Αρχική Αρχιερατικές Περιφέρειες Νέα-Δραστηριότητες Αναστάσιμη λειτουργία στην Ιερά Μονή Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα
en el fr
Αναστάσιμη λειτουργία στην Ιερά Μονή Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα Εκτύπωση

Του Α. Βικέτου 

Αναστάσιμη λειτουργία στην Ιερά Μονή Παναγίας της Ποδίθου στη Γαλάτα Με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου έγινε τη Δευτέρα της Διακαινησίμου η πανήγυρης στο χώρο της ιεράς μονής της Παναγίας της Ποδίθου ή Ποδύθου, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Γαλάτα προς το Τρόοδος και που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Μνημείων Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.

Στον σωζόμενο ναό τελέστηκε αναστάσιμη Θεία Λειτουργία από το μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο. Ακολούθησε λιτάνευση των εικόνων της Ανάστασης και της Παναγίας γύρω από τη Μονή. Ο μητροπολίτης Νεόφυτος σε ομιλία του τόνισε ότι ο Χριστός με την ανάστασή του χαρίζει στον άνθρωπο την αιώνια ζωή και το μέγα έλεος, δηλαδή την ευσπλαχνία του Θεού. Γι’ αυτό, προέτρεψε ο μητροπολίτης, «και εμείς πρέπει να είμεθα ευσπλαχνικοί στις κρίσεις, στις σκέψεις, στις επιθυμίες μας και κυρίως προς τους συνανθρώπους μας, οι οποίοι είναι εικόνα του Θεού».

Το ιστορικό κτίριο της Μονής σωζόταν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα και αποτυπώθηκε από το φωτογραφικό φακό του Γεωργίου Σεφέρη. Σήμερα διατηρείται μόνο ο ναός, ο οποίος, σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, είναι αφιερωμένος στη Θεοτόκο Ελεούσα και κτίστηκε το 1502, από τον Έλληνα στρατιωτικό Δημήτριο ντε Κορόν ο οποίος είχε διατελέσει αξιωματούχος του τελευταίου βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β’ (1460-1473), και τη σύζυγό του Ελένη.

Ο ναός της Παναγίας της Ποδίθου έχει ορθογώνιο σχήμα και στην ανατολική πλευρά του καταλήγει σε προεξέχουσα ημικυκλική αψίδα. Οι τοίχοι της εκκλησίας είναι κτισμένοι με ακατέργαστους λίθους και λάσπη. Ο βόρειος και ο νότιος τοίχος εσωτερικά διαπλάθονται με δύο τυφλά τόξα ο καθένας.

Ο ναός της Παναγίας της Ποδίθου δεν διακοσμήθηκε ολόκληρος με τοιχογραφίες. Τοιχογραφίες καλύπτουν την εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου, το αέτωμα και τον ανατολικό τοίχο, την αψίδα και το ανατολικό τμήμα του βόρειου και νότιου τοίχου και χρονολογούνται στον 16ο και στον 17ο αιώνα.

Στην κορυφή του δυτικού τοίχου εξωτερικά εικονίζεται ο Παλαιός των Ημερών και από κάτω η παράσταση: «Άνωθεν οι Προφήτες σε προκατεήγγειλαν». Κάτω από την παράσταση αυτή εικονίζονται οι κτήτορες, ένα ζευγάρι στα αριστερά και ένας άνδρας στα δεξιά να προσφέρουν στη Θεοτόκο το ομοίωμα του ναού που βρίσκεται ανάμεσά τους. Ξεχωρίζει η τοιχογραφία με την εις Άδου Κάθοδο. Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας σε μια μεγαλόπρεπη σύνθεση εικονίζεται η Θεοτόκος ένθρονη με τον Χριστό στα γόνατά της, στον τύπο της Νικοποιού ή Κυριότισσας, ανάμεσα σε εξαπτέρυγα και τους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ που στραμμένοι προς τη Θεοτόκο κρατούν λαμπάδες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου. Τα θέματα αυτά που είναι παρμένα από το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Ιακώβου προτιμούνται πολύ συχνά τον 16ο αιώνα. Σε μια ζώνη ψηλά στον νότιο τοίχο εικονίζονται η Προσφορά των Δώρων του Ιωακείμ και της Άννας, η Απόρριψη των Δώρων και η Προσευχή του Ιωακείμ. Απέναντι στο βόρειο τοίχο εικονίζονται η Προσευχή της Άννας, ο Ασπασμός του Ιωακείμ και της Άννας μπροστά στη Χρυσή Πύλη της Ιερουσαλήμ και η Γέννηση της Θεοτόκου.

Ο ζωγραφικός διάκοσμος της εκκλησίας συμπληρώνεται με τη μνημειώδη παράσταση της Σταύρωσης στο δυτικό αέτωμα (εσωτερικά) της εκκλησίας. Η Σταύρωση του ναού της Ποδίθου δεν έχει καμία σχέση με τη γνωστή λιτή Σταύρωση της βυζαντινής παράδοσης. Η σκηνή, σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο δρ Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, «είναι πολυπρόσωπη και έντονα επηρεασμένη τόσο εικονογραφικά όσο και τεχνοτροπικά από τη δυτική ζωγραφική. Πρόκειται μάλλον για ένα θρησκευτικό πίνακα με πολλές επί μέρους λεπτομέρειες ιδιαίτερα αγαπητές στη Δύση και τη Λατινοκρατούμενη Ανατολή, όπως ο Εσταυρωμένος και οι ληστές, οι έφιπποι φραγκοφορεμένοι στρατιώτες, ο στρατιώτης που σπάζει τα σκέλη των ληστών, η Παναγία που σωριάζεται λιπόθυμη, οι στρατιώτες που παίζουν στα ζάρια το χιτώνα του Χριστού και φιλονικούν μεταξύ τους, η Μαρία η Μαγδαληνή που αγκαλιάζει τη βάση του Σταυρού του Χριστού και τέλος η αινιγματική μορφή του γονυπετούς μοναχού στο νότιο άκρο της σύνθεσης».

Παρότι ο άγνωστος ζωγράφος ακολουθεί την καθιερωμένη εικονογραφία στις διάφορες παραστάσεις, μ' εξαίρεση τη Σταύρωση, εν τούτοις στην τεχνοτροπία και τα χρώματα επηρεάζεται έντονα από την τέχνη της Αναγέννησης. Είναι φανερή η προσπάθειά του να αποδώσει τους όγκους των σωμάτων καθώς και την τρίτη διάσταση, ακολουθώντας την ορθή προοπτική.

Το μνημείο αυτό διατηρεί τοιχογραφίες εξαιρετικής τέχνης που έγιναν από ζωγράφους που γνώριζαν εξ ίσου καλά και τη βυζαντινή τέχνη και τη δυτική ζωγραφική. Ο συγκερασμός των δύο αυτών τεχνοτροπιών, μας ανέφερε ο κ. Χατζηχριστοδούλου, δημιούργησε τη λεγόμενη ιταλοβυζαντινή ζωγραφική που είχε ιδιαίτερα έντονη παρουσία στη περιοχή της ιεράς μητροπόλεως Μόρφου.

Σύγχρονο με την εκκλησία είναι και το επιχρυσωμένο εικονοστάσιο. Στο ξυλόγλυπτο διάκοσμο του εικονοστασίου υπάρχει ο φτερωτός λέων του Αγίου Μάρκου, ο δικέφαλος αετός και στους στύλους εικονίζεται δύο φορές το οικόσημο του Ντε Κορόν, οι τρεις ήλιοι. Το 1783 το εικονοστάσι, που φαίνεται αντιμετώπιζε προβλήματα αφού πρώτα επιδιορθώθηκε, χρυσώθηκε με ενέργειες του Χρυσάνθου Οικονόμου της Μονής Ποδίθου. Ίσως τότε να μεταφέρθηκε η εικόνα και ξυλόγλυπτα τμήματα του αρχικού εικονοστασίου, τα οποία ήταν σε κατάσταση καλής διατήρησης, στο μικρό παρεκκλήσι της Θεοτόκου που μετονομάστηκε σε Αρχάγγελο.

Όπως είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Χατζηχριστοδούλου, ο ταλαντούχος ζωγράφος που ιστόρησε την εικόνα του Αρχαγγέλου της Ποδίθου, ζωγράφισε και την εικόνα του Αρχαγγέλου με την ίδια ονομαστική επιγραφή από την εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Άγιο Νικόλαο Πάφου καθώς και την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Θαρενού από τα Πριγκιπόνησα, που βρίσκεται στο Πατριαρχικό Μέγαρο στη Κωνσταντινούπολη.

Το μοναστήρι της Ποδίθου είχε επισκεφθεί το 1734 ο Ρώσος μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ, ο οποίος σημείωσε στο οδοιπορικό του ότι στο παρακείμενο διώροφο πλινθόκτιστο κτίριο διέμεναν δύο μοναχοί. Όπως αναφέρει, το μοναστήρι βρισκόταν κοντά στον κύριο δρόμο με αποτέλεσμα Τούρκοι περαστικοί να εισέρχονται σ' αυτό και να δημιουργούν πολλά προβλήματα. Το μοναστήρι αναφέρεται και από τον αρχιμανδρίτη Κυπριανό, το 1788, ως ένα από τα μοναστήρια της τότε Ιεράς Μητροπόλεως Κυρηνείας. Σε κατάστιχο της αρχιεπισκοπής Κύπρου του έτους 1825 αναφέρεται ότι διέμεναν σ' αυτό τουλάχιστον δύο μοναχοί. Στη συνέχεια παρήκμασε και εγκαταλείφθηκε, μετά τα τραγικά γεγονότα του 1821. Ακολούθως η κτηματική περιουσία νοικιαζόταν από τη μητρόπολη Κυρηνείας σε ιδιώτες, όπως τον ιερομόναχο Σωφρόνιο, ο οποίος διέμενε εκεί από το 1842 έως το 1876. Γύρω στα 1850 ο Σωφρόνιος ίδρυσε στο κτίριο του μοναστηριού το πρώτο δημοτικό σχολείο της Γαλάτας και δίδαξε στα παιδιά του χωριού τα πρώτα τους γράμματα.