Αρχική Ομιλίες Μητροπολίτη Ομιλία περί ιερωσύνης και ιερατικής συνειδήσεως προς τιμήν του Μητροπολίτου Κιτίου κ. Χρυσοστόμου επί τη τεσσαρακονταετηρίδι της αρχιερατικής αυτού διακονίας
en el fr
Ομιλία περί ιερωσύνης και ιερατικής συνειδήσεως προς τιμήν του Μητροπολίτου Κιτίου κ. Χρυσοστόμου επί τη τεσσαρακονταετηρίδι της αρχιερατικής αυτού διακονίας Εκτύπωση

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Ο Μητροπολίτης Κιτίου κ. Χρυσόστομος και οι Μητροπολίτες Μόρφου κ. Νεόφυτος και Τριμυθούντος κ. Βαρνάβας Δημοσιεύουμε στη συνέχεια την ομιλία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, που εξεφώνησε στις 27 Οκτωβρίου 2012, προς τιμήν του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κιτίου κ. Χρυσοστόμου, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα 40 χρόνια αρχιερωσύνης του Μητροπολίτου Κιτίου. Να σημειωθεί, ότι ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου χειροτονήθηκε σε διάκονο και πρεσβύτερο και προχειρίσθηκε σε αρχιμανδρίτη από τον Κιτίου Χρυσόστομο.

Ένας από τους πνευματοφόρους Πατέρες, χάρη στους οποίους οι άνθρωποι μπόρεσαν να βρουν λόγια, να εκφραστούν μπροστά στο ανέκφραστο Μυστήριο των Μυστηρίων, τη Θεία Ευχαριστία, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος,  εγκωμιάζει το μέγα αξίωμα της Ιερωσύνης ως εξής: «Ώ θαύμα παράδοξον! Ώ δύναμις άῤῥητος! Ώ φρικτὸν μυστήριον τὸ τής ιερωσύνης· νοερὰ καὶ αγία, σεμνὴ και αμώμητος, ήν Χριστὸς τοίς αξίοις ελθὼν εδωρήσατο. Προσπίπτω καὶ δέομαι δάκρυσι καὶ στεναγμοίς, ίνα εσοπτρίσωμαι εις τούτον τον θησαυρὸν της ιερωσύνης, τοίς αυτὸν φυλάττουσιν αξίως και οσίως.»

Γιατί είναι τόσο σημαντικό το αξίωμα της Ιερωσύνης; Επειδή είναι το Μυστήριον, που ανάγει αμέσως στο πιο αγαπητό πρόσωπο, προς στον Θεό Πατέρα, αλλά και προς το πλήρωμα της Εκκλησίας και της δημιουργίας, στον Κύριον ημών Ιησοῦν Χριστόν. Και γιατί τόσο μεγάλη καὶ υψηλή η ιερατική διακονία;(«το γαρ διακονείν σοι, Βασιλεύ της δόξης, μέγα καὶ φοβερὸν και αυταίς ταις αγγελικαίς δυνάμεσιν»). Γιατὶ ενώνει τά επίγεια με τα ουράνια, αποκαταλλάσσει τον άνθρωπο με τον Θεό, μεταμορφώνει τον κόσμο στο πρωτόκτιστο κάλλος.

Ο αρχιερέας είναι  τύπος του καυθαυτό Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού, του Καλού Ποιμένος, ο οποίος «την ψυχήν αυτού τίθησιν (θυσιάζει) υπέρ των προβάτων». Γνωρίζει τα δικά του πρόβατα, αλλά και γνωρίζεται από αυτά, όπως γνωρίζει ο Υιός τον Πατέρα και ο Πατήρ γνωρίζει τον Υιόν. Η περιγραφή αυτή του ποιμένα από τον ίδιο τον Ἀρχιερέα Ιησούν Χριστόν, μας δίνει την εικόνα του αληθινού ιερουργού. Τί σημαίνει λοιπόν ιερουργός; Αυτός, που θέτει την ψυχήν του υπέρ των προβάτων, αυτός, που θυσιάζεται γι’ αυτά, και που αναγνωρίζεται από αυτά ως ποιμήν, λόγω της θυσίας του.

Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, στον έβδομο εγκωμιαστικό λόγο του για την Ιερωσύνη, αναρωτιέται: «Θα είχαμε άραγε άφεση αμαρτιών, άν δεν είχαμε το Μυστήριο της Ιερωσύνης;» Πολύ ορθά ο Άγιος θέτει ως πρωταρχικό το θέμα της άφεσης των αμαρτιών, γιατί μόνο με την άφεση απελευθερώνεται ο άνθρωπος από τα δεσμά του Άδη και του θανάτου.

Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά. Μετά την Ανάστασή Του, ο Χριστός εμφανίστηκε στους Μαθητές Του και τους είπε: «Λάβετε Πνεύμα Άγιον· αν τινών αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, αν τινών κρατήτε, κεκράτηνται». Ο Αναστημένος Ιησούς, δίνοντας αυτή την εξουσία στους Μαθητές του, τους δίνει την Ιερωσύνη Του. Η Ιερωσύνη δίδεται στοὺς Μαθητὲς απὸ τον Αρχιερέα Χριστὸν γιὰ την άφεση των αμαρτιών και την ανακαίνιση του κόσμου. Όταν οι Άγιοι Απόστολοι λαμβάνουν το Πνεύμα το Άγιον την ημέρα της Πεντηκοστής, αποκτούν το πλήρωμα της Ιερωσύνης και ιδρύεται η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού στον κόσμο. Κατά την Αποστολική διαδοχή, οι Άγιοι Απόστολοι μεταδίδουν την Ιερωσύνη στους επισκόπους και οι επίσκοποι στους ιερείς και τους διακόνους. Επί της διαδοχής αυτής θεμελιώνεται η Εκκλησία του Χριστού και η ενότητα του λαού του Θεού. Ο ιερέας, λοιπόν, είναι ο αγωγός της αφέσεως, που παραχωρείται στον άνθρωπο από τον Χριστό. Τελεί τα Μυστήρια της Εκκλησίας και, ως ποιμήν καλός, οδηγεί τα πρόβατα εις την Βασιλεία των Ουρανών.

Για να πραγματοποιήσει και να εκπληρώσει την ιερωσύνη του ο ιερέας, θα πρέπει πρώτα να αξιωθεί διὰ τοῦ Βαπτίσματος νὰ βιώσει τη γενική Ιερωσύνη, το βασίλειον ιεράτευμα. Στην Αγία Γραφή υπάρχουν μερικά χωρία, που κάνουν λόγο για «ιεράτευμα άγιον», για «βασίλειον ιεράτευμα», για το ότι ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του μας έκανε «ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού», ότι όλοι οι Χριστιανοί είναι «βασιλείς και ιερείς». Βεβαίως, αυτά τα χωρία πρέπει να ερμηνευθούν ορθόδοξα, μέσα από τις πατερικές, ερμηνευτικές αναλύσεις. Τα περί της γενικής Ιερωσύνης εξηγεί ο Απόστολος Πέτρος σε χωρίο της Α´ επιστολής του, όταν κάνει λόγο γι᾽ αυτὸ το βασίλειο ιεράτευμα: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν, όπως τας αρετάς εξαγγείλητε του εκ σκότους υμάς καλέσαντος εις το θαυμαστόν αυτού φως» (Α Πέ­τρ. β', 9). Στο χωρίο αυτό το «βασίλειον ιεράτευμα» –βασιλικό και ιερατικό χάρισμα– που συνδέεται με το «γένος εκλεκτόν, έθνος άγιον» αναφέρεται στην εν Χριστώ ζωή, της οποίας μετέχουν όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοὶ και λαϊκοί,και στις δυνατότητες, τις οποίες έχουν να περάσουν από το σκότος «εις το θαυμαστόν αυτού φως».

Ο Αρέθας Καισαρείας, εξηγώντας το τί σημαίνει «ιερείς και βασιλείς», αναφέρεται στη νίκη εναντίον των παθών (βασιλείς) και την πνευματική θυσία (ιερείς), που γίνεται από αυτούς, που αγωνίζονται τον καλό αγώνα της πίστεως. Γράφει συγκεκριμένα: «... βασιλείς και ιερείς οι θεράποντες Θεού και πιστοί διατελούσιν. Έστι δε νοήσαι και θεωρητικώτερον, βασιλείς μεν, τους κατά των παθών της νίκης τον βασίλειον στέφανον αναδησαμένους· ιερείς δε, τους θυσίαν ζώσαν, ευάρεστον τω Θεώ, εαυτούς κατηρτικότας.»

Ανάλογη καὶ χαρακτηριστική είναι καὶ η ερμηνεία, την οποία δίνει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο τί είναι το βασίλειον ιεράτευμα και πώς νοείται η θυσία, την οποία προσφέρει: «Και πάνω εις όλα, θυσία των χριστιανών η ευάρεστος τω Θεώ είναι, το να θυσιάζουν και να αφιερώνουν όλας τας επιθυμίας της ψυχής και του σώματός των εις τον Θεόν, απεχόμενοι από κάθε πάθος και ακαθαρσίαν. Περί της οποίας γράφει και παρακαλεί τους χριστιανούς ο μακάριος Παύλος λέγων: "Παρακαλώ υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών" (Ρωμ. ιβ . 1). Και τρόπον τινα, κάθε χριστιανός όλος, ψυχή και σώματι, είναι  ναός του Θεού· και ο μεν έσω άνθρωπος, είναι το βήμα του ναού, η δε καρδία, είναι η αγία Τράπεζα. Ο δε νους, είναι ο ιερεύς, η δε προαίρεσις και επιθυμία του ανθρώπου, είναι η θυσία και ολοκαύτωσις, την οποίαν προσφέρει ο νους εις τον Θεόν επάνω της καρδίας.»

Από την προηγούμενη ανάλυση φαίνεται, ότι η πνευματική θυσία συνυφαίνεται με τη μυστηριακή ιερωσύνη, εις τρόπον ώστε και η  πνευματική, δηλαδὴ η γενικὴ ιερωσύνη, να είναι η βάση και του ειδικού χαρίσματος της Ιερωσύνης, αλλά και το χαρακτηριστικό γνώρισμα της πνευματικής ζωής, όπως βιώνεται στην Εκκλησία.

Πώς θα μπορέσει, για παράδειγμα, ο ιερέας, να αρθεί στο ύψος της θυσίας του υπέρ των προβάτων; Για να το κατορθώσει, πρέπει να αγαπά τον Χριστό με όλη την καρδιά και τη δύναμη του, δηλαδή να τηρεί τις εντολές του Χριστού. Διότι ο ίδιος ο Χριστός μάς λέει, πώς η αγάπη για το Πρόσωπό Του είναι η τήρηση των εντολών, που ο ίδιος παρέλαβε από τον Πατέρα Του, και εμπεριέχουν τη ζωή της Αγίας Τριάδος. Τήρηση των εντολών, σημαίνει φύλαξη των εντολών εν τη καρδία μας, όπως ακριβώς έκανε και η Παναγία, με μάρτυρα  τον ίδιο τον Χριστό, που λέει γι᾽  αυτήν, ερμηνεύοντας την αγιότητά της: «μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν». Η τήρηση των εντολών του Χριστού είναι, πρέπει να είναι, η πρωταρχική έγνοια των χριστιανών, λαϊκών, κληρικών και μοναχών, και πρώτιστα των ιερέων και αρχιερέων. Η αγάπη για τήρηση των εντολών του Χριστού, είναι αγάπη για τον ίδιο τον Χριστό, και προκαλεί στον πιστό την εγρήγορση του νου, ή, όπως λέει το Ευαγγέλιο και οι Πατέρες, την  τήρηση του νου. Γι αυτό, ο Χριστός αναφέρει την εγρήγορση πριν από την προσευχή, λέγοντας: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθετε εις πειρασμόν».

Κατά την ταπεινή μου γνώμη, από τη στιγμή που ὁ κληρικός, όπως και γενικότερα ο πιστός, αντιλαμβάνεται και βιώνει την ανάγκη να συγχωρεί τους άλλους και να τους μνημονεύει ενώπιον του Θεού, αφού πρώτα ζητήσει την άφεση για τα δικά του χρέη, αρχίζει να βιώνει το μέγα μυστήριο της Ιερωσύνης, ως γενικού χαρίσματος της Εκκλησίας, τὸ βασίλειο ιεράτευμα, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως.

Αφού ο ιερέας λάβει την άφεση των δικών του αμαρτιών και καταστεί και ο ίδιος δοχείο της θείας Χάριτος, την προσφέρει με τη σειρά του ονομαστικά στους οφειλέτες του, στους εχθρούς του, στους οικείους του, σε όλο τον κόσμο. Συγχωρώντας από καρδίας έναν έναν, γεννιέται μέσα του, από τη διαρκώς αυξανόμενη παρουσία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, το τέλος των αρετών, η μακαρία ευσπλαχνία, που είναι ο πυρήνας της Αγάπης του Θεού.

Μέσα από τη συγχώρηση των πάντων και τη μνημόνευση των ονομάτων τους ενώπιον του Θεού, η καρδία και η συνείδηση είναι πια ιερατική, ο μετανοών γίνεται μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, πάντοτε προσευχόμενος, πρώτα «υπέρ των δικών του αμαρτημάτων« και, μετά, «υπέρ των του λαού αγνοημάτων.» Στη συνείδηση αυτή, Ναός είναι το σώμα του πιστού και θυσιαστήριο η καρδία του, η οποία φλέγεται από την επιθυμία να μετανοεί και να  συγχωρεί, για να ζεί μέσα στην αγάπη του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Η άφεση των αμαρτιών φέρει την Αιώνιο Ζωή, δηλαδή ο πιστός δοξάζεται, ζει την δόξα του Θεού, γιατί βιώνει την παρουσία της Αγίας Τριάδος και είναι έτοιμος να δοξάσει τον Θεό, ζώντας μέσα στην δόξα του Θεού, και λέγοντας : «Ότι σου εστίν η Βασιλεία και η δύναμις και η δόξα, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Όλα τα πιο πάνω αφορούν, όπως είπαμε, το βασίλειον Ιεράτευμα, όλους, όσους μυστικά ζουν εν τη καρδία τους την πνευματική ζωή, όπως μας την δίδαξε ο Ιησούς και την επαλήθευσαν οι Άγιοι και οι Αγίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και, όλως ιδιαιτέρως, όσους έχουν λάβει με τη χειροτονία τη μυστηριακή ιερωσύνη. Διότι υπάρχει και η ειδική Ιερωσύνη, όταν η Εκκλησία καλεί τον πιστό, που ζει την πιο πάνω ζωή, το βασίλειον Ιεράτευμα, να λάβει από τον Αρχιερέα το χάρισμα να είναι ιερέας  και να τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας εις τύπον Χριστού. Αυτή η ειδική Ιερωσύνη, η εις διάκονον, ιερέα και αρχιερέα, είναι το ύψιστο αξίωμα και διακόνημα της Εκκλησίας.Επομένως, μέσα σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση, δεν συγκρούονται, ούτε ανταγωνίζονται η πνευματική ιερωσύνη των πιστών με τη μυστηριακή Ιερωσύνη των κληρικών, αλλά η πνευματική ιερωσύνη, το «βασίλειον ιεράτευμα», είναι η βάση της πνευματικής ζωής, η αναγκαία προϋπόθεση συμμετοχής στα Μυστήρια της Εκκλησίας και της μεθέξεως της Χάριτος του Θεού δια των Μυστηρίων.

Και όπως γνωρίζουμε, το κέντρο της μυστηριακής ζωής, αλλά και της ζωής της Εκκλησίας, είναι το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Η αναίμακτη θυσία, που προσφέρει η Εκκλησία εδώ και δυο χιλιετίες τώρα, δεν αποτελεί σύμβολο, ούτε αναπαράσταση ή επανάληψη της Θυσίας του Γολγοθά. Είναι η αὐτή, η άπαξ εν τω Σταυρώ τελεσθείσα και διαπαντὸς τελουμένη από τον ίδιο τον Χριστό θυσία, με μία ουράνια τάξη. Ο Χριστός είναι ο θύτης και το θύμα, ο προσφέρων και  προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος. Ενώ οι πιστοί, που συμμετέχουν στο Μυστήριο, είναι τα μέλη του Χριστού, οι «μερίδες» της προσφοράς  της θείας Αναφοράς, του Δώρου, που προσφέρεται στον Πατέρα. Με την Ευχαριστιακή του ταύτιση, ο πιστός  γίνεται «Χριστοφόρος». Έτσι η Εκκλησία αποβαίνει το ουράνιο σώμα του Χριστού.

Στη Θεία Ευχαριστία, ο ιερέας απευθύνεται στον Θεό Πατέρα, όχι ως άτομο, όχι μόνος του, αλλά ως προϊστάμενος της κοινότητας των πιστών, η οποία είναι παρούσα στη Λειτουργία, και χωρίς την παρουσία της δεν μπορεί να τελεστεί το Μυστήριο. Τα ρήματα, ποὺ χρησιμοποιούνται στὴ λειτουργικὴ γλώσσα, δεν τίθενται στην ονομαστικὴ του ενικού, αλλὰ του πληθυντικού, και αναφέρονται στο σύνολο των πιστών (δεόμεθα, ικετεύομεν, προσφέρομεν, ευχαριστούμεν, κ.λ.π.). Η βαθειὰ αυτὴ αλήθεια εκφράζεται ωραιότατα και στην ευχὴ του Τρίτου Αντιφώνου της θείας Λειτουργίας: «Ο τας κοινὰς ταύτας καὶ συμφώνους ημίν χαρισάμενος προσευχάς».

Κατά την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο ιερουργὸς είναι μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων, είναι εις τύπον Χριστού. Είναι απαραίτητο, επομένως, να έχει επίγνωση του ύψους της διακονίας του και, ταυτόχρονα, του μεγέθους της αναξιότητας του και των αμαρτιών του, και να αγωνίζεται να ἔχει καθαρότητα ψυχής καὶ σώματος, και να προσέρχεται στο μυστήριο της θείας Κοινωνίας με συνειδητή μετάνοια.   Καθότι, «Ουδεὶς άξιος των συνδεδεμένων ταίς σαρκικαίς επιθυμίαις και ηδοναίς προσέρχεσθαι ή προσεγγίζειν ή λειτουργείν τω Βασιλεί της δόξης».

Σ᾽ αυτὴ τὴ συνάφεια έκρινα καλό, να παραθέσω ένα απὸ τα Κεφάλαια περὶ Ιερωσύνης του Οσίου Θεογνώστου, που περιλαμβάνονται στη Φιλοκαλία των Αγίων Μακαρίου του Νοταρά και Νικοδήμου του Αγιορείτου, και που πρέπει εμείς οι Λειτουργοὶ του Υψίστου νὰ λάβουμε σοβαρὰ υπόψη: «Σάρκα και αίμα δεν κληρονομούν τὴ βασιλεία του Θεού (Α´Κορ.15,50). Και πώς εσύ, ενώ κοινωνείς τη σάρκα και το αίμα του Θεού, δεν γίνεσαι σύσσωμος με Αυτὸν και δεν ενώνεσαι με το αίμα Του, έχοντας ήδη μέσα σου τη βασιλεία των ουρανών, αλλὰ πολιορκείσαι απὸ πάθη σαρκὸς και αίματος; Φοβούμαι, μήπως δεν θα μείνει σε σένα τὸ Πνεύμα του Θεού, επειδὴ είσαι σαρκικὸς (Γέν.6,3), και μήπως διχοτομηθείς στον καιρὸ της κρίσεως και αφαιρεθεί απὸ σένα η σεβάσμια ιερωσύνη, επειδὴ είσαι ανάξιος γι᾽ αυτὴ τη χάρη, και παραπεμφθείς στην αιώνια κόλαση.»(Κεφ.58). Γιατί το αγιογραφικὸ χωρίο, «...ο κύριος του δούλου εκείνου...διχοτομήσει αυτὸν και το μέρος αυτού μετὰ των απίστων θήσει» (Λουκ. 12,46),  οι ερμηνευτὲς Πατέρες, όπως και εδώ ο όσιος Θεόγνωστος, το συσχετίζουν με τον αμελή και ανάξιο ιερέα. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, όταν θα καταδικάσει στη Δευτέρα του Παρουσία τον ανάξιο της Ιερωσύνης, πρώτα θα του την αφαιρέσει («διχοτομήσει αυτόν»), και ύστερα θα τον αποστείλει μετὰ των απίστων στην αιώνια καταδίκη και κόλαση. Και τούτο γιατί; Διότι η Ιερωσύνη δεν μπορεί να πάει στην κόλαση! Αν ήταν δυνατὸν να γίνει τούτο, η κόλαση θα γινόταν Παράδεισος!

Αντίθετα, η χάρη της Ιερωσύνης παραμένει στοὺς εναρέτους κληρικοὺς στον αιώνα. Σ᾽αυτὸ το σημείο, θα αναφερθώ σε μετὰ θάνατον εμφάνεια του μακαριστού αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου του Γ´, του αρχιερέως, που χειροτόνησε και ανέδειξε σε επίσκοπον Κιτίου τον σήμερον τιμώμενον Ιεράρχην. Η θαυμαστὴ τούτη εμφάνεια έγινε στον αοίδιμο όσιο Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη, όπως ο ίδιος μου αφηγήθηκε το γεγονός, ο οποίος και τον είδε περιβεβλημένον την αρχιερατικὴ Χάρη. Και, ακoύστε, τι μoυ είπε ο άvθρωπoς τoυ Θεoύ. «Πριν να συμβεί το περιστατικό, μερικὰ καλὰ παιδιὰ απὸ τηv Κύπρo μoυ έφερναν τα οvόματα τωv κεκoιμημέvωv τους και τα μνημόνευα στις θείες Λειτουργίες. Αvάμεσα σ᾽ αυτὰ τα ονόματα έβλεπα και το όvoμα: “Μακαρίoυ αρχιερέως”. Μ᾽ αυτὸ τον τρόπο, άρχισα κι εγὼ vα μvημovεύω αυτὸ τοv άvθρωπo. Και επειδή, όταv τοv μvημόvευα, αισθαvόμoυv χαρά, είπα: “Αυτός, θα έκαvε καλὰ στοv τόπo τoυ”. Παράλληλα όμως, άκoυα απὸ διαφόρoυς, πoυ ερχόvτoυσαv εδώ, και κάποια αρvητικὰ γι᾽ αυτόν. Έτσι, έκανα μιὰ πρoσευχὴ ειδικὴ γι᾽ αυτὸ τοv άvθρωπo, και όταv μvημόvευσα ξανά: “Μακαρίoυ αρχιερέως”, άκoυσα μιὰ φωvή, vα μoυ εξαγγέλλει τηv άφιξή τoυ. Άκoυσα: “Μακαρίoυ αρχιερέως, Μακαρίoυ αρχιερέως, Μακαρίoυ αρχιερέως”! Κoιτάζω εκ δεξιώv μoυ και, τί vα ᾽δώ; Ήταv όρθιoς έvας επίσκoπoς!» «Δηλαδή, πώς τοv είδες, Γέρovτα;», ρώτησα τότε τον πάτερ Ιάκωβο. «Έ!, πώς σε βλέπω και με βλέπεις, Νεόφυτέ μoυ; Έτσι τοv είδα! Έφερε (ακoύστε λεπτoμέρειες πoλὺ σημαvτικές!) άπασαv τηv αρχιερατική τoυ στoλή, και ήταv μέσα σε φως πoλύ, και τoυ είπα: “Σε ευχαριστώ, Μακαριώτατε, πoυ με επισκέφθηκες!” Κι αυτός, μoυ είπε : "Εγὼ σε ευχαριστώ, πάτερ Ιάκωβε, πoυ, ενώ δεv σoυ έκανα καvέvα καλό, εσὺ με μvημovεύεις και έχω μεγάλη χάρη και χαρὰ απ᾽ αυτὴ τηv πρoσευχή." Κι επήρε τη μερίδα τoυ και έφυγε!» Βλέπετε, πώς επικoιvωvoύv oι ψυχὲς στη Λειτoυργία και στη μvημόvευση πoυ κάvoυμε;

Από όλα, όσα ανέφερα, διαφαίνεται καθαρά η σημασία, που έχει για την εκπλήρωση της ιερωσύνης, για την «πληροφόρηση της διακονίας του», η απόκτηση από τον ιερέα της ιερατικής συνειδήσεως, του βασιλείου Ιερατεύματος, αλλά και της συνειδητοποίησης του ρόλου και της θέσης του κατά την τέλεση των αγίων Μυστηρίων, και δη της Θείας Ευχαριστίας.

Γι᾽ αυτό, ὁ ιερουργός, πρέπει να ζει με Μετάνοια, να ζει κατά το Ευαγγέλιο και την Παράδοση της Εκκλησίας. Καθημερινά, θα πρέπει να βγάζει πρώτα με τη μετάνοια από τον οφθαλμό του την δοκό, δηλαδή τα προσωπικά του μεγάλα πταίσματα, και ύστερα να προσέρχεται, με την κλήση του Χριστού, να βγάζει τα ξυλαράκια από το μάτι των πιστών, τις όποιες δηλαδή αμαρτίες και πάθη τους, με το Μυστήριο της Εξομολόγησης. Να ενθυμείται τη λειτουργικὴ ευχή, «υπὲρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων». Θα πρέπει, ακόμα, να ζει σε πλήρη διαφάνεια, «ως πόλις επί όρους κειμένη» και «ως άλας της γης».

Όλα αυτά βέβαια, κανείς από εμάς δεν τα έχει από μόνος του. Γι’ αυτό ακριβώς ο Θεός μάς έδωσε την μετάνοια, και με τη μετάνοια όλα συγχωρούνται και όλα καθαρίζουν από την ευσπλαχνία, τη μακροθυμία και το έλεος του Θεού. Καθὼς είπε ο Χριστός στον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, όπως ο ίδιος μας καταθέτει στον περί μετανοίας λόγο του,«Μὴ αποστείς της μετανοίας επιμελούμενος. Η γὰρ τοιαύτη, μετά της εμής ευσπλαγχνίας ενουμένη, εξαλείφει πάντα τα ανομήματα».

Αλλά, ακόμα κι αν τα τηρούσαμε όλα αυτά, ο Χριστός μας υπενθυμίζει την πραγματικότητα: «Και όταν ταύτα πάντα ποιήσητε, λέγετε εν εαυτοίς ότι δούλοι αχρείοι έσμεν, ότι ό οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν.» Δηλαδή, παραμένουμε πάντα στο πλαίσιο του ελέους του Χριστού, εξαρτώμενοι από την άπειρη ευσπλαχνία Του.

Όσα μέχρι τώρα ειπώθηκαν, μπορούν κατὰ αναλογίαν να συσχετισθούν προς το πρόσωπο του τιμωμένου Μητροπολίτου Κιτίου, με την ευκαιρία του εορτασμού της τεσσαρακονταετηρίδας της αρχιερατικής διακονίας του. Ενὸς Ιεράρχου, που φέρει τὴν τελετουργικὴ αρχοντιὰ Μακαρίου του Γ´, και διαιωνίζει έτσι το αρχαίο  τελετουργικὸ ήθος της κατὰ Κύπρον Εκκλησίας. Και τον ευγνωμονούμε γι᾽ αυτὸ οι παρόντες Ιεράρχες, που μαθητεύσαμε πλησίον του, και εσαεὶ εμπνεόμεθα απὸ το λειτουργικό του τούτο ήθος. Και τούτο το ήθος πηγάζει ασφαλώς απὸ το προσωπικό του ήθος, το ήθος της συγχωρητικότητος και ανεξικακίας, της ευσπλαγχνίας και του ελέους, που επεκτείνεται μέχρι τη μεγάλη και πολλαπλώς δοκιμαζομένη ήπειρο της Αφρικής, συνεχίζοντας την ιεραποστολικὴ έξοδο του αειμνήστου μεγάλου Εθνάρχου.

Τη μυστική πνευματική ζωή του Αγίου Κιτίου, τις προς Θεόν προσευχές του, δεν τις γνωρίζουμε, γιατί δεν εἶναι δυνατόν να εισχωρήσουμε στην ψυχή ενός άλλου ανθρώπου. Ας μου επιτραπεί όμως, να πω κάτι, που γνωρίζω εξ ιδίας πείρας. Είχα την ευλογία, να γνωρίσω την έντονη αίσθηση αμαρτωλότητος και αναξιότητος, που τον διακατέχει κατά την ώρα της τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Αυτή τη συναίσθηση, που, όταν τον πλημμυρίζει, δεν μπορεί να μείνει αφανής, την έζησα πλησίον του ως διάκονος, ιερέας και αρχιερέας συλλειτουργός του. Αυτό, μαρτυρεί μιά βαθιά κατανόηση της αλήθειας των πραγμάτων, των τελουμένων Μυστηρίων, και μακάρι να την αξιωνόμεθα όλοι μας, όταν ιστάμεθα ενώπιον του αγίου Θυσιαστηρίου.

Και κάτι ακόμα, που επίσης εβίωσα εκ πείρας. Στη Μητρόπολη Κιτίου, λόγω ακριβώς ενός ιδιαίτερου χαρίσματος του Αγίου Κιτίου, παρέχεται απλόχερα ελευθερία πνευματική. Δεν επιβάλλονται περιορισμοί ή στεγανά ή μικρόψυχο ψαλίδισμα των όποιων πρωτοβουλιών. Ως αποτέλεσμα, ανθίζουν έργα πνευματικά, το Άγιον Πνεύμα βρίσκει χώρο και γονιμοποιεί ανθρώπους και πράγματα. Αν στη Μητρόπολη Κιτίου έχουμε ένα Σταυροβούνι, ένα Μαυροβούνι, καλοὺς ιερείς, και τόσα άλλα, αυτό οφείλεται πρωτίστως στην αρχοντιά του Αγίου Κιτίου, η οποία αφήνει χώρο στὸ Άγιο Πνεύμα να δράσει, για να αναπτυχθούν και να ευδοκιμήσουν όλα αυτά εν ελευθερία και χωρίς καλούπια. Εγώ ο ίδιος προσωπικά, όντας Μορφίτης στην καταγωγή, και, έχοντας ενώπιον μου όλες τις πιθανές επιλογές, όταν περάτωσα τὶς νομικὲς σπουδές μου στὴν Ελλάδα, επέλεξα να έρθω ως μοναχός στη Λάρνακα, στον Άγιο Γεώργιο, κοντά στον Γέροντα Συμεών, σ’ ένα χώρο και σ’ ένα κλίμα, όπου υπήρχε ευρυχωρία και ελευθερία, την οποία διασφάλιζε η παρουσία του Αγίου Κιτίου. 

Και μόνον αυτά, που ανέφερα, μου επιτρέπουν, νομίζω, να αναφωνήσω με όλη μου την ψυχή, μαζί με όλους εσάς:

Σεβαστέ μας Γέροντα, Άγιε Μητροπολίτα Κιτίου, κύρ Χρυσόστομε,

Ευχόμεθα και τώρα εκ βάθους ψυχής, με τον σεμνὸ τούτο σημερινὸ εορτασμὸ της μακράς και ευδοκίμου αρχιερατείας  Σας, ευχόμεθα πάλιν και πολλάκις, έτη πολλὰ και παρὰ Κυρίου ευλογημένα.

Ο Θεός, να Σας χαρίζει έτη πολλά, και να Σας ενισχύει, να συνεχίσετε να διακονείτε επάξια την Εκκλησία Του, πρεσβείαις της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, του Δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου και πάντων των λαμπρυνάντων τον περικλεή θρόνον τού Κιτίου Αγίων επισκόπων και Υμετέρων προκατόχων. Αμήν!