Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
«Διδάσκαλε, τί ποιήσας, ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;»
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, προβάλλει μὲ σαφήνεια μπροστά μας «τὸ κεφάλαιο, τὴν βάση τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν», τὴν καρδιὰ καὶ τὴν οὐσία τῆς πνευματικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τὴν κορυφαία ἀρετὴ τῆς ἀγάπης. Τῆς διπλῆς ἀγάπης, αὐτῆς πρὸς τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα μας Θεό, καὶ αὐτῆς πρὸς τὸν ἀδελφό μας, τὸν κάθε ἀδελφὸ καὶ πλησίον μας.
Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς παρουσιάζει φανερά, μέσα ἀπὸ τὸν παραβολικὸ τοῦ Κυρίου μας λόγο, τὴν ἄμετρη θεία εὐσπλαγχνία πρὸς τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ποὺ περιέπεσε στοὺς δαίμονες ληστὲς στὴν ὁδὸ τοῦ βίου καὶ τραυματίστηκε θανάσιμα ἡ ψυχή του. Ἀλλά, ἂς ἰδοῦμε τὴν περικοπὴ ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Κάποτε, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς δίδασκε τοὺς μαθητές Του, ἀπευθυνόμενος ἰδιαιτέρως πρὸς τὸν κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα, ἀποκαλύπτοντάς τους βαθειὲς ἀλήθειες τῆς Πίστης. Τότε, κάποιος νομοδιδάσκαλος Ἰουδαῖος, ὁ ὁποῖος, ὅπως διαφαίνεται, θεωροῦσε σοφὸ καὶ πολύξερο τὸν ἑαυτό του, παρεμβαίνει καὶ ζητεῖ νὰ δοκιμάσει καί, ἂν μπορέσει, νὰ παγιδεύσει μὲ λόγους τὸν ἀληθινὸ καὶ Μέγα Διδάσκαλο, τὸν Χριστό, ἐρωτώντας τον: «Δάσκαλε, τί πρέπει νὰ κάνω, τί νὰ τηρήσω, γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή»; Καὶ ὁ Κύριος ἀμέσως τὸν παραπέμπει στὸν Μωσαϊκὸ Νόμο, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ νομικὸς νὰ δώσει τὴν ἀπάντηση στὸ ἐρώτημά του. Κι αὐτὸ πανσόφως τὸ ἔκανε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἦταν ἀντίθετος πρὸς τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο — ὅπως τὸν κατηγοροῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι, κι ὅπως ἀσφαλῶς θὰ νόμιζε ὁ νομικὸς αὐτός —, ἀλλὰ τηροῦσε τὸν Νόμο, τὸν ὁποῖο «οὐκ ἦλθε καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι», δηλαδὴ νὰ τὸν συμπληρώσει καὶ νὰ τὸν ἀναγάγει σὲ ὕψιστη τελειότητα. Καὶ ὀρθότατα ὁ νομικὸς ἀπάντησε πὼς ἡ καίρια προϋπόθεση γιὰ τὴ σωτηρία μας εἶναι ἡ τήρηση τῆς διπλῆς ἀγάπης, αὐτῆς πρὸς τὸν Θεό, μὲ ὅλη τὴν ψυχή, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴ διάνοιά μας, καὶ αὐτῆς πρὸς τὸν πλησίον μας, ποὺ νὰ εἶναι τοὐλάχιστον ἴση μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ὁ Χριστός μας ἐπικρότησε τὴν ἀπάντησή του, λέγοντας: «Σωστὰ ἀπάντησες. Ἔτσι νὰ κάνεις καὶ θὰ ἀξιωθεῖς τὴν αἰώνια ζωή». Αὐτὸς ὅμως, δυσαρεστημένος τελικὰ ποὺ ἀπέτυχε τὸν σκοπό του, καὶ θέλοντας νὰ ‘ξελασπώσει’ ἀπὸ τὴν παγίδα στὴν ὁποία ὁ ἴδιος ἔπεσε, ἐρωτώντας κάτι τοῦ ὁποίου γνώριζε τὴν ἀπάντηση, ἐρωτᾶ καὶ πάλιν, «καί, ποιός εἶναι ὁ πλησίον μου;», γιὰ νὰ λάβει ὡς ἀπάντηση τὴν ἔξοχη παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου, ποὺ σήμερα ἀκούσαμε. Γιὰ νὰ καταλήξει ὁ Κύριος: «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Δηλ. πήγαινε, καὶ κάνε καὶ σὺ τὸ ἴδιο. Ὄχι ὅ,τι ἔκαμε ὁ ἱερέας, ποὺ εἶδε τὸν δυστυχὴ Σαμαρείτη πεσμένο κάτω, πληγωμένο, αἱμόφυρτο, «ἡμιθανῆ», καὶ τὸν προσπέρασε ἀδιάφορα! Οὔτε ὅ,τι ἔκανε καὶ ὁ Λευΐτης —καὶ τοῦτος ἐκπρόσωπος τῶν ἀφιερωμένων στὴν ὑπηρεσία τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ—, ποὺ τὸν περιεργάστηκε ἀσυμπάθητα καὶ τράβηξε ἀνέμελος τὸν δρόμο του. Ἀλλὰ ὅ,τι ἔκανε ποιός; Ἕνας ἄγνωστος, ἕνας ἀλλοεθνής, ἕνας Σαμαρείτης πρὸς Ἰουδαῖο, παρότι μεταξύ τους ὑπῆρχε ἀπέχθεια καὶ μίσος καὶ οὔτε κἂν ἀντάλλασσαν ἕνα ἁπλὸ χαιρετισμό.
Ἡ ἐντολὴ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἀδελφοί, «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως», ἀπευθύνεται διαχρονικὰ πρὸς ὅλους, κατεξοχὴν ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεός μας πρέπει νὰ κατευθύνεται σὲ κάθε ἐμπερίστατο συνάνθρωπό μας. Τί ἔκαμε ὅμως ἀκριβῶς ὁ καλὸς Σαμαρείτης, ποὺ πρέπει νὰ μιμηθοῦμε; Βλέποντας τὸν δυστυχισμένο συνάνθρωπό του πεσμένο στὸν δρόμο, ἀμέσως τὸν συμπόνεσε. Ἔτρεξε, ἔσκυψε ἐπάνω του, ἔπλυνε τὶς πληγές, ἔδεσε τὰ τραύματά του, τὸν φόρτωσε στὸ ζῶο του, τὸν μετέφερε στὸ πανδοχεῖο, τὸν φρόντισε, πλήρωσε ἀκόμη γιὰ νὰ συνεχίσουν τὴ φροντίδα του καὶ ὑποσχέθηκε στὸν ξενοδόχο πὼς θὰ ξαναπερνοῦσε γιὰ νὰ καταβάλει ὅσα τυχὸν θὰ δαπανοῦσε ἐπιπλέον γιὰ τὴ θεραπεία του. Οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι τυχαῖοι, δὲν εἶναι ὄμορφες καὶ συγκινητικὲς ἱστοριοῦλες. Μᾶς καθοδηγοῦν ἐπακριβῶς στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Καὶ τούτη ἡ σπουδαία παραβολή, τί μᾶς διδάσκει γιὰ τὸ χρέος τῆς ἀγάπης;
Πρῶτον, ἡ ἀγάπη μας νὰ ἐκφράζεται ἔμπρακτα, κι ὄχι μόνο μὲ λόγια. «Ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρὰ ἐστί», τονίζει ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος. Κι ὁ ἀπόστολος τῆς ἀγάπης Ἰωάννης, «τεκνία, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ, μηδὲ γλώσσῃ, ἀλλ᾽ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ». Ἡ ἀγάπη νὰ μεταφράζεται σὲ συγκεκριμένες πράξεις: Ὁ φτωχὸς θέλει βοήθεια, ὁ πεινασμένος ψωμί, ὁ γυμνὸς ἔνδυμα, ὁ φυλακισμένος ἐπίσκεψη, ὁ ἄρρω-στος παρηγορία καὶ συμπαράσταση.
Δεύτερο, ἡ ἀγάπη μας νὰ ἐκδηλώνεται ἄμεσα. Ὅσο πιεστικότερη ἡ ἀνάγκη τοῦ ἄλλου, τόσο ταχύτερη νὰ εἶναι ἡ ἀνταπόκρισή μας. Καὶ συχνά, ὅταν ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀδελφοῦ μας, δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε νὰ ἔρθει ὁ ἴδιος νὰ μᾶς ζητήσει βοήθεια. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ στεροῦνται, ἀλλὰ ἀπὸ ἀξιοπρέπεια δὲν βγαίνουν στοὺς δρόμους νὰ ζητήσουν ἐλεημοσύνη.
Τρίτον, ἡ ἀγάπη μας νὰ εἶναι ὅσο γίνεται τελειότερη, ὁλοκληρωμένη. Δὲν ἀρκεῖ συχνὰ κάτι νὰ δώσουμε στὸν ἄλλο, γιὰ νὰ τὸν ‘‘ξεφορτωθοῦμε’’. Τὸ ἐνδιαφέρον μας νὰ εἶναι πηγαῖο καὶ ἔντονο καὶ ἡ προσφορά μας ὄχι ἕνα μπάλωμα, μὰ πραγματικὴ ἀνακούφιση.
Τέταρτον, ἡ ἀγάπη μας πρέπει νὰ δραστηριοποιεῖται ἄφοβα. Νὰ μὴν μᾶς ἀνακόπτουν τὰ τυχὸν πικρόχολα σχόλια ἢ οἱ εἰρωνεῖες καὶ κατηγορίες, ποὺ κάποιοι ὄχι σπάνια ἐκτοξεύουν ἀβασάνιστα. Ὅποιος ἀγαπᾶ κατὰ Θεόν, ἀψηφᾶ τὰ πάντα καὶ ἐνεργεῖ μὲ ὁδηγὸ καὶ βοηθὸ τὸν Θεό.
Τέλος, ἡ ἀγάπη μας νὰ εἶναι ἀνιδιοτελής, χωρὶς ὑστεροβουλίες. «Ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς». Βασικὸ γνώρισμα τῆς γνήσιας ἀγάπης εἶναι ἡ μὲ ἀνιδιοτέλεια, ἀφάνεια καὶ ταπείνωση ἔκφρασή της. Ἡ ὅποια ἐπίδειξη στὴν ἀγαθοεργία μας, μᾶς στερεῖ τὸν οὐράνιο μισθό της.
Νὰ παρεμβάλουμε ἐδῶ μία σύντομη διήγηση ἀπὸ τὸ σπουδαῖο βιβλίο ποὺ λέγεται Γεροντικόν, καὶ τὸ ὁποῖο συνιστᾶται νὰ τὸ διαβάζουμε, γιατὶ εἶναι πολὺ ψυχωφελές. Ἡ διήγηση τούτη μᾶς δείχνει πῶς ἐφάρμοσε αὐτὴν τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἀββᾶς Ἀγάθωνας, μεγάλος Αἰγύπτιος ἀσκητὴς τοῦ 5ου αἰώνα. Πήγαινε, λέει, κάποτε στὴν Ἀλεξάνδρεια νὰ πωλήσει τὸ μικρό του ἐργόχειρο, κάτι ζεμπίλια καὶ καλαθάκια ποὺ εἶχε πλέξει, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει τὸ λιτό του φαγητό, λίγο δηλαδὴ παξιμάδι. Ἐκεῖ πηγαίνοντας, βρίσκει παραπεταμένο στὸν δρόμο ἕνα λεπρό. -Ποῦ πηγαίνεις; ἐρωτᾶ ὁ λεπρὸς τὸν Γέροντα. -Στὴν πόλη νὰ πωλήσω τὸ ἐργόχειρό μου. -Κάνε ἀγάπη, τοῦ λέει ὁ ἄρρωστος, καὶ πάρε με κι ἐμένα ἐκεῖ ποὺ πᾶς. Τὸν ὑποβάστασε τότε ὁ Ἀββᾶς καὶ τὸν πῆρε μαζί του στὴν πόλη. Κι ὅταν πώλησε ἐκεῖ ἕνα σκεῦος, τὸν ρωτάει ὁ λεπρός: -Πόσα τὸ πώλησες; -Τόσα, τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας. -Ἀγόρασέ μου, παρακαλῶ, μιὰ πίττα νὰ φάω, ποὺ εἶμαι πεινασμένος. Καὶ τοῦ ἀγόρασε. Κι ὅ,τι πωλοῦσε, ὁ ἄρρωστος τοῦ ζητοῦσε κάθε φορὰ καὶ κάτι νὰ τοῦ ἀγοράσει, μέχρι ποὺ πώλησε ὅλα τὰ καλαθάκια του καὶ ξόδεψε ὅλες τὶς εἰσπράξεις του γιὰ τὸν λεπρό. Καί, ὅταν ἦταν νὰ ἐπιστρέψει στὸ καλύβι του, τὸν παρακάλεσε ὁ ἄρρωστος νὰ τὸν μεταφέρει ξανὰ ἐκεῖ ποὺ τὸν βρῆκε. Μὲ πολλὴ ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη ὁ Ἀγάθωνας τὸν φορτώθηκε ξανὰ καὶ τὸν πῆρε στὸ μέρος ποὺ τὸν εἶχε πρωτοβρεῖ. Καὶ ἀκούει νὰ τοῦ λέει: «Εὐλογημένος νὰ εἶσαι Ἀγάθων ἀπὸ τὸν Κύριο στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ!», καὶ χάθηκε ἀπὸ μπροστά του! Ἦταν ἄγγελος Κυρίου, ποὺ στάληκε νὰ δοκιμάσει τὴ μεγάλη του ὑπομονὴ καὶ ἀγάπη! Νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ καὶ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Παύλου· «Ἡ φιλαδελφία μενέτω, τῆς φιλοξενίας μὴ ἐπιλανθάνεσθε· διὰ ταύτης γὰρ ἔλαθόν τινες ξενίσαντες Ἀγγέλους» (Ἑβρ. 13,2). Δηλαδὴ νὰ παραμένει σ᾽ ἐσᾶς ἡ φιλαδελφία καὶ νὰ μὴν παραλείπετε νὰ ἐφαρμόζετε τὴ φιλοξενία. Διότι διαμέσου της ὁρισμένοι φιλοξένησαν ἀγγέλους, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν.
Ἀδελφοί μου, ὁ καλὸς Σαμαρείτης τῆς παραβολῆς, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀγάπη μας, δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε κι ἀναστήθηκε χάριν μας, καὶ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία, τὸ μέγα τοῦτο πνευματικὸ πανδοχεῖο καὶ ἰατρεῖο, γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ποὺ ἤμασταν πεσμένοι καὶ πληγωμένοι ἀπὸ τοὺς νοητοὺς ληστές, τοὺς δαίμονες. Κι ὅλ᾽ αὐτὰ τὰ ἔπραξε ἀπὸ μόνη τὴν ἀγάπη Του. Κι αὐτὴ ζητᾶ ἀπὸ ἐμᾶς. Ν’ ἀκολουθοῦμε τ’ ἀχνάρια Του· νὰ ἐμπνεόμαστε ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι». Καὶ νὰ διακονοῦμε ὅσο καὶ ὅπως μπορεῖ ὁ καθένας τὸν πλησίον μας, τοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ δὲν εἶναι ξένοι καὶ ἄγνωστοι, ἀλλὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί μας. Γιὰ νὰ ἀκούσουμε ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως: «Ἐφ᾽ ὅσον κάνατε τὸ καλὸ σ᾽ ἕναν ἐλάχιστο ἀδελφό μου, σ᾽ ἐμένα τὸ κάνατε. Εἰσέλθετε στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου σας!» Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε Ἰησοῦ!
|