Αρχική Μητροπολίτης Άρθρα Εκκλησία και πολιτισμός
en el fr
Εκκλησία και πολιτισμός Εκτύπωση

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Όπως μας πληροφορεί το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, οι τέσσερεις Ρωμαίοι στρατιώτες που σταύρωσαν τον Χριστό, μοίρασαν μεταξύ τους τα ενδύματά Του : «έλαβον τα ιμάτια αυτού και εποίησαν τέσσαρα μέρη, εκάστω στρατιώτη μέρος» (Ιω., 19, 23 ). Όσο για τον χιτώνα του Κυρίου, «είπον ουν προς αλλήλους. μη σχίσωμεν αυτόν, αλλά λάχωμεν περί αυτού τίνος έσται·»(Ιω. 19, 24). Αποφάσισαν δηλαδή να τον βάλουν σε κλήρο, γιατί ο χιτώνας «ην άρραφος, εκ των άνωθεν υφαντός δι' όλου» (Ιω., 19, 23).

Αυτή η αναφορά στο χιτώνα, είναι νομίζω ιδιαίτερα χρήσιμη, αν θέλουμε να καταλάβουμε την στάση της Εκκλησίας απέναντι στον πολιτισμό. Ο Χριστός, ο προαιώνιος Λόγος, με τη Σάρκωση έγινε άνθρωπος μιας συγκεκριμένης εποχής, ενέταξε τον εαυτό του στις συμβάσεις και τα δεδομένα του κόσμου. Επομένως, επέλεξε και ένα τρόπο ενδύσεως. Φορώντας δε το συγκεκριμένο ένδυμα -το οποίο ίσως, δεν ξέρουμε, να ήταν εργόχειρο της ίδιας της μητέρας Του, της υπεραγίας Θεοτόκου- προσλαμβάνει ταυτόχρονα και τον πολιτισμό του οποίου το πανέμορφο στη λιτότητά του υφαντό, ήταν έργο. Ο «ιματισμός» του Χριστού είναι παράγωγο μιας εποχής, έργο πολιτισμού, που συμπυκνώνει αντιλήψεις, γνώσεις, συμβολισμούς, φέρει τη σφραγίδα του καιρού του σε πολλά επίπεδα, το χρηστικό, το αισθητικό, κλπ.

Ο Χριστός λοιπόν επέλεξε αυτό το ένδυμα αντί οποιουδήποτε άλλου. Ένα χιτώνα υφαντό, μονοκόμματο, χωρίς ραφές. Του οποίου την πρωτογενή, απλή, ωραιότητα, δεν μπόρεσαν να αντιπαρέλθουν ούτε και οι αγροίκοι σταυρωτές, αφού ακόμα και στα δικά τους μάτια αντιπροσώπευε μια αξία πέραν της χρηματικής του αποτίμησης, γι' αυτό και δεν τόσχισαν για να το μοιράσουν σε τέσσερα όπως έκαναν με τα υπόλοιπα.

Η επιλογή αυτή του Χριστού, που παραπέμπει πάντα στο μυστήριο της εν τω κόσμω παρουσίας Του, ανοίγει διαστάσεις που ήταν αδιανόητες προηγουμένως. Το υπέρ λόγον Κάλλος, προσλαμβάνει και ενδύεται το αισθητικό κάλλος, υπό μορφήν χιτώνος. Παίρνει δηλαδή το εργόχειρο των ανθρωπίνων χεριών, το έργο ενός πολιτισμού, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να είναι απλώς «χρήσιμο», «ωραίο», «κομψό», «μεγαλοπρεπές» κλπ, και του δίνει τη δυνατότητα να είναι σε επαφή με το άδυτο Κάλλος, να μπορεί δηλαδή να κοινωνεί με την χάρη που νικά τη φθορά και το θάνατο.

Υπ' αυτή την έννοια, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι η κατά σάρκα γέννηση του Θεού ήταν η κορυφαία στιγμή του πολιτισμού. Αφού ο Χριστός προσλαμβάνει το ανθρώπινο πρόσωπο στην ολότητά του, προσλαμβάνει και τον πολιτισμό ο οποίος είναι αναπόσπαστο μέρος του προσώπου μας. Όχι για να αναγάγει τον χιτώνα σε αυτοαξία αλλά -μέσω του αισθητικού, της αισθητικής μορφής- να οδηγήσει τον άνθρωπο στο υπέρ λόγον, δηλαδή στον Εαυτό Του, μετουσιώνοντας το ανθρώπινο σε Θεανθρώπινο. Κάτι που από τη Σάρκωση και εντεύθεν αποτελεί πλέον μια δυνατότητα που προσφέρεται σε όλους.

Αυτή είναι και η στάση της Εκκλησίας απέναντι στο πολιτισμό, αφού, ως Σώμα Χριστού, προεκτείνει το μυστήριο της Σαρκώσεως μέσα στον κόσμο. Προσλαμβάνει δηλαδή τα ανθρώπινα, και τους προσφέρει μια προοπτική αφθαρσίας. Παίρνει τις πολιτισμικές μορφές κάθε εποχής και τους δίνει άλλη διάσταση μεταβάλλοντάς τις σε δοχεία χάριτος. Παίρνει την ελληνική γλώσσα και την καθιστά φλεγόμενο όχημα του Ευαγγελίου. Παίρνει την πλατωνική και αριστοτελική εννοιολογία και τις κάνει να διατυπώνουν τη Χριστολογία και τη θεολογία της Τριάδος. Παίρνει τα χρώματα και τις ζωγραφικές φόρμες και χαρίζει στον κόσμο την Εικόνα. Παίρνει το μέλος, την ποίηση, το θέατρο, και τα χρησιμοποιεί ως πρώτες ύλες για να χτίσει τη Λειτουργία μέσα στην οποία τελείται το ύψιστο μυστήριο. Παίρνει το μέτρο της αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής για να χτίσει τους οίκους του αχειροποίητου. Ακόμα και λαϊκά έθιμα, ή παγανιστικές τελετές, προσλαμβάνει η Εκκλησία και τα καθαρίζει προσδίνοντάς τους άλλο στόχο και άλλες διαστάσεις.

Η τέχνη, η πολιτική, οι θεσμοί, η τεχνολογία, αποτελούν το φύραμα του κόσμου. Η Εκκλησία δεν έρχεται να προτείνει άλλο φύραμα, φτιαγμένο από κάποια άλλα «καλύτερα» υλικά, αλλά δωρίζει τη μαγιά που «όλον το φύραμα ζυμοί» (Γαλ. 5, 9), που μετουσιώνει τον κόσμο. Μπολιάζει τον πολιτισμό, την τέχνη, την πολιτική, τους θεσμούς και γενικά την ιστορική διάσταση του ανθρώπου, ανοίγοντάς την στην προοπτική της Βασιλείας. Αγγέλλει στον άνθρωπο ότι τα δικά του δεδομένα, ο δικός του τρόπος, μπορούν να ανοιχτούν στην αγιότητα.

Γι' αυτό και στη δική μας παράδοση, την ορθόδοξη παράδοση, υπήρχε πάντοτε αυτή η στενή σχέση πολιτισμού και αγιότητας. Φυσικά και σε όλους τους μεγάλους πολιτισμούς της ανθρωπότητας, ο πολιτισμός περιστρεφόταν πάντοτε γύρω από το ιερό. Η διαφορά είναι ότι στους προχριστιανικούς πολιτισμούς η ανθρώπινη αναζήτηση δεν μπορούσε να φτάσει μακρύτερα από τον χιτώνα ως τέτοιον, να υπερβεί δηλαδή μια πολιτισμική μορφή. Ενώ για μας τους Χριστιανούς, ο τελικός στόχος δεν είναι ο όποιος αισθητικά ωραίος χιτώνας, αλλά -δια του χιτώνος- το πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού. Η ορθόδοξη εικόνα θα ήταν απλώς μια καλή ζωγραφιά, μια παροδική μόδα, χωρίς τη θεολογία στην οποία παραπέμπει.

Φυσικά, στη σύγχρονη εποχή βλέπουμε παντού μια εκτεταμένη προσπάθεια να εκτοπιστεί το ιερό από τον κόσμο και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ο πολιτισμός ο οποίος επικρατεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα -και έχει ως πηγή του τις δυτικές κοινωνίες- είναι πολιτισμός της αποϊέρωσης του κόσμου. Ένας πολιτισμός που γέννησε την «τέχνη για την τέχνη», το «θάνατο του Θεού», τους ολοκληρωτισμούς του 20ου αιώνα, την αυτονόμηση της τεχνολογίας πέρα από κάθε ηθικό φραγμό. Ωστόσο, όλ' αυτά είναι πράγματι καινούργια; Μήπως και οι αγροίκοι εκείνοι λεγεωνάριοι, οι οποίοι μοίραζαν τα ενδύματα του Χριστού κάτω απ' τον σταυρό, δεν είχαν μια παρόμοια προσέγγιση; Ενώ λίγα λεπτά προηγουμένως -τυφλοί σε όλα τα επίπεδα- είχαν σταυρώσει το Κάλλος, όταν η μοιρασιά έφτασε στον χιτώνα, αποφάσισαν να μη σχίσουν το άρραφο υφαντό γιατί είδαν το κάλλος του υφάσματος. Η οπτική τους δηλαδή δεν έφτανε πέρα από το αισθητό κάλλος, όπως περίπου το «η τέχνη για την τέχνη»...

Ωστόσο, επειδή ο πολιτισμός της αποϊέρωσης δεν μπορεί τελικά να αναπαύσει τον άνθρωπο, βλέπουμε στην εποχή μας να αυξάνει η νοσταλγία και η αναζήτηση. Γι' αυτό και ακούμε σήμερα στην Ευρώπη να λένε ότι πέρα από οικονομική ένωση χρειάζεται και ένωση πολιτισμική, ή, ακόμα βλέπουμε κάποιους να φτάνουν μέχρι το μακρυνό Θιβέτ αναζητώντας τη χαμένη ιερότητα του κόσμου. Παρ' όλα όμως τα αδιέξοδά του, ο παγκοσμιοποιημένος αυτός πολιτισμός έχει ακόμα τεράστια δύναμη επιβολής, κυρίως χάρη στη νέα τεχνολογία, και λίγο πολύ μπορούμε να πούμε ότι εισβάλλει παντού απειλώντας με ισοπέδωση τους τοπικούς πολιτισμούς.

Και η εισβολή αυτή δεν χρειάζεται όπλα. Αφού καταφέρνει να αλλοιώσει την αντίληψή μας για το χρόνο, τη σχέση μας με τη φύση κα τα πράγματα, τις διατροφικές μας συνήθειες, τους τρόπους κοινωνικοποίησης και ψυχαγωγίας. Γι' αυτό ως λαός και ως Εκκλησία θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα του πολιτισμού, γιατί στο χώρο αυτό διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξή μας.

Σε μερικά θρησκευτικά περιβάλλοντα υπάρχει ακόμα μια επιφύλαξη όταν γίνεται λόγος για τον πολιτισμό, την τέχνη η την κουλτούρα. Άν τέτοια όμως είναι η αντιμετώπισή μας, και άν δεν έχουμε να προτείνουμε τίποτα στο επίπεδο του πολιτισμού, τότε αυτό το κενό θα το γεμίσει αυτομάτως η εισαγόμενη παγκοσμιοποιημένη υποκουλτούρα. Η κουλτούρα, όταν είναι ειλικρινής, ακόμα και η μη χριστιανική, αποτελεί ένα κατώφλι του μυστηρίου. Γι' αυτό και πρέπει η Εκκλησία να την αγκαλιάσει, να την στηρίξει να της δώσει κίνητρα.

Πέραν τούτου, ο πολιτισμός δεν είναι κλεισμένος σ' ένα ζωγραφικό τελάρο ή γενικά στην αισθητική παραγωγή, όπως τείνουν να πιστεύουν μερικοί. Η δική μας παράδοση βλέπει τα πράγματα μέσα από μια «επικίνδυνη», για ορισμένους, οπτική : πολιτισμός είναι να ασχοληθείς με τη γη και να τη σεβαστείς. Πολιτισμός είναι να θεωρήσεις το γάμο σου ως ένα δρόμο αυτογνωσίας και απελευθέρωσης από τον εγωισμό σου. Πολιτισμός είναι η μαγειρική, η διασκέδαση, το πανηγύρι, το χορός. Πολιτισμός είναι οπωσδήποτε η μουσική, μια από τις πιο δυνατές πλευρές της ανθρώπινης δημιουργίας, και η ζωγραφική, της οποίας το αποκορύφωμα, στην Εκκλησία, ήταν να απεικονίσει τον ίδιο τον Θεό. Όλες οι ανθρώπινες εκδηλώσεις και εκφράσεις, μπορούν να μετουσιωθούν, να ενταχθούν στην προοπτική της αγιότητας.

Μεγαλώσαμε σ' έναν πολιτισμό που έβαζε ως στόχο το «αμήχανον κάλλος» της αγιότητας. Σήμερα αντιμετωπίζουμε έναν πολιτισμό ο οποίος πάει μόνο μέχρι το κάλλος ενός χιτώνα σχεδιασμένου από διάσημους μόδιστρους. Μάθαμε από το δικό μας πολιτισμό ότι αφού ο άνθρωπος είναι ένας, ψυχή και σώμα, η ομορφιά πρέπει να διατρέχει όλες του τις εκδηλώσεις, το σπίτι του, τα ρούχα του, το φαΐ του. Σήμερα αντιμετωπίζουμε έναν πολιτισμό όπου η αισθητική έγινε ειδικότητα για «μυημένους» και τα έργα τέχνης είδη κατανάλωσης για φουσκωμένα βαλάντια. Κι ενώ κάποτε όταν λέγαμε «πολιτισμός» εννοούσαμε μια ποιότητα που διακρίνει όλες τις εκδηλώσεις του ανθρώπου, σήμερα εννοούμε τις «πολιτιστικές εκδηλώσεις» των φεστιβάλ που συνοδεύουν την καθημερινή ασχήμια της σύγχρονης ζωής και δυστυχώς δεν παρηγορούν τον άνθρωπο. Ενώ κάποτε ο πολιτισμός ήταν κτήμα και τόπος της κοινότητας, σήμερα επικρατεί ο κατακερματισμός και αυτάρκεια των «καλλιεργημένων».

Αυτές οι αναπόφευκτες συγκρίσεις, τις οποίες πιστεύω κάνει μέσα του ο καθένας μας, αντανακλούν στην πραγματικότητα τα φοβερά διλήμματα που αντιμετωπίζουμε, ως πρόσωπα αλλά και ως λαός με μακραίωνη παράδοση. Είναι ενδείξεις και για τις φοβερές αντιφάσεις στις οποίες περιπίπτουμε ενίοτε ως κοινωνία, αφού περάσαμε, με πολύ γρήγορους ρυθμούς, από την αγροτιά σ' αυτό που λένε μεταμοντέρνο. Βρεθήκαμε δηλαδή ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα κι ενώ οι γονείς μας θερίζαν με το δρεπάνι εμείς περιπλανόμαστε στον «ού τόπον» της εικονικής πραγματικότητας.

Όλες αυτές οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουμε μπροστά μας έναν αγώνα πολιτισμού. Θα έλεγα μάλιστα έναν τιτάνιο αγώνα πολιτισμού. Όχι για να κρατήσουμε κάποιο φολκλόρ, ή για να μείνουμε πιστοί σε κάποια ιδέα περί πολιτισμικής ή φυλετικής καθαρότητας. (Γιατί πολλές φορές η αναζήτηση της παράδοσης και της ταυτότητας μετατρέπονται σε προσχήματα και οδηγούν στην απομόνωση και τον φυλετισμό). Αλλά για να βρούμε, να γνωρίσουμε, ν' αγαπήσουμε και να κρατήσουμε την πραγματική βάση του δικού μας πολιτισμού, της δικής μας ορθόδοξης ελληνικής παράδοσης, που δεν είναι άλλη από την ελευθερία. Είμαστε κληρονόμοι ενός πολιτισμού ελευθερίας.

Ανοίγεται λοιπόν μπροστά μας ένα μακρύ στάδιο μαθητείας, γνωριμίας, εξοικείωσης μ' αυτό που μας παρέδωσαν οι πατέρες και πρόγονοί μας. Και άν μάθουμε να αφουγκραζόμαστε τη φωνή του τόπου μας, τότε δεν θα μπορεί να μας αγγίξει η σύγχυση του σύγχρονου κόσμου. Γιατί αυτή η φωνή επαναλαμβάνει σιγανά μέσα από τους αιώνες πως : ο κάθε ωραίος χιτώνας του κόσμου τούτου (το κάθε έργο πολιτισμού), μπορεί -αν το θελήσουμε- ν' αγγίξει το φως, να γίνει δίαυλος της χάριτος του Θεού.

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό «Ύλαντρον» τεύχος , Νοέμβριος 2001