύριος και θα μας κεράσει τα φάρμακα της συμπαθείας και της ευσπλαχνίας του. Θα τα βάλει στα τραύματα μας και θα μας θεραπεύσει. Ας δείξουμε τα αμαρτήματά μας στον Κύριο, ο οποίος δεν ντροπιάζει, αλλά θεραπεύει. Διότι και αν εμείς σιωπήσουμε, εκείνος τα γνωρίζει όλα.
Ας πούμε λοιπόν τα αμαρτήματά μας, αδελφοί, και ας εξομολογηθούμε καθαρά στον Κύριο, για να κερδίσουμε την συμπάθειά του. Ας αφήσουμε τις αμαρτίες μας εδώ για να πάμε εκεί καθαροί και έτοιμοι, και να εισαχθούμε από τον δίκαιο Κριτή στην Βασιλεία του την ατελεύτητο και αιωνία, και να κληρονομήσουμε τις μελλοντικές εκείνες και αγέραστες διαμονές και την απέραντη χαρά και απόλαυση, τα οποία είθε να επιτύχουμε εν αυτώ Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
----------------------------------------
(6ος -7ος αιών. Migne P.G., τ. 97, στ. 1255. Από το βιβλίο "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 449 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr) |