Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται,
εἰμὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»
Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, θέτει ἐνώπιόν μας σημαντικώτατα ζητήματα πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἀρετῶν καὶ τρόπων πνευματικοῦ ἀγώνα, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ χριστιανὸς νικᾶ κατὰ κράτος τὰ ἐναντίον του πεμπόμενα φλογερὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ποὺ ζητεῖ διαπαντὸς τὴν αἰώνια ἀπώλειά του.
Ἕνα σπουδαῖο ζήτημα, ποὺ τονίζεται ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ περιτρέχει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, ἰδιαίτερα τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι αὐτὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν δαιμόνων, καθὼς καὶ δαιμονιζομένων ἀνθρώπων. Ἕνα θέμα, ποὺ συχνὰ δυστυχῶς στὶς μέρες μας, θελητὰ ἢ ἀθέλητα, περιθωριοποιεῖται καὶ ἀποσιωπᾶται. Ἡ ὕπαρξη τῶν δαιμόνων, τῶν πονηρῶν δηλαδὴ πνευμάτων, τῶν ἐκπεσόντων αὐτῶν ἀγγέλων, ὡς συγκεκριμένων πνευματικῶν ὑπάρξεων καὶ ὄχι ὡς μιᾶς ἀόριστης ἰδέας τοῦ κακοῦ, εἶναι δόγμα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ πηγάζει σαφέστατα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ὅλη Ἱερὰ Παράδοσή μας καὶ ἀπαντᾶται συχνότατα σ᾽ αὐτές. Κι ὄχι μόνο ἡ ὕπαρξή τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα ἐπήρειάς τους στοὺς ἀνθρώπους σὲ ποικίλο βαθμό, ἀπὸ ἁπλὴ πειρασμική τους ἐνέργεια, μέχρι, ἀλίμονο, καὶ τὴν πλήρη κατοχὴ κάποιων ἀνθρώπων ἀπ᾽ αὐτούς. Ἀλλά, δόγμα Πίστεως ἀποτελεῖ ταυτόγχρονα, κι αὐτὸ τονίζεται ἐμφαντικὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς δαίμονες («εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου»[Α´ Ἰω. 3, 8]· «ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» [Λουκ. 10, 18]), καθὼς καὶ ἡ ἐξουσία ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριός μας στοὺς μαθητές Του, ὅπως καὶ στοὺς διαδόχους τους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε πραγματικὰ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τοὺς πολεμεῖ καὶ κατατροπώνει μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸν ἐν Χριστῷ ἀγώνα του («ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ» [Λουκ. 10,19]).
Τὸ νεαρὸ παιδὶ τοῦ δύστυχου ἐκείνου πατέρα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἔπασχε ἀπὸ δαιμονισμό. Καὶ ὁ ἄσπλαχνος ἔνοικός του τὸ ἔριχνε ἄλλοτε σὲ φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ κι ἄλλοτε στὸ νερὸ γιὰ νὰ πνιγεῖ. Ἐδῶ νὰ κάνουμε μία ἀπαραίτητη διασαφήνιση. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει μέχρι τὶς μέρες μας ἀσθένεια νευρολογική, ὀφειλόμενη σὲ πάθηση τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ ἐπιληψία, ποὺ ἀποκαλεῖται καὶ σεληνιασμός, λόγῳ τῆς ἐπικρατούσας παλαιότερα ἀντίληψης ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῶν συμπτωμάτων τῆς ἀσθένειας ὀφειλόταν στὴ σελήνη (πανσέληνο). Ὁ ἐπιληπτικὸς παρουσιάζει πολὺ ὀδυνηρὰ καὶ ὀφθαλμοφανὴ συμπτώματα: Πέφτει κάτω, ἔχει σπασμούς, βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, γίνεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ... Τώρα, ἀναφορικὰ μὲ τὸν σεληνιαζόμενο νέο, σύμφωνα μὲ τὶς σχετικὲς πατερικὲς ἑρμηνεῖες, τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν κατεῖχε ἀνέμενε τὶς φάσεις τῆς σελήνης, ποὺ θεωροῦνταν ὅτι ἐπηρέαζαν τοὺς σωματικὰ πάσχοντες, καὶ ἐπέφερε τότε παρόμοια συμπτώματα στὸν δαιμονιζόμενο. Στόχος τοῦ μισάνθρωπου καὶ μισόθεου δαίμονος ἦταν νὰ παραπλανᾶ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι αἴτιο τῆς ἀσθένειας τοῦ πάσχοντος ἦταν, ὄχι ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, ἀλλὰ ἡ σελήνη, καὶ ἄρα ὁ Δημιουργός της Θεός, καὶ νὰ ὁδηγήσει ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους στὸ νὰ θεωροῦν ὡς αἴτιο τῆς ἀσθένειας τὸν Θεό.
Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκάλυψε τὸν αἴτιο τοῦ κακοῦ, τὸ πονηρὸ δηλαδὴ πνεῦμα καί, ἀφοῦ τὸ ἐπιτίμησε, τὸ ἐξέβαλε ἀπὸ τὸ ταλαίπωρο παιδί, ποὺ ἀμέσως θεραπεύθηκε ὁριστικά. Κι ὅταν ρώτησαν τὸν Κύριο κατ᾽ ἰδίαν -ἀσφαλῶς ἀπὸ ντροπή- οἱ ἀτελεῖς ἀκόμη τότε μαθητές, γιατί δὲν εἶχαν μπορέσει αὐτοὶ νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο, αὐτὸς ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν». Αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους αὐτῆς ἦταν ἡ ἀδύναμη, ἡ λίγη τους πίστη. Ὁ Κύριος γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ὅποιου θεαρέστου αἰτήματός μας ζητεῖ, ὡς πρώτη καὶ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ εἰσακουσθοῦμε, τὴν ἀκράδαντη πίστη, τὴν ἀπόλυτη δηλαδὴ ἐμπιστοσύνη καὶ βεβαιότητα, ὅτι ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς νὰ ἐνεργήσει τὰ ὑπὲρ φύσιν, τὰ ἀνθρωπίνως ἀνέλπιστα, τὰ ἀποβλέποντα ἀσφαλῶς στὴ σωτηρία μας! Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀμέσως στὴ συνέχεια ἀναδεικνύει τὴ δύναμη τῆς ἀκράδαντης πίστης, λέγοντας: «ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἂν ἔχετε πίστη δυνατή, ἔστω καὶ τόσο μικρὴ σὰν κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε στὸ βουνὸ τοῦτο, ‘‘μετακινήσου ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ’’, καὶ τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἰησοῦς μᾶς διαβεβαιώνει: «πάντα ὅσα ἂν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. 21, 22).
Στὴ συνέχεια ὁ Χριστός μας προσθέτει καὶ δύο ἄλλες σημαντικὲς προϋποθέσεις-ἀρετές, γιὰ νὰ εἰσακούεται ἡ προσευχή μας: «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων) δὲν ἐκβάλλεται (ἀπὸ δαιμονιζόμενο ἄνθρωπο), παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.» Καταρχὴν νὰ ποῦμε ὅτι, ὅπως ὑπάρχουν ἀνώτερα καὶ κατώτερα τάγματα ἀγγέλων, ἔτσι καὶ μὲ τοὺς δαίμονες. Τὸ δαιμόνιο, ποὺ ἐξέβαλε ὁ Κύριος, ἀνῆκε στὸ λεγόμενο ἀρχικὸ τάγμα τῶν δαιμόνων, ἦταν πιὸ σκληρὸ καὶ ἀτίθασσο. Καί, ὅπως ὁ διάβολος ἔχει δύο ἰσχυρὰ ὅπλα ἐναντίον μας, τὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκὸς καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος μᾶς παρέδωσε τοῦτα τὰ δύο ἰσχυρότατα ὅπλα στὸν ἀόρατο πόλεμο, ποὺ διαξάγουμε ἐναντίον «τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν τοῦ σκότους»: Τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία.
Ἡ προσευχὴ εἶναι μία μέγιστη εὐλογία, ποὺ μᾶς δώρησε ὁ Θεός, νὰ ἐπικοινωνοῦμε ἄμεσα μαζί Του, ὅπως τὰ παιδιὰ μὲ τὸν πατέρα τους, καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μέσῳ της μαζί Του! Καὶ χρειάζεται νὰ καλλιεργοῦμε καὶ τὴν κοινὴ προσευχὴ στὸν ναό, στὶς καθιερωμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας Ἀκολουθίες καὶ στὰ Μυστήρια, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπική, παντοῦ καὶ πάντοτε. «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον», μᾶς παροτρύνει θεονοσταλγικὰ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Ἀλλὰ καὶ ἡ καθαρὴ προσευχὴ προϋποθέτει πάλιν πίστη θερμή, συγκεντρωμένο νοῦ, καθαρότητα ζωῆς καὶ τήρηση τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν.
Ἂς ἒλθουμε καὶ στὴ μεγάλη καὶ θεόσδοτη ἀρετὴ τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης, τῆς προσπάθειας δηλαδὴ ἐκείνης, ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ πιστοί, πάντοτε στὰ ὅρια καὶ τὸ μέτρο ποὺ καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀγώνας συννέκρωσης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ συνανάστασης μαζί Του. Καὶ δὲν νοεῖται χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς ἄσκηση. Ἡ ἀποκοπὴ δυστυχῶς πολλῶν χριστιανῶν σήμερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικές μας ρίζες, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ τρόπου ζωῆς τοὺς κάνουν νὰ ὑποτιμοῦν, συχνὰ καὶ νὰ ἀρνοῦνται τὸν θεσμὸ τῆς νηστείας. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι νηστεύουμε, συχνὰ τὸ κάνουμε τελείως συμβατικά, χωρὶς νὰ συναισθανόμαστε τὴν πνευματικὴ σημασία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς νηστείας.
Ἡ νηστεία, ἀδελφοί, δὲν εἶναι ἐφεύρημα ἀνθρώπων, λόγου χάρη τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ ἐντολὴ Θεοῦ, ἡ πρώτη καὶ ἀρχαιότερη ἐντολή, «συνομήλικη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, καθὼς νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο», ὅπως σοφὰ ἐπισημαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος. Στὴ νηστεία ἀναφέρεται συχνὰ ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐπισφραγίζοντάς την μὲ τὸ ἅγιό Του παράδειγμα, «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα», πρὶν ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του, καθὼς καὶ ἄλλες φορές. Μὲ βάση λοιπὸν τὴ διδασκαλία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ εἶπε, «καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾽ αὐτῶν ὁ Νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν» οἱ μαθητές Του, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε ἡμέρες καὶ περιόδους νηστείας γιὰ τοὺς Χριστιανούς, καθορίζοντας τὸν σκοπό της καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀσκεῖται. Πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ κάθαρση καὶ ὁ ἐξαγιασμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν «παθοκτόνο» καὶ «φάρμακον παθῶν καθαρτήριον». Ἡ νηστεία, ἀκόμη, διακρίνεται σὲ σωματικὴ καὶ πνευματική. Ἡ μὲν σωματικὴ συνίσταται στὴν ἀποχὴ ὁρισμένων τροφῶν, τῶν ἀρτυσίμων, ὥστε νὰ περισταλοῦν οἱ ψυχοφθόρες ὁρμὲς καὶ νὰ ταπεινωθεῖ τὸ σῶμα μας. Καὶ πνευματικὴ νηστεία εἶναι ἡ νηστεία τῆς ψυχῆς, τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, ποὺ συνίσταται στὴν καταπολέμηση τῶν ψυχικῶν παθῶν καὶ ἀποξένωσή τους. Σ᾽ αὐτὸ συνίσταται ἡ ἀληθινὴ νηστεία, ὅπως ὁρίζει ὁ Μ. Βασίλειος: «Νηστεία γὰρ ἀληθής, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Καί, ἀποξένωση ἀπὸ τὰ πάθη, σημαίνει ἀγώνας συνειδητὸς γιὰ ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας σὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις καὶ ἐκφάνσεις της, μὲ λόγο, ἔργο καὶ κατὰ διάνοια.
Ἀδελφοί μου, πάντοτε ἔχουμε ἀνάγκη, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες μέρες ποὺ διερχόμαστε, ἀπὸ μιὰ ζωντανὴ καὶ ἀκράδαντη πίστη. Κι ὅταν μαζί της συνάψουμε τὴ θερμὴ καὶ καθαρὴ προσευχὴ καὶ τὸ ἄθλημα τῆς κατὰ δύναμιν νηστείας, τότε νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς ὁ Ἐλεήμων Κύριος θὰ μᾶς εἰσακούει στὰ αἰτήματά μας, κατὰ τὴν ἀψευδή Του ὑπόσχεση, θὰ διώκει μακριὰ τοὺς διαβολικοὺς πειρασμοὺς καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς εὐλογίας Του καὶ στὸν παρόντα αἰώνα καὶ στὸν μέλλοντα. Ἀμήν!
|