π. Ανδρέα Φιλίππου*
Πανιερώτατε
Τίμιο Πρεσβυτέριο
Χριστού Διακονία
Κύριε κοινοτάρχη τη κοινότητας μας
Κύριοι κοινοτάρχες και μέλη των Κοινοτικών Αρχών
Κύριε πρόεδρε της Αθλητικής Πνευματικής Οργάνωσης Κυράς
Ευλαβείς προσκυνητές
Αγαπητοί συγχωριανοί
Η δική σας παρουσία σήμερα, επί τη ευκαιρία, της μνήμης και τιμής του πολιούχου Αγίου της Κοινότητας μας, Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου μας γεμίζει αισιοδοξία για το μέλλον της κατεχόμενης γης μας. Αν και πέρασαν 37 χρόνια που είμαστε μακριά από την κοινότητα μας, την αγαπημένη Κυρά, αισθανόμαστε πως οι άγιοι και οι ήρωες είναι ριζωμένοι μέσα στις καρδιές μας και νυχθημερόν απαλύνουν τα δίσεκτα τούτα χρόνια της προσφυγιάς, κρατώντας ζωντανή τη μνήμη μας, που αλίμονο αν αφήσουμε να ξεθωριάσει και τη ρίζα μας να ξεραθεί.
Όταν μου ζητήθηκε να είμαι ο κύριος ομιλητής της αποψινής πανηγύρεώς της κοινότητάς μας, αρχικά σκέφτηκα ν’ αρνηθώ και να υποδείξω κάποιον άλλον ομιλητή, διότι δεν θα ήταν σωστό ούτε και τιμητικό να μιλήσει κάποιος που γεννήθηκε μακριά από το χωριό του, έστω κι αν η καταγωγή του παρέπεμπε σε αυτό. Εντούτοις, ο αρχικός μου δισταγμός εγκαταλείφθηκε κι απόψε θα
προσπαθήσω να σας μεταφέρω τα συναισθήματα μου για την Κυρά μας, τα οποία διαμορφώθηκαν από τα βιώματα της γιαγιάς μου, την οποία άκουα με μεγάλη προσοχή να μου αφηγείται τις διάφορες ιστορίες της, εκεί στην προσφυγιά, μικρό παιδί σαν ήμουν. Μάλιστα, θυμάμαι ως να είναι τώρα, τα δακρυσμένα μάτια της γιαγιάς, που πολλές φορές διέκοπταν την αφήγηση των σύντομων νοερών οδοιπορικών που κάναμε στο χωριό μας, κι αισθάνομαι ευτυχής που είχα την ευκαιρία να ακούσω τις ιστορίες της αγαπημένης μας Κυράς, από τη μαστόρισσα των ιστοριών την Κουτέρενα.
Πιασμένοι, λοιπόν, χέρι χέρι με τη γιαγιά, καθημερινά περιτριγυρίζαμε στις γειτονιές του χωριού μας. Από τα ερείπια του Αγίου Στεφάνου κατεβαίναμε μέχρι την εκκλησία της Παναγίας κι από τα Αλώνια ανηφορίζαμε στην Καυκάλα κι από εκεί στον Τζελεφό. Από τον καφενέ του Κουτέρη μπαίναμε στον καφενέ του Νικολάτζη και η αμαξώστρατα μάς οδηγούσε στα Μάσαρι κι έπειτα στη Φιλιά.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι ιστορίες της γιαγιάς που έτρεφαν την παιδική μου ηλικία, αλλά και οι ιστορίες των συγχωριανών μας, που επισκέπτονταν το προσφυγικό μας σπίτι, οι οποίες κρατούσαν ώρες. Ακούγοντας όλες αυτές τις διηγήσεις διερωτόμουν κι έλεγα «αφού όλα τούτα τους προκαλούν τόσο πόνο, γιατί τα λένε και τα ξαναλένε»; Αν και η απάντηση ήταν απλή, εντούτοις άργησα να τη βρω.
Κουβεντιάζοντας, αγαπητοί συγχωριανοί μου, η Κουτέρενα με την Εκτωρού, ο Κουτέρης με τον Πόπη, ο Νικολάτζης με τον Παπανδρέα, ο Σολέας με τον Ππαντζιαρά κι όλοι οι άλλοι, έδιναν τον δικό τους αγώνα να κρατήσουν τη μνήμη τους ζωντανή. Έδιναν την άνιση μάχη με τον χρόνο να μη λησμονήσουν ούτε στιγμή, καλή ή δυσάρεστη. Όλα τούτα μ’ ενέπνεαν κι έβρισκαν τον δικό τους χώρο μες στην καρδιά μου.
Σήμερα, αυτούς τους σπόρους που εμφύτευσαν και πότισαν με δάκρυα νοσταλγίας μέσα μου, οι μακαριστοί συγχωριανοί μας, που είχα την τιμή να γνωρίσω και να συζητήσω μαζί τους στο καφενείο που είχε η μάνα μου στον Συνοικισμό της Ανθούπολης, θα προσπαθήσω να μεταφυτεύσω σ’ εσάς, όσο μπορώ καλύτερα, και ταυτόχρονα να σας παρακαλέσω ν’ ανταμώνουμε συχνότερα, ούτως ώστε να δώσουμε χρώμα στη νοσταλγία και ουσία στα όνειρα μας. Να γίνουμε μπροστάρηδες στον αγώνα για επιστροφή στα πατρώα χώματα μας, γιατί αγαπημένοι συγχωριανοί ήδη στην προσφυγιά και στους συνοικισμούς μεγαλώνει η 3η γενιά, η οποία περιμένει από εμάς να την περπατήσουμε στην Κυρά για να δουν και τα νέα παιδιά την ομορφιά της και να γεννηθεί μέσα τους το αυτονόητο: ότι η Κυρά είναι δική μας.
Είμαι βέβαιος, ότι ο νους, η καρδιά και η σκέψη πολλών από εσάς, σήμερα, βρίσκεται στην αγαπημένη μας κοινότητα. Ενώπιον σας, έρχονται εικόνες, στιγμές, πρόσωπα και μνήμες. Από το προαύλιο της εκκλησίας της Παναγίας βλέπετε τον Παπανδρέα να εξέρχεται από την πόρτα και να μοιράζει ευχές με το πλατύ του χαμόγελο. Βλέπετε τον μακαριστό Πόπη με το «κολότζιη» στο χέρι να κερνά τη «λειτουρκά του», και το ποτήρι γεμάτο από κρασί ν’ αλλάζει χέρια, πίνοντας στην υγεία του «γιορτάρη» και της οικογένειας του. Βλέπετε την καθημερινότητα σας, πριν την προσφυγιά.
Εμείς, τα παιδιά των προσφυγικών συνοικισμών, στερηθήκαμε τη γλυκιά τούτη κοινοτική ζωή του χωριού μας, αλλά τη βλέπουμε μέσα από τα δικά σας μάτια και την ψηλαφούμε στη δική σας μνήμη. Δώστε μας απλόχερα ότι μπορείτε από αυτά τ’ απλά και καθημερινά βιώματά σας, για να μπορέσουμε κι εμείς να γίνουμε άξιοι συνεχιστές σας.
Είναι κοινή διαπίστωση όλων μας, ότι αργήσαμε πολύ να γιορτάσουμε και να πανηγυρίσουμε τη μέρα αυτή, αλλά δεν λησμονήσαμε τη μνήμη και την τιμή που οφείλουμε στον Πολιούχο μας Άγιο Στέφανο. Αργήσαμε, αλλά δεν ξεγράψαμε από τη μνήμη μας την υπέρλαμπρη τούτη ημέρα για την κοινότητας μας. Βεβαιώνουμε, από σήμερα ότι η μνήμη του Αγίου μας, θα είναι και μέρα μνήμης και τιμής για το σταυρωμένο χωριό μας. Μέρα προσδοκίας, αλλά και νεκρανάστασης που θα μας βρει συναθροισμένους στο προαύλιο της εκκλησιάς μας. Μέχρι την ποθούμενη τούτη ημέρα είναι χρέος και υποχρέωση μας να διασώζουμε ανόθευτες και με κάθε λαμπρότητα τις μνήμες των Αγίων και των ηρώων μας. Έστω, κι αν η προσφυγιά μας αναγκάζει να μεταβαίνουμε από κοινότητα σε κοινότητα κι από χωριό σε χωριό για να αποτίσουμε τα οφειλόμενα σ' αυτούς. Όπως λέει και ο Ισοκράτης: «θα είναι καλύτερο το μέλλον, αν καλά τακτοποιηθεί το παρόν». Είμαι βέβαιος πως το μέλλον θα είναι καλύτερο και για την κοινότητα μας και για τον τόπο μας. Φτάνει αυτή η δοκιμασία να έχει ωριμάσει μέσα μας και να ζητά την επιστροφή με πίστη, αγάπη και συγχώρηση. Πρώτα από τον Θεό και μετά από τους ανθρώπους που πικράναμε.
Ήδη τα παιδιά των συνοικισμών, έχουν τα δικά τους παιδιά που αναζητούν την ταυτότητα και τις ρίζες τους, για τις οποίες γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν βρίσκονται στους συνοικισμούς που ζουν, αλλά στην κατεχόμενη Κυρά. Ψάχνουν την Κυρά. Τη θέλουν και την ποθούν, αλλά τη στερούνται από τα τούρκικα στρατεύματα, από τα πελώρια και επιβλητικά συρματοπλέγματα που τοποθέτησαν. Εμείς, όμως, δεν πρέπει να τους στερήσουμε την αγαπημένη μας Κυρά, ούτε να καμπτόμαστε και να δειλιάζουμε ενώπιον των συρματοπλεγμάτων. Δεν μας επιτρέπετε να σταματούμε δουλικά μπροστά τους. Δεν μας επιτρέπεται να ξεχνάμε και να μην υπενθυμίζουμε σε αυτούς ποιοι είμαστε κι από πού ερχόμαστε. Τα συρματοπλέγματα θα έρθει η ώρα που θα φύγουν, είτε το θέλουν είτε όχι. Η εκκλησία μας από εστιατόριο και τόπος διασκέδασης του κατοχικού στρατού, σύντομα θ’ αποκατασταθεί και θα γενεί και πάλι ο αγιότατος τόπος τελέσεως των μυστηρίων, που μέσα από αυτά αναβλύζει η απολυτρωτική χάρις του Τριαδικού μας Θεού. Μέχρι εκείνη την ευλογημένη ώρα της επιστροφής, ας μιμηθούμε τους καλούς ποιμένες που φύλασσαν τον ενσαρκωμένο Χριστό στην κρύα και γεμάτη κινδύνους φάτνη, φυλάγοντας κι εμείς τον «εν περιστάσει» τόπο μας και μαζί με αυτούς να ψάλλουμε την επινίκιο ωδή εδώ στην προσφυγιά «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης Ειρήνη».
Όλοι μας πρέπει να είμαστε περήφανοι για την Κυρά. Άπαντες να έρθουμε σ’ επαφή με τη χιλιόχρονη ιστορία του χωριού μας. Μιας κοινότητας με ιστορία, παράδοση, λαογραφία και ανθρώπους. Μιας κοινότητας αφιερωμένης στην Κυρά Δέσποινα Υπεραγία Θεοτόκο μας, που στέμμα έχει το καστρομονάστηρο του «Αϊ Γιώρκη του Οριάτη». Μιας κοινότητας που οι θρυλικοί Ακρίτες διέμειναν για να διασφαλίζουν την ευημερία και την ανάπτυξη όλης της περιοχής . Το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Ορηγάτη, ήταν το κέντρο ούτως ώστε η πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη της γύρω περιοχής να γνωρίσει τεράστια ακμή, με αποτέλεσμα οι γειτονικές κοινότητες να προσφωνούν την κοινότητα μας για τρεις αιώνες περίπου με την τιμητική τοπωνυμία η «Χώρα», κάτι που εύκολα διαπιστώνει κανείς σε παλαιούς χάρτες του 16ου και 18ου αιώνα. Αργότερα, η «Χώρα» μετονομάστηκε στο τιμητικό και πολυσήμαντο όνομα της Κυράς-Δέσποινας προς τιμή της Θεοτόκου, αφού πρώτα οικοδομήθηκε περικαλλής ναός στο κέντρο της κοινότητας αφιερωμένος στην Παναγία.
Αυτές οι παραδόσεις που διέσωσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, όχι μόνο πρέπει να ακούγονται, αλλά και να καταγράφονται διότι μέσα σε αυτές κρύβονται μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Επί παραδείγματι, μ’ έκπληξη διάβαζα πρόσφατα στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια ότι κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας που διήρκησε από το 1191 μέχρι το 1489, η κοινότητα μας άνηκε ως φέουδο στην αριστοκρατική οικογένεια του Ντε Νόβες, του οποίου η γυναίκα ήταν τόσο γοητευμένη από την ομορφιά του χωριού μας, που κατοικούσε σε αυτό και κάθε πρωί έκανε βαρκάδα στη δεξαμενή του χωριού που είχε διαστάσεις 200 χ 100 πόδια. Διαβάζοντας αυτό θυμήθηκα τα λόγια της γιαγιάς μου Αντιγόνης που είπε σ’ εμένα ότι «έξω που την εκκλησία είχαμε και δεξαμενή που τη λαλούσαμε η «Δεξαμενή της Ρήγαινας», γιατί η Ρήγαινα κάθε πρωί έκαμνε βαρκάδα σ' αυτή με τη φίλη της που κατοικούσε στη Φιλιά».
Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να γνωρίζουμε την ιστορία μας, γι’ αυτό κι απόψε ο λόγος μου περιέχει ιστορικές αναφορές, έστω κι αυτές τις λίγες που κατάφερα να περιμαζέψω από τις διάφορες πηγές. Η αφορμή για να ενδιαφερθώ προσωπικά για την ιστορία τους χωριού μας ήταν η πρόσφατη εμπειρία που είχα στην περυσινή κατασκηνωτική περίοδο της Μητροπόλεως μας, εκεί στον Καλοπαναγιώτη.
Σε μια από τις περιόδους όπου φιλοξενούνταν προσφυγόπουλα, τα οποία έχουν την καταγωγή τους από τη μητροπολιτική περιφέρειά μας. Συνομιλώντας με μια προσφυγοπούλα, δεκαεπτά ετών, που οι γονείς της κατάγονται από την Κυρά, ρωτώντας την από πού κατάγεται μου απάντησε «από τη Λευκωσία», αλλά διαπίστωσα ότι ήταν γεμάτη αμφιβολία. Τότε, τη ρώτησα από πού είναι οι γονείς της, κι αυτή μου απάντησε με σιγουριά «από την Κυρά. Ξέρεις που είναι η Κυρά…»; «Οφείλω να ξέρω που είναι η Κυρά, της απάντησα, και να γνωρίζω για αυτήν, αφού θαυμάζω την χιλιόχρονη ιστορία της και είναι μέσα στην καρδιά μου». Η κοπέλα ακούγοντας με, ενθουσιάστηκε που ήξερα για το χωριό μας και ήθελε να μάθει περισσότερα από εμένα. Της είπα όσα ήξερα για την κοινότητα μας, την ιστορία, τις εκκλησίες και τους ανθρώπους της κι από τότε η κοπέλα αυτή άρχισε να μαθαίνει και να νοιάζεται για την Κυρά, να ρωτά για τους ανθρώπους και πολύ περισσότερο να αγαπά το χωριό της και να ποθεί να επιστρέψει πίσω.
Η προσφυγιά έφερε πολλά δεινά, αλλά το μεγαλύτερο κατ' εμένα δεινό, ήταν η διάλυση της κοινοτικής μας ζωής που βιώναμε στο χωριό μας. Μας σκόρπισε σαν τα σπουργίτια, όταν ξεσπά καταιγίδα. Αλλά, είναι στο χέρι μας να μην αφήσουμε τον χρόνο ν’ αφανίσει τα βιώματα, τις σχέσεις και την αγάπη για το χωριό μας και πεισματικά να επιμείνουμε στην επανένωση μας, στην ανθρώπινη επικοινωνία.
Η Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας μας, θέλοντας να βοηθήσει τους πρόσφυγες να επανασυνδεθούν, έστω κι αν βρίσκονται στην προσφυγιά, με απόφαση της τον Σεπτέμβριο του 2008 ενεργοποίησε έναν από τους σημαντικότερους κι αρχαιότερους θεσμούς των κοινοτήτων, αυτόν των Εκκλησιαστικών Επιτροπών, με αρμοδιότητες και απαιτήσεις ίδιες με αυτές και των ελεύθερων περιοχών.
Από τις 23 Οκτωβρίου 2010, ημερομηνία διορισμού μας από τον Μητροπολίτη μας, συνεργαζόμενοι με τους υπόλοιπους δύο σημαντικότερους θεσμούς της κοινότητάς μας, της Κοινοτικής Αρχής και του Αθλητικού Πνευματικού Ομίλου Κυράς, θέσαμε ως σκοπό και στόχο, να διατηρήσουμε την οντότητα της Κοινότητας μας ζωντανή, να σφυρηλατήσουμε και να συσφίξουμε τις σχέσεις των κατοίκων μας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να λειτουργεί σε πλήρη αρμονία η κοινότητα μας, ακόμα και σε συνθήκες προσφυγιάς. Δύσκολο, όχι όμως ακατόρθωτο.
Ενώπιον σας, Πανιερώτατε, δεν σας κρύβω πως ο διορισμός μου, του Γραμματέα της Εκκλησιαστικής Επιτροπής του Ιερού Ναού Παναγίας Χρυσελεούσης Κυράς, ήταν μια πρόσκληση - πρόκληση για μένα, έχοντας υπόψη τα αυξημένα καθήκοντα του Επιτρόπου από την κοινότητα όπου τώρα εφημερεύω, κι αναφέρομαι στην Κοράκου. Αισθάνομαι το βάρος και τις απαιτήσεις του διορισμού αυτού, αλλά με τη δική σας καθοδήγηση και γνώση των προβλημάτων και των δυσκολιών που έχει ν’ αντιμετωπίσει μια προσφυγική Εκκλησιαστική Επιτροπή, αφού κι εσείς, Πανιερώτατε, είστε πρόσφυγας και παιδί του συνοικισμού ευελπιστώ, ότι μαζί με τους επιτρόπους και τα οργανωμένα σύνολα της κοινότητάς μας, θα φέρομε εις πέρας και την παρούσα αρμοδιότητα που μας προσφέρατε .
Από την πρώτη στιγμή που με χειροτονήσατε πράξατε τα δέοντα έτσι ώστε να είμαι έτοιμος ν’ αναλάβω και τούτο το έργο. Τα λόγια σας, στη χειροτονία μου σε διάκονο, ηχούν ακόμα στα αυτιά μου, έστω κι αν πέρασαν από τότε δέκα χρόνια «…Η Κοράκου, μου είπατε, που από αύριο θα εφημερεύεις είναι για σένα ένα μεγάλο σχολείο, γιατί μοιάζει πολύ με την κατεχόμενη κοινότητα σου. Μοιάζει στην ανάπτυξη και στις εν γένει σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους και γνωρίζοντας πολύ καλά πως η Κυρά είναι μέσα στην καρδιά σου, δεν θ’ αρνηθείς τούτη την εμπειρία που θα αποκομίσεις, να τη χρησιμοποιήσεις για την κατεχόμενη Κυρά, όταν κι όποτε ο Θεός θελήσει να σου ζητήσει».
Εύχου Πανιερώτατε, κι εσείς αγαπητοί συγχωριανοί, όπως φανώ αντάξιος των προσδοκιών σας τόσο στην Κοράκου, όσο και στην Κυρά.
*Ομιλία στην εκδήλωση που ακολούθησε μετά τον πανηγυρικό εσπερινό προς τιμήν του Αρχιδιακόνου και Πρωτομάρτυρος Αγίου Στεφάνου την 26η Σεπτεμβρίου 2011 στην κοινότητα Ποταμίου, που διοργάνωσε ο κατεχόμενη κοινότητα της Κυράς, της οποίας ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος ήταν ο πολιούχος άγιος της.
|