Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου
Ὁ Γέροντας, βαθύς γνώστης τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί φιλόπατρις, ἐθλίβετο γιά τήν ἠθική καί πνευματική ἀλλοτρίωσι τοῦ λαοῦ μας. Ἀγωνιοῦσε καί προσευχόταν καθημερινῶς ὑπέρ τοῦ ἔθνους ἡμῶν, χωρίς νά παραλείπῃ καί πρακτικούς τρόπους ἐκδηλώσεως τῆς ἀγάπης του γιά τήν πατρίδα, ὅταν οἱ περιστάσεις τό ἀπαιτοῦσαν.
Ἡ φιλοπατρία του ὅμως δέν τόν ἐμπόδιζε νά διακρίνη τόν «ζῆλον οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς θεωρίας τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς συνθέσεως.
Ἀσπαζόταν ὁλοψύχως τήν γνήσια και ζωντανή ἑλληνορθόδοξη παράδοσι τοῦ λαοῦ μας, ἀλλά στηλίτευε τήν προσπάθεια νά παρουσιασθοῦν τό ἑλληνικό καί χριστιανικό πνεῦμα ὡς δύο ἰσοδύναμοι καί ἀλληλοσυμπληρούμενοι παράγοντες, ἀπό τούς ὁποίους δῆθεν προῆλθε ὁ τέλειος Ἑλληνοχριστιανικός πολιτισμός.
Οἱ λόγοι τοῦ Γέροντος, πού ἀκολουθοῦν, σκοπεύουν ἀκριβῶς στό νά καταρρίψουν τήν ψευδαίσθησι, ὅτι οἱ Ἕλληνες εἴμαστε ἐξ ὁρισμοῦ, λόγῳ τῆς ἑλληνικής καταγωγῆς μας κ.λπ., ἀνώτεροι ἀπό τούς ἄλλους ὀρθόδοξους λαούς.
(Πρβλ. Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Ἄρθρα-Μελέται-Ἐπιστολαί, Ἐν Ἀθήναις, 1986, «Περί τάς ἑλληνοχριστιανικάς συνθέσεις»).
Χριστιανικό ἔθνος
-Γέροντα, ποιό ἔθνος ἐννοεῖ ὁ Κύριος, ὅταν λέη, «Ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν (ἀπό τούς Ἰσραηλῖτες) ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τούς καρπούς αὐτῆς»¹;
-Εἶναι τό σύνολον τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Διότι, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἐν παντί ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτόν… δεκτός αὐτῷ ἐστι»2. Ἑπομένως τό νέο ἔθνος, στό ὁποῖο ἀναφέρεται ὁ Κύριος, εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανικός κόσμος, ἀσχέτως φυλῆς, γλώσσης, χρώματος κ.λπ.. Αὐτός εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος, ὁ νέος Ἰσραήλ. Τό σύνολον τῶν ἀνθρώπων, πού θά πιστεύσουν στόν Χριστό, θά Τόν ἀποδεχθοῦν ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ καί θά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. Δέν ἐννοεῖ ὁ Κύριος ἀποκλειστικῶς τό Ἑλληνικό ἔθνος. Ἄς μή λησμονοῦμε, ὅτι οἱ πρῶτοι – πρῶτοι Χριστιανοί δέν ἦσαν Ἕλληνες. Ἑβραῖοι ἦσαν. Καί οἱ Ἀπόστολοι ἦσαν Ἑβραῖοι. Καί μέ Ἑβραίους διαδόθηκε ὁ Χριστιανισμός. Μήπως ὅλοι οἱ Πατέρες ἦσαν Ἕλληνες; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ἦταν Σύρος, ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ Καθηγητής τοῦ Μοναχισμοῦ, ἦταν Αἰγύπτιος, καί τόσοι ἄλλοι. Γιατί δέν τά βλέπουμε αὐτά;
Καί ἐγώ Ἕλληνας εἶμαι καί ἀγαπῶ τήν πατρίδα μου. Προσοχή ὅμως. Ἄς μήν ὁδηγοῦμε τά πράγματα σ’ ἕναν ἄλλου εἴδους ρατσισμό μέσα στήν Ἐκκλησία, λέγοντας, «Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμεθα καλλίτεροι ἀπό σᾶς πού εἶσθε Σλάβοι, πού εἶσθε Γάλλοι, πού εἶσθε Κινέζοι». Ἐνώπιον τοῦ Κυρίου εἴμεθα ὅλοι ἴσοι. Ἀντί καυχήσεως, ἄς κοιτᾶμε νά γινώμεθα ἄξιοι αὐτῆς τῆς μεγάλης ὑποχρεώσεως, τήν ὁποία ἔχουμε πρός τήν κληρονομία τῶν Πατέρων μας. Ἄς μήν ὁμοιάσουμε στούς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι δέν ἔκαναν ὅ,τι ἔκανε ὁ Ἀβραάμ, ἀλλά ἐκαυχῶντο, ὅτι ἦταν τέκνα τοῦ Ἀβραάμ. Ἄς μή βλέπουμε μόνο ὅσα συμφέρουν σ’ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες.
Ἄλλοι πληρώνουν μέ αἷμα τόν Χριστιανισμό
Στίς χῶρες τοῦ παραπετάσματος, ὁ Χριστιανισμός3 κοστίζει, και μάλιστα πολύ. Κοστίζει θέσεις, ἀξιώματα, ἐπαγγελματική σταδιοδρομία καί πολλά ἄλλα. Σημαίνει φυλακή, ἐξορία, ἀκόμη καί θάνατο. Θά ἦταν, λοιπόν, πολύ ἐγωιστικό ἐκ μέρους μας, ζώντας μάλιστα ἕνα Χριστιανισμό μέ ὅλα τά «κομφόρ», νά ποῦμε ὅτι εἴμεθα ἀνώτεροι ἀπό τούς ἄλλους. Εἶναι σάν νά τούς λέμε: «Ἐσεῖς, ἔστω κι ἄν ὑφίστασθε καθημερινῶς τά πάνδεινα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν πίστη σας στόν Χριστό, εἶσθε κατώτεροι ἀπό ἐμᾶς, πού δέν μᾶς κοστίζει τίποτε ὁ Χριστιανισμός». Καί ὅμως ἐκεῖνοι πληρώνουν μέ αἷμα τόν Χριστιανισμό.
Κάποτε θά δώση ὁ Θεός καί στίς χῶρες τοῦ παραπετάσματος θά παύσουν οἱ διωγμοί καί θ’ ἀνοίξουν οἱ πύλες. Τότε θά δοῦμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πλουτίσθηκε μέ ἄλλο ἕνα νέφος συγχρόνων μαρτύρων στίς χῶρες ἐκεῖνες. Ἄν εἴχαμε ἕνδεκα ἑκατομμύρια μαρτύρων στούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, δέν ξέρω πόσα ἑκατομμύρια μαρτύρων θά καταγράψουν οἱ ἱστορικοί τοῦ μέλλοντος, οἱ ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί, στίς χῶρες, ὅπου ἄρχουν τέρατα ἄθεα καί ἁπλώνονται στυγνές ἀθεϊστικές δικτατορίες.
Ἄς μήν κολακευώμεθα μέ παχιά λόγια. Τό ὅτι ὁ Ἑλληνισμός προσέφερε τό κατ’ αὐτόν εἰς τήν διάδοσι τοῦ Εὐαγγελίου, αὐτό εἶναι μιά πραγματικότητα. Καί τό ὅτι οἱ Ἕλληνες Πατέρες μέ τήν Ἑλληνική γλῶσσα διετύπωσαν τά δόγματα, κανείς δέν τό ἀρνεῖται. Ἀλλ’ αὐτό, ὅπως εἶπα, μᾶς γεννᾶ ὑποχρεώσεις, δέν μᾶς δίνει ἀφορμές καυχήσεως καί ἐγωισμοῦ. Γεννᾶ αὐξημένες, μάλιστα, εὐθῦνες. Ἄν ὁ Σλάβος καί ὁ Ἄραβας πρέπη νά γνωρίζουν τό Εὐαγγέλιο πού μεταφράσθηκε στή δική τους γλῶσσα, πολύ περισσότερο ὑποχρεούμεθα ἐμεῖς, πού ἐγράφη στή γλῶσσα μας.
Λοιπόν, μή μᾶς καταλαμβάνη σωβινισμός. Ἄς μή μᾶς κατατρώγη τό ἐθνικιστικό σαράκι. Καί μάλιστα ἐμᾶς, τούς σημερινούς Ἕλληνες, πού ζοῦμε τόν Χριστιανισμό ἀδαπάνως, ἐν σχέσει μέ ἄλλους Χριστιανούς ἀδελφούς μας.
Τί λέει ὁ Μέγας Βασίλειος;
-Γέροντα, οἱ Πατέρες ὅμως ἐπαινοῦν τήν ἑλληνική παιδεία.
-Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει γράψει ἕνα κείμενο, «Πρός τούς παῖδας (πρός τούς νέους), ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων». Καί τό παρεξήγησαν πολλοί.
Κατ’ ἀρχήν, τό ἔργο τοῦ Μ. Βασιλείου δέν εἶναι λόγος, εἶναι ἐπιστολή. Κακῶς τό ὀνομάζουν λόγο. Καί τό προβάλλουν γιά νά τονίσουν τόν θαυμασμό τοῦ ἁγίου στούς ἀρχαίους Ἕλληνες.
Στήν ἐπιστολή αὐτή ὁ Μέγας Βασίλειος ξεχωρίζει τά ἀγαθά στοιχεῖα τῆς Ἑλληνικής Παιδείας ἀπό τά βλαβερά. Καί λέγει: «Ὅπως ὅταν πᾶτε νά κόψετε τό τριαντάφυλλο, ἀποφεύγετε τά ἀγκάθια, ἔτσι νά κάνετε καί μέ τούς λόγους τῶν Ἑλλήνων. Ἔχουν πολλά βλαβερά∙ αὐτά εἶναι τά ἀγκάθια. Θά τά ἀποφεύγετε καί θά παίρνετε μόνον τό τριαντάφυλλο∙ ὅ,τι καλό ἔχουν.» Προσπαθεῖ νά προφυλάξη. Δέν προτρέπει τούς Χριστιανούς νά μελετοῦν τούς ἀρχαίους. Συνιστᾶ σέ ὅσους τούς μελετοῦν νά προσέξουν νά μή βλαβοῦν.
Αὐτό εἶναι τό πνεῦμα τῶν ὅσων λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος4 .
Γιατί ὄχι οἱ Αἰγύπτιοι;
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔχει ἕνα λόγο εἰς τούς «ἐξ Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας». Στούς Χριστιανούς, πού ἦλθαν ἀπό τήν Αἴγυπτο. Καί ξέρετε μέ τί κολακευτικά λόγια μιλάει γιά τούς Αἰγυπτίους;
Ἄν, ἐμεῖς τήν ἐπιστολή τοῦ Μ. Βασιλείου «Πρός τούς παῖδας (πρός τούς νέους), ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», τήν πήραμε γιά σημαία καί φωνάζουμε γιά Ἑλληνοχριστιανικές συνθέσεις, οἱ Αἰγύπτιοι μέ τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου θά ἔπρεπε νά ἔχουν κάνει, ὄχι μία, ἀλλά ἑκατό σημαῖες καί νά λέγουν: «Πιό πάνω ἀπό τούς Ἕλληνες εἴμεθα ἐμεῖς»!
Ἄς μή ἀπατώμεθα. Δέν κάνουν οἱ ἅγιοι Πατέρες διακρίσεις τοῦ α ἤ τοῦ β λαοῦ. «Ὅπου ἡ τῆς πίστεως εὐγένεια, οὐδείς βάρβαρος, οὐδείς Ἕλλην, οὐδείς ξένος, οὐδείς πολίτης, ἀλλ’ εἰς μίαν ἅπαντες ἀξιώματος ἀναβαίνουσιν ὑπεροχήν»5. Ἡ διάκρισις εἶναι ἡ εὐσέβεια, ἡ ὀρθόδοξος πίστις, ἡ ἀρετή. Αὐτά εἶναι τά κριτήρια καί ὄχι ἡ καταγωγή.
Ὄχι σύγκρασις
- Γέροντα, νομίζω ὅτι εἶσθε λίγο ὑπερβολικός. Εἶναι ἡλίου φαεινότερον, ὅτι ὁ Χριστιανισμός ὠφελήθηκε ἀπό τόν Ἑλληνισμό. Δέν μποροῦμε νά ἀρνηθοῦμε ὅτι δανείστηκε στοιχεῖα μορφῆς, δηλαδή ἔνδυμα τρόπον τινά. Αὐτό τό ὑποστηρίζουν ἀξιόλογοι ἐπιστήμονες.
-Ἀλλά καί ἄν ὑποτεθῆ, ὅτι πῆρε ἔνδυμα, τί μέ αὐτό; Σκέψου τό ἑξῆς: Ἐγώ ἔχω χιλιάδες λίρες, χρυσές, καί ἐσύ ἔχεις ἕνα ὡραῖο δοχείο καί θέλουμε νά πᾶμε τίς λίρες αὐτές στήν Τράπεζα νά τίς ρευστοποιήσουμε. Φέρνεις ἐσύ τό δοχεῖο σου καί ἐγώ βάζω μέσα ὅλες τίς λίρες μου καί τίς πᾶμε στήν Τράπεζα. Μετά θά ἐγείρης ἐσύ ἀξιώσεις; Ἐπειδή ἐσύ ἔβαλες τό δοχεῖο καί ἐγώ τίς λίρες, ἴσα καί ὅμοια θά εἴμεθα στήν ἑταιρεία;
- Ἀσφαλῶς ὄχι.
- Αἴ, αὐτό ζητᾶς, ἐάν ἰσχυρίζεσαι, ὅτι ὁ ἕνας (ὁ Ἑλληνισμός) ἔβαλε τό ἔνδυμα καί ὁ ἄλλος (ὁ Χριστιανισμός) ἔβαλε τήν οὐσία.
Ἀπό τήν Ἑλληνική παιδεία νά πάρουμε ὅ,τι καλό, ὄχι βεβαίως γιά νά τό ἑνώσουμε μέ τόν Χριστιανισμό καί νά κάνουμε μιά σύγκρασι, Ἑλληνοχριστιανικές συνθέσεις, ὅπως λέγουν. Αὐτά εἶναι ἀπαράδεκτα κατά τούς Πατέρες. Ἀπό τήν Ἑλληνική Γραμματεία κάτι μποροῦμε νά ὠφεληθοῦμε, ἀλλά μόνον γιά τήν παροῦσα ζωή, γιά τήν μόρφωσί μας, γιά τήν ἄσκησί μας στίς γνώσεις, γιά τήν ἄσκησι τοῦ μυαλοῦ μας. Ὄχι γιά τήν μέλλουσα ζωή. Δέν ἔχει νά μᾶς δώση τίποτε ὁ Ἑλληνισμός, ἡ Ἑλληνική φιλοσοφία, γιά τήν αἰωνιότητα. Μᾶς ἀρκεῖ τό Εὐαγγέλιο.
-Δηλαδή Γέροντα, εἶναι τυχαῖο τό γεγονός, ὅτι ὁ Χριστιανισμός διαδόθηκε μέ τήν Ἑλληνική γλῶσσα;
-Στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ τίποτε δέν εἶναι τυχαίο∙ κάθε τί ἔχει τό σκοπό καί τό λόγο του. Ἀπό τό σημεῖο, ὅμως, αὐτό μέχρι τό σημεῖο νά ὑποστηρίζουμε ὅτι εὐτυχῶς πού ὑπήρχαμε ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες καί ἡ γλῶσσα μας, διότι ἀλλοιῶς τί θά ἔκανε ὁ Θεός, ἡ ἀπόστασις εἶναι μεγάλη. Ἄς μή καταλαμβανώμεθα ἀπό σωβινιστικό οἶστρο. Τό γεγονός, ὅτι εἶχε ἐξαπλωθῆ ἡ Ἑλληνική γλῶσσα μέ τίς ἐκστρατεῖες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στά πέρατα τοῦ κόσμου, βοήθησε στό νά γίνεται κατανοητό τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ’ ἄν ὁ Θεός ἤθελε νά οἰκονομήση ἀλλοιῶς τό σχέδιό Του, κανείς δέν θά μποροῦσε νά Τόν ἐμποδίση. Γιά τόν Θεό τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο. Μποροῦσε νά ἐκφράση τό μήνυμα τῆς Σωτηρίας καί στή φτωχότερη γλῶσσα, ἄν ἤθελε.
1. Ματθ. 21,43 2. Πράξ. 10,35 3. Αὐτά ἐλέχθηκαν πρίν τήν κατάρρευσι τῶν κομμουνιστικῶν κυβερνήσεων, πού ἄρχισε το 1991. 4. Βλέπε καί ἐπιστολή πρός τόν Εὐστάθιο Σεβαστείας στό κεφάλαιο περί Καζαντζάκη. 5.Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 16β,364
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο, «Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου (σσ. 137-142). |