Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
«Μὴ μεριμνήσητε, λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν;...
Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς περίφημης Ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Στὴ σωτηριωδέστατη αὐτὴ ὁμιλία-διδασκαλία Του,
ποὺ συνοψίζει ἄριστα τὸ ἦθος καὶ τὸν τρόπο ζωῆς τῶν Χριστιανῶν, ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐξεφώνησε τὸν ‘‘Δεκάλογο’’ τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος, δηλαδὴ τοὺς Μακαρισμούς, προχώρησε καὶ στὶς ἐπὶ μέρους πρακτικώτερες ἐντολές Του, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες ὀφείλουν νὰ προσαρμόσουν τὴ ζωή τους ὅσοι τὸν πιστεύουν ὡς τὸν σαρκωθέντα Μεσσία καὶ Λυτρωτή, ὅσοι ἐντάσσονται στὴν Ἐκκλησία Του.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ὁμίλησε γιὰ τὶς ἀρετὲς τῆς σωφροσύνης καὶ ἁγνότητας, τῆς εἰλικρίνειας, τῆς ἀγάπης καὶ συγχωρητικότητας -μάλιστα τῶν ἐχθρῶν μας-, τῆς ἐλεημόσυνης, τῆς προσευχῆς καὶ τῆς νηστείας, κατέληξε, μὲ τὴ σημερινὴ περικοπή, στὶς σημαντικὲς ἀρετὲς τῆς ἀφιλοχρηματίας καὶ ἀμεριμνησίας, ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὴ ζωὴ τῶν γνησίων δούλων Του. Καί, μόλις συνέστησε στοὺς μαθητές Του νὰ μὴ θησαυρίζουν γήινους θησαυρούς, ποὺ ὑπόκεινται στὴν καταστροφὴ καὶ τὴν κλοπή, τοὺς ὁποίους, καὶ μὴ θέλοντας, μὲ τὸν θάνατο ἐγκαταλείπουν στὴ γῆ, ἀλλὰ νὰ θησαυρίζουν μὲ τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἐνάρετη ζωὴ θησαυρούς, ποὺ θὰ τοὺς συνοδεύσουν στὴν αἰωνιότητα, προχωρεῖ σὲ ἕνα σχετικὸ παράδειγμα, μὲ βαθὺ πνευματικὸ νόημα: αὐτὸ τοῦ φωτὸς καὶ τῶν ματιῶν. Ὅταν τὰ μάτια μας εἶναι ὑγιῆ, τότε καὶ τὸ σῶμα, ὁ ὑλικός μας ἄνθρωπος, βλέπει, ζεῖ στὸ φῶς. Ἀλλ᾽ ὅταν αὐτὰ τυφλωθοῦν, τότε ὁ ἄνθρωπος βυθίζεται στὸ σκοτάδι. Παρόμοια, ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ζῆ μέσα στὸ φῶς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὸ φῶς τῆς Χάριτος, τότε ἔχει διάκριση, τότε γνωρίζει νὰ διαχειρίζεται τὰ χαρίσματά του καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ὄχι ὡς αὐτοσκοπό, ἀλλὰ μέσα στὰ ὅρια τοῦ Θείου θελήματος, πρὸς δόξαν Θεοῦ, πρὸς οἰκοδομὴ τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας, πρὸς σωτηρία του. Ἀντίθετα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος λησμονήσει τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀπορρίψει ἀπὸ τὴ ζωή του, εἴτε ἐνσυνείδητα, εἴτε ἀσυνείδητα, τότε ταυτόχρονα τυφλώνεται ὁ νοῦς, τὸ διακριτικὸ μέρος τῆς ψυχῆς του, καὶ πλέον βαδίζει στὸ σκοτάδι: ἀπολυτοποιεῖ τὰ τοῦ κόσμου τούτου καὶ βυθίζεται σταδιακὰ στὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία. Καί, ἂν δὲν ὑπάρξει μετάνοια καὶ διόρθωση, ὁδηγεῖται -ἀλίμονο- στὴν αἰώνια ἀπώλεια! Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς κρούει τὸν κώδωνα τοῦ ἐπικρεμάμενου κινδύνου: Κανεὶς δὲν μπορεῖ ταυτόχρονα νὰ δοῦλος καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ μαμωνᾶ, δηλαδὴ τοῦ χρήματος!
Ἀλλά, ὁ πάνσοφος καὶ καρδιογνώστης Ἰατρὸς δὲν μένει ἕως ἐδῶ, ἀλλὰ στὴ συνέχεια χτυπᾶ τὴν ἀρρώστεια στὴ ρίζα της: Στηλιτεύει ἐντονώτατα -μὲ τὸν ἁπλούστερο καὶ ἐποπτικώτερο τρόπο- τὸ πάθος τῆς μάταιας, τῆς ὑπέρμετρης, τῆς ἀγχώδους μέριμνας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου τούτου. Καὶ φέρει τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἄψυχη φύση, τῶν πουλιῶν καὶ τῶν φυτῶν, ποὺ ἡ Πατρικὴ Πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ τὰ τρέφει, τὰ ἐνδύει, τὰ αὐξάνει, χωρὶς αὐτὰ νὰ μεριμνοῦν ἐναγώνια, χωρὶς νὰ κοπιάζουν.
Τὰ μηνύματα αὐτὰ τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἀσφαλῶς διαχρονικά, μάλιστα καίρια καὶ ζωτικὰ γιὰ τὴν ὑλόφρονα ἐποχή μας. Κύρια ἔκφραση τῆς ὑλώδους νοοτροπίας τῶν καιρῶν μας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι ἡ ἀκόρεστη ἐπιθυμία νὰ αὐξήσουμε τὴν εὐμάρεια καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά μας. Καὶ ἡ συνεχὴς αὐτὴ προσπάθεια ποὺ καταβάλλουμε γιὰ ἱκανοποίηση τῆς πλεονεκτικῆς μας αὐτῆς ἐπιθυμίας γεννᾶ καὶ αὐξάνει συνεχῶς μέσα μας τὸ ἄγχος. Ἂν ἀναλογισθοῦμε καλὰ τὸ σοβαρὸ τοῦτο πάθος, ἀβίαστα συμπεραίνουμε πώς: Καταρχήν, συνιστᾶ στὴν οὐσία ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἔλλειψη πίστης στὴν Πατρικὴ Πρόνοια καὶ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ· ὕστερα, ἐπιφέρει καταστροφὴ τῆς ἀνθρωπιᾶς μας (ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ὅλα τὰ μετέρχεται γιὰ νὰ φθάσει στὸν σκοπό του), ἀφανίζει τὴ χαρὰ ἀπὸ τὴ ζωή μας, διώχνει συχνὰ καὶ τὸν ὕπνο μας. Καί, περιττὸ νὰ ποῦμε, πὼς ἡ μάταια μέριμνα τοῦ πλουτισμοῦ πολεμεῖ καὶ πτωχοὺς καὶ πλουσίους, καὶ μικροὺς καὶ μεγάλους...
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ἀγχώδης μέριμνα γιὰ τὰ βιοτικὰ ἀποτελεῖ σοβαρὸ πάθος, ποὺ μᾶς ἀποστερεῖ ἀπὸ τὴν ἀμεριμνησία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία μας. Συνιστᾶ ἁμαρτία, ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸν Θεό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς τόσο ἐπίμονα μᾶς παραγγέλλει σήμερα: «Μὴ μεριμνᾶτε». Ὄχι ἀσφαλῶς νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ κάθε προσπάθεια καὶ νὰ ἀναμένουμε μοιρολατρικὰ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὰ πάντα, ἀφοῦ τὸ ἁγνὸ ἀγωνιστικὸ πνεῦμα εἶναι γνώρισμα χριστιανικό. Ἀλλά, ὅ,τι κάνουμε, νὰ γίνεται μὲ ὅρια καὶ μέτρο, μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, ἔχοντας πάντοτε ζωντανὴ τὴν αἴσθηση, ὅτι «τὸ σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου παράγει», φεύγει -ὅπως κι ἐμεῖς φεύγουμε-, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ἔχει τὴ μέριμνά μας. Καὶ πρώτιστο μέλημα καὶ ἔγνοια μας καὶ κριτήριο τῶν πράξεών μας πρέπει νὰ ἀποτελεῖ πάντοτε ἡ ἐκζήτηση τῆς αἰώνιας βασιλείας, μὲ λόγια καὶ ἔργα: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωή μας) προστεθήσεται ὑμῖν». Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!
|