Αρχική Αρχιερατικές Περιφέρειες Νέα-Δραστηριότητες Λόγος εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Μάμαντος, ἐκφωνηθεὶς εἰς τὸν ἱερὸν αὐτοῦ ἐν Μόρφου ναὸν τῇ 2ᾳ Σεπτεμβρίου 2016
en el fr
Λόγος εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Μάμαντος, ἐκφωνηθεὶς εἰς τὸν ἱερὸν αὐτοῦ ἐν Μόρφου ναὸν τῇ 2ᾳ Σεπτεμβρίου 2016 Εκτύπωση
Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Λήδρας κ. Ἐπιφανίου
Ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ

Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Λήδρας κ. Επιφάνιος, Άγιος Μάμας 2016 Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, προσκεκλημένοι στὴν ἑορτὴν ταύτην τῆς ὁποίας ἑστιάτωρ καὶ οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Μάμας, συνάθροισις τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀνταποκρινομένη στὸ κάλεσμα τοῦ ἁγίου παιδομάρτυρος, εὐλογία καὶ χάρις εἴη μεθ᾽ ὑμῶν.

Ὁ ἅγιος Μάμας εἶναι ὁ οἰκοδεσπότης, διότι βρισκόμαστε στὸν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἐπ᾽ ὀνόματί του, καὶ εἶναι καὶ ὁ ἑστιάτωρ, διότι μέσα ἀπὸ τὰ τροπάρια, τὰ ἀναγνώσματα καὶ τοὺς ὕμνους μᾶς παραθέτει, ὡς ἄλλα ἐδέσματα, τὰ παλαίσματα, τὰ βασανιστήρια, τοὺς ἄθλους καὶ ἐν γένει ἅπαντα τὰ ἀνδραγαθήματα τοῦ μαρτυρίου του.

Ὁ Ἅγιος μᾶς συγκάλεσε ἐκ τῶν τεσσάρων μερῶν τῆς νήσου μας, ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν καὶ ἀπὸ νότου ἕως βορρᾶ, ἀπὸ ὅπου πρὶν ἀπὸ πολλὲς δεκαετίες ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀνάγκασε νὰ διασκορπισθοῦμε. Καὶ δικαίως ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπῆλθεν ἐφ᾽ ἡμᾶς, διότι «ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν» (Δαν. θ´ 5· Ψαλμ. ρε´ 6· Μέγας Κανὼν Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, εἱρμὸς ζ´ ᾠδῆς) ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα δέ, ἡ ἁμαρτία μας ἦταν τόσο μεγάλη διότι διχαστήκαμε, κομματιστήκαμε καὶ ἀδελφοκτονήσαμε. Τραυματίσαμε μέσα μας θανάσιμα τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον. Προσβάλαμε τὴν Ἀγάπην, τὸν Θεόν. Τὸν ἐκδιώξαμεν ἀπὸ τὴν καρδίαν μας. Ἐγκαταλείψαμεν τὸν Θεὸν καὶ ἐστερηθήκαμε τὴν χάριν Του, τὴν προστασίαν Του, τὴν πρόνοιάν Του. Δώσαμεν δικαιώματα στὸν διάβολον νὰ μᾶς «σινιάσει ὡς τὸν σῖτον» (Λουκ. κβ´ 31), νὰ μᾶς κοσκινίσει μέσα στοὺς πειρασμούς. Ἐφαρμόστηκε σ᾽ ἐμᾶς ὁ πνευματικὸς νόμος καὶ ἐκπληρώθηκε τὸ παλαιοδιαθηκικὸν λόγιον «καὶ τοῖς καταλειφθεῖσιν ἐξ ὑμῶν ἐπάξω δουλείαν εἰς τὴν καρδίαν αὐτῶν ἐν τῇ γῇ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, καί διώξεται αὐτοὺς φωνὴ φύλλου φερομένου, καὶ φεύξονται ὡς φεύγοντες ἀπὸ πολέμου, καὶ πεσοῦνται οὐδενὸς διώκοντος» (Λευϊτ. κϚ´ 36). Δηλαδή, ὁ Θεὸς μᾶς λέει ὅτι ἀπομακρυνόμενοι ἀπὸ ἐμένα, δὲν ὑπάρχει ὁ ὑπερασπιστὴς καὶ σωτήρας σας, ἀλλά, τέτοιον φόβον καὶ τέτοιαν δειλίαν θὰ ἔχει ἡ καρδιά σας, ὥστε μόνον μὲ τὸ θρόισμα τοῦ φύλλου θὰ ἐξαφανίζεσθε χωρὶς νὰ σᾶς καταδιώκει κανένας.

Κατὰ τὴν δικαίαν κρίσιν τοῦ Θεοῦ ἐπῆλθεν ἐφ᾽ ἡμᾶς ἡ ὀργή Του, «ἄγγελος σατᾶν ἵνα ἡμᾶς κολαφίζῃ» (Β´ Κορ. ιβ´ 7), γιὰ νὰ μᾶς τιμωρεῖ, «ἵνα μὴ ὑπεραιρόμεθα» (αὐτόθι), γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανευόμαστε, ἀλλὰ γιὰ νὰ ταπεινωθοῦμε. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα: ἔξωσις ἐκ τοῦ τόπου μας διότι ὁ Θεός μας εἶναι ἀπὼν καὶ δὲν ὑπάρχει ὁ δυνατός, ὁ ἰσχυρός, ὁ σώζων ἡμᾶς· πόνος, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς διότι μᾶς ἀτίμωσαν, μᾶς ἐξευτέλισαν, μᾶς ἐμυκτήρισαν· δάκρυα καὶ πένθος γιὰ τὴν ἀπώλειαν προσφιλῶν καὶ ἀγαπημένων προσώπων· σκότος καὶ καταχνιὰ ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν κατάθλιψη. Καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις, ἰσόβια κάθειρξις τῆς γῆς μας καὶ τῆς ψυχῆς μας. Καὶ ὡμοιωθήκαμεν μὲ τὸν Ἰωνᾶν στὴν κοιλία τοῦ κήτους. Φεῦ τῆς τραγωδίας!

Ἀλλὰ καὶ πάλιν, δόξα τῷ Θεῷ, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ. Διότι ἐκεῖ μέσα στὸν δικόν μας ᾅδην, στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεώς μας, θυμηθήκαμε τὸν Κύριον τῆς δόξης, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ ἐβοήσαμεν ἐν θλίψει, καὶ ἐκράξαμεν ἐν στεναγμοῖς πρὸς Αὐτόν, καὶ Αὐτὸς ἐμνήσθη τῆς διαθήκης «ἣν διέθετο πρὸς τοὺς πατέρας» μας (Ἱερ. ια´ 10), ἐπικαμπτόμενος ἐκ τῶν παρακλήσεων καὶ ἱκεσιῶν μας, καὶ ἄλλαξε τὴν ποινήν. Μᾶς ἔδωσε χάριν καὶ μᾶς ἀπάλλαξε τῆς βαριᾶς ποινῆς. Οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, ἔκανε πέρα τὴν ὀργήν, μᾶς ἀπελευθέρωσε τῆς φυλακῆς, μᾶς ἔδωσε τόπον ἐλευθερίας, ἔθραυσε τὶς πύλες τοῦ ᾅδου, σκούπισε τὸ δάκρυ, ἁπάλυνε τὸν πόνον, παρηγόρησε τὴν καρδιά, ἀνέστησε τὸ πεπτωκός. Ἄφησε ὅμως, ὡς Ἀγάπη καὶ ἀγάπης ἔμπλεως γιὰ τὰ παιδιά του, καὶ θέλοντας νὰ τὰ προστατεύσει ἀπὸ χειρότερες πτώσεις, ἕνα μέρος τῆς ὀργῆς Του ἐπὶ τῶν κεφαλῶν μας. Κι αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανε ἀπὸ θυμὸ ἢ ὀργή, ἀλλὰ ἀπὸ παιδαγωγία, γιὰ νὰ μᾶς συνετίσει, νὰ μᾶς διδάξει καὶ νὰ μᾶς ἀσφαλίσει στὴν ταπείνωση, ὥστε τὰ παθήματά μας νὰ μᾶς γίνουν μαθήματα.

Ἀλλά, ἀλίμονόν μου! Πρόκειται νὰ ἀναλάβω τὸν θρῆνον τοῦ Ἀδὰμ ὅταν ἔξω ἀπὸ τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου ἐκδιώχθηκε. Κι αὐτὸ ἀναλογίζομαι νὰ τὸ κάνω, διότι οὐκ ἐσυνετίσθημεν, «οὐδὲ συνετηρήσαμεν, οὐδὲ ἐποιήσαμεν» (Μέγας Κανὼν Ἁγ. Ἀνδρέου Κρήτης, εἱρμὸς ζ´ ᾠδῆς) καθὼς ὁ δεσπότης Χριστὸς μᾶς παρήγγειλε. Οὔτε ἐμάθαμεν ἀπὸ τὰ παθήματά μας, οὔτε ἐδιδαχθήκαμεν ἀπὸ τὴν ἱστορίαν μας. «Δύο χωριάτες δὲν μποροῦμεν νὰ κάμουμεν χωρκόν», ἀλλὰ ἐβασίλευσεν ἐφ᾽ ἡμᾶς ἡ διχόνοια, ἡ κομματικοποίησις, ἡ διάσπασις τῆς δύναμης.

Ἀπὸ τὴν ἄλλην, ὁ Ἐφιάλτης τῶν Θερμοπυλῶν ξανακτυπᾶ καὶ κλωνοποιεῖται μὲ γεωμετρικοὺς ρυθμούς, καὶ ὁ μέχρι πρό τινος δάκτυλος τῶν ξένων Δυνάμεων ἔγινε τώρα παλάμη ἰσχυρὰ στὴν ρύθμισιν τῶν ἐσωτερικῶν καὶ τῶν ἐξωτερικῶν μας ὑποθέσεων. Ἡ ἐπίκλησις τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐπωνύμους ἢ καὶ ἀσήμους πολιτικοὺς καὶ πολιτειακοὺς ἐκπροσώπους γίνεται, εἴτε πρὸς παραπλάνησιν, εἴτε πρὸς χλεύην, εἴτε πρὸς τακτοποίησιν τῶν ἐθνικῶν μας προβλημάτων «μαγικῷ τῷ τρόπῳ», εἴτε πρὸς ἰδίαν δόξαν.

Παρὰ ταῦτα ὅμως, ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ ἐνεργεῖ ἀπερίγραπτα, ὑπέρλογα καὶ ταπεινά. Ἔχει μάλιστα ἐπιφορτίσει τοὺς ἁγίους Του μὲ τὴν διακονίαν τοῦ ποιμνίου Του. Ἕνας ἐξ αὐτῶν, ὁ ἅγιος Μάμας, εἶναι παρὼν ὁρατῶς καὶ ἀοράτως μαζί μας, ἐξαιρέτως αὐτὴν τὴν στιγμήν, καὶ εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς συνήθροισεν ὅλους ἐδῶ. Ἐκδιώχθηκε καὶ αὐτός, ἀλλὰ ἐπέστρεψε πρῶτος, καὶ μᾶς ἄνοιξε τὴν ὁδὸν τῆς εἰσόδου εἰς τὸν οἶκόν του, τὴν ὁδὸν τοῦ μαρτυρίου μας. Ἦταν ὁ πρωτοστάτης καὶ πρωτεργάτης ὥστε ἡ ἀπαρχὴ τῶν προσφερομένων ἀναιμάκτων θυσιῶν στὸν ἐσταυρωμένον τοῦτον τόπον, νὰ ἀρχίσουν ἀπὸ τὸν δικόν του ναόν. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀντήχησε ὁ θρίαμβος τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὸν βορρᾶν μὲ τὴν ἐκφώνησιν, «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν», στὸν ἱερὸν τοῦτον οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἀφιερωμένον στὸν παιδομάρτυρα Μάμαντα.

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὁρμώμενοι ἐκ τῶν τεσσάρων μερῶν τῆς νήσου μας, ἤλθαμε ἐδῶ γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸν μεγαλομάρτυρα. Καὶ ἡ τιμὴ ποὺ ἤλθαμε νὰ καταθέσουμε δὲν εἶναι μόνο ἕνα πρᾶγμα, ἀλλὰ πολλά: εἶναι τὸ πρόσφορο καὶ τὸ νάμα γιὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν· εἶναι τὸ πεντάρτι καὶ τὸ σιτάρι καὶ τὸ κρασὶ γιὰ τὴν ἀρτοκλασία· εἶναι τὰ κεριὰ γιὰ τὸ φῶς· εἶναι τὸ θυμίαμα γιὰ τὴν εὐωδίαν· εἶναι τὸ λάδι γιὰ τὰ καντήλια· εἶναι ἡ καρδιά μας καὶ τὸ περιεχόμενό της. Τί κρύβει αὐτὴ ἡ καρδιά μας! Τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημοὺς μιᾶς ζωῆς, μιᾶς ζωῆς αἰώνων ἀδιάκοπης φυλακῆς καὶ βασάνων, ἔχοντας τὴν σπάθην τοῦ ἐξουσιαστῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μας καὶ ὑπομένοντας καρτερικὰ τὸ αὔριον, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ εἶναι καλύτερον τοῦ σήμερα.

Γνωρίζοντας δὲ ἐξ ἰδίας πείρας ὅτι οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτῆς, οἱ μεγάλοι καὶ ἐξουσιαστὲς τοῦ κόσμου τούτου, οἱ ὁποῖοι συνεργάζονται μεταξύ τους καὶ τὰ βρίσκουν καὶ δὲν ὑπολογίζουν κανέναν, εἰδικὰ ἐμᾶς τοὺς μικροὺς καὶ ἄσημους, κάνουν τὰ δικά τους προγράμματα ἐπὶ τῆς γῆς, προκρίνουν τὸ συμφέρον τους, ἀδιαφοροῦν γιὰ ὅλα καὶ ἀντιμετωπίζουν τοὺς συνανθρώπους τους ὡς ἀριθμούς, ξέρουμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ μᾶς εἰσακούσουν ἔστω καὶ στὸ ἐλάχιστον. Ἡ καρδιά μας τὸ ξέρει, ἀλλὰ ξέρει καὶ κάτι ἄλλο. Ξέρει ὅτι αὐτοὶ οἱ μεγάλοι καὶ ἐξουσιαστές, ὅσα προγράμματα καὶ ἂν κάνουν, ὅσους ὑπολογισμοὺς καὶ ἂν κάνουν, δὲν μποροῦν καὶ δὲν θὰ μπορέσουν ποτὲ νὰ ὑπολογίσουν τὸν Θεὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν Του. Κι αὐτὸ ἐμεῖς τὸ γνωρίζουμε.

Καὶ γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ὅλων αὐτῶν τῶν «μεγάλων» ὑπάρχει μεγαλύτερος, καὶ εἶναι ὁ Θεὸς τῆς δόξης, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Κύριος καὶ Θεός μας. Καὶ Αὐτός, «οὐκ ἐάσει ὑμᾶς ὀρφανοὺς πώποτε». Μᾶς λέει: «Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου» (Ἡσ. μθ´ 15). Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀφήσει ποτὲ ὀρφανούς. Ἔστω καὶ ἐὰν ἡ γυναίκα ξεχάσει τὰ παιδιά της -πρᾶγμα ἀδύνατον- ἐγώ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σου, δὲν ὑπάρχει περίπτωση νὰ σὲ ξεχάσω. Ἀπόδειξις γιὰ μᾶς τοῦτο: Ἡ δεσποτικὴ παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀνάμεσά μας διὰ τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς του Εἰκόνος τοῦ Χρυσοσώτηρος τῆς Ἀκανθοῦς. Ἐξαίρετη δὲ ἀπόδειξις, ἡ ἐπιγραφή: «Σωτήρ». Δηλαδή, ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει, εἶναι παρὼν καὶ τὸ διακηρύττει.

Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, ἐπιστρέφοντας κοντά Του καὶ μὴ ἔχοντες παρρησίαν νὰ ἀτενίσωμεν τὸ πρόσωπόν Του ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μας, προστρέχοντες στὸν ἅγιόν Του θεράποντα μεγαλομάρτυρα Μάμαντα καὶ γονυπετύσαντες ἔμπροσθεν τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς του εἰκόνος ψυχῇ τε καὶ καρδίᾳ καὶ σώματι, ἐκ βάθους καρδίας ἀναβοῶμεν:

«Ἅγιε μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Μάμα, ὁ ἁγίων μαρτύρων βλαστός, ὁ μέγας παιδομάρτυς, ὁ μεγάλως πειρασθεὶς καὶ ἐνδόξως στεφανωθείς, ὁ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ ἐπὶ τυραννικῶν βημάτων κρατήσας καὶ βασάνοις πολλοῖς ὑπομείνας, ὁ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον ἀξιωθεὶς καὶ δόξῃ αἰωνίᾳ τιμηθείς, ὁ διὰ ταῦτα πάντα λαβὼν παρρησίαν πρὸ προσώπου Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἡγαπημένου σου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος καὶ εὑρηκὼς χάριν παρ᾽ Αὐτῷ, σοῦ δεόμεθα καὶ σὲ παρακαλοῦμεν, ἅγιε μεγαλομάρτυς Μάμα, δεήθητι τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐξελεῖται ἡμᾶς ἐκ τῆς τοῦ ἀντικειμένου χειρός, ἐλευθερῶν χεῖράς τε καὶ πόδας τοῦ λαοῦ Αὐτοῦ· ὁδοποιήσῃ τὴν τρίβον ἡμῶν· ἐπιστρέψῃ ἡμᾶς εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ἡμῶν· στερεώσῃ τοὺς οἴκους τῶν δούλων Αὐτοῦ· ἁγιάσῃ τὰ κατεσκαμμένα· εὐλογήσῃ τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητος Αὐτοῦ· ἀφανίσῃ τὰ πονηρὰ διαβούλια· φωταγωγήσῃ τὸ σκότος· ἀποκαλύψῃ τὰ κεκρυμμένα· συμβιβάσῃ τὰ διεστῶτα· εἰρηνεύσῃ τὰς καρδίας· ποιήσῃ μίαν ποίμνην ὑπηκόων προβάτων τοὺς εἰς τὸ ἅγιον ὄνομα Αὐτοῦ πιστεύοντας καὶ ἐγκεντρίσῃ εἰς τὴν καλλιέλαιον Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ τὰ ἀλλογενῆ ἔθνη τὰ ἐπιποθοῦντα τὴν σωτηρίαν αὐτῶν· ἐνισχύσῃ τὴν καρδίαν τῶν δούλων Αὐτοῦ εἰς τὸ ἀγαθόν, κατακοσμῶν αὐτὴν ἀρετῶν καὶ χαρίτων· καὶ ταῦτα ποιήσει οὐ μόνον ἐπὶ τῶν ἐπιγείων καὶ ρευστῶν, ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον ἐπὶ τῶν ἐπουρανίων, ἀληθῶν καὶ αἰωνίων. Πάντα ταῦτα προσάγαγε τῷ Κυρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ τῷ Σωτῆρι, ὦ μεγαλομάρτυς. Βαθυσεβάστως καὶ εὐγνωμόνως εὐχαριστοῦμέν σοι. Τὸ μικρὸν τοῦτο ψέλλισμα οὐχ ἱκανόν ἐστιν ἀντισταθμίσαι τὸ πλῆθος τῆς ἀγάπης καὶ τῶν εὐεργεσιῶν σου ἅτινα χαρίζεις εἰς ἡμᾶς, οὐδὲ τῶν πρὸς ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ δωρεῶν διὰ τῶν πρεσβειῶν σου. Ἀλλ᾽ ὡς εὐγνώμονες δοῦλοι, γινώσκοντες ὅτι καὶ παίδων ψελλίσματα γίνονται ἀποδεκτά, ἐκ βαθέων καρδίας εὐχαριστοῦμέν σοι, δοξολογοῦντες τὸν ἐν Τριάδι ἕνα Θεόν, τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».