Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
(Παραβολὴ ἄφρονος πλουσίου)
«Ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν
ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας, τίνι ἔσται;»
Δύο ζητήματα, σημαντικώτατα γιὰ τὴ σωτηρία μας, προβάλλει ἡ σημερινὴ Εὐαγγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Τὸ πρῶτο, ἡ ἀφροσύνη, στὴν ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ ἡ πλεονεξία, ἡ ἄκρατη ἐπιθυμία τοῦ πλούτου∙ καὶ τὸ δεύτερο, τὸ ἀπροσδόκητο τοῦ αἰφνιδίου θανάτου.
Ἀφορμή, γιὰ νὰ διηγηθεῖ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἔλαβε ἀπὸ τὴ διαφωνία δύο ἀδελφῶν, κατὰ τὸ μοίρασμα τῆς πατρικῆς τους κληρονομίας. Ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ δίδασκε ὁ Χριστός μας γιὰ οὐράνια καὶ πνευματικὰ θέματα, ὁ ἕνας ἀπὸ τὰ δύο ἀδέλφια ἀπευθύνθηκε κοντά Του, ζητώντας τὴν παρέμβασή Του. Κι ὁ Χριστὸς πανσόφως ἀρνήθηκε κάτι τέτοιο, ξένο πρὸς τὴν ἀποστολή Του, ἀφίνοντας τὴν ἐπίλυσή του στὴν ἀμοιβαία ὑποχωρητικότητα καὶ συνδιαλλαγὴ τῶν ἰδίων τῶν ἀδελφῶν. Ἐπειδὴ ὅμως ἔβλεπε ὅτι δέν ὑπῆρχε ἴχνος διάθεσης συνδιαλλαγῆς, εἶπε: «Προσέχετε καὶ προφυλάσσεσθε ἀπὸ κάθε μορφὴ πλεο-νεξίας, γιατὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, τόσο ἡ πρόσκαιρη, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ αἰώνια καὶ ἀληθινή, δὲν ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὰ περίσσια πλούτη, οὔτε καὶ τὰ πολλὰ ὑπάρχοντά του». Καί, γιὰ νὰ δείξει ἀκριβῶς τὶς φοβερὲς συνέπειες τῆς πλεονεξίας, διηγήθηκε τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου. Ἄφρονα, δηλαδὴ ἄμυαλο καὶ ἀσύνετο, ὀνομάζει ὁ Κύριος τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς. Γιατί ὅμως; Ποῦ ἔγκειται ἡ ἀφροσύνη του;
Ἡ ἀφροσύνη, στὴν ὁποία ὁδήγησε τὸν πλούσιο —καὶ ὁδηγεῖ τὸν κάθε ἀντίστοιχο ἄνθρωπο ἡ πλεονεξία—, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, εἶναι τριπλῆ: Πρῶτον, λησμόνησε τὸν Θεό, τὸν Δημιουργό, σωτήρα καὶ προνοητή μας. Ὅπως ἡ ἐνάρετη ἐν Χριστῷ ζωὴ φωτίζει τὸν νοῦ, τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀποκτᾶ μιὰ ἄλλη ὅραση, αἴσθηση, βλέπει καὶ αἰσθάνεται παντοῦ τὸν Θεό, ἀντιλαμβάνεται καὶ κατανοεῖ τοὺς ἄλλους, τὸ κάθε τὶ μὲ τὴν ἀξία του, ἀντίθετα, τὰ πάθη σκοτίζουν καὶ ψυχραίνουν τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ, καὶ καταντᾶ ὁ ἄνθρωπος τυφλός, νεκρὸς πνευματικά. Σ᾿ αὐτὴ τὴ θλιβερὴ λοιπὸν ἐμπαθῆ κατάσταση χάνει ὁ πλεονέκτης τὴν πίστη του στὸν Θεό. Δὲν αἰσθάνεται. Δέν ζητεῖ τὴ βοήθειά Του. Πιστεύει μόνο στὰ πλούτη καὶ τὸν ἑαυτό του. Ἀγνοώντας τὸν Θεό, ἐπικεντρώνεται στὰ ἀγαθά του καὶ μόνον, στὸν κόσμο τοῦτο, μὲ ὅλα τὰ ἐπακόλουθα. Γιατί, χωρὶς Θεό, ὅλα ἐπιτρέπονται. Ἀκόμη, ἀδυνατεῖ νὰ δεῖ τὰ ὑλικά του ἀγαθὰ ὡς δῶρα Θεοῦ κι ὅτι ἁπλῶς αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι ὁ καλὸς οἰκονόμος, δηλαδὴ διαχειριστής τους, γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τῶν ἄλλων, γιὰ τὴ σωτηρία του. Γι᾿ αὐτὸ ὁ θεῖος Παῦλος στηλιτεύει ἔντονα τὴν πλεονεξία, ὀνομάζοντάς την «εἰδωλολατρία» (Κολ. 3, 6), καὶ δικαίως τὴ θεωρεῖ «ρίζα πάντων τῶν κακῶν» (Α´ Τιμ. 6, 10).
Δεύτερον, ἄφρονας ὁ πλούσιος καὶ κάθε ἀντίστοιχος πλεονέκτης, ἐπειδὴ λησμόνησε -καὶ λησμονεῖ- τὸν συνάνθρωπό του. Τόσο τυφλώνει τοῦτο τὸ πάθος, ὥστε, ὄχι μόνο σκοτίζει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς, τῆς πίστης, καὶ δὲν βλέπουν τὸν Θεό, μὰ καὶ τὰ αἰσθητὰ μάτια καὶ δὲν βλέπουν, δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸν πόνο τοῦ πλησίον τους, τοῦ κάθε δυστυχισμένου καὶ ἐμπεριστάτου συνανθρώπου τους. «Νοῦς ὁρᾶ καὶ νοῦς ἀκούει», ἔλεγαν ὀρθὰ καὶ φιλοσοφημένα οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι. Κι αὐτὸ ἰσχύει κι ἐδῶ. Ἡ τυφλὴ καρδιὰ τοῦ πλεονέκτη δὲν βλέπει, δὲν κτυπᾶ παλμοὺς συμπόνοιας τοῦ πονεμένου ἀδελφοῦ.
Ἄφρονας, τέλος, ὁ πλούσιος, γιατὶ μέσα στὸν παραλογισμό, ὅπου τὸν ὁδήγησε ἡ πλεονεξία του, ξέχασε καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, δηλαδὴ τὸν πραγματικὸ ἐσώτερο τῆς καρδίας ἄνθρωπο, τὸν ἀληθινὸ καὶ αἰώνιο προορισμό του. Ξέχασε, πὼς σκοπὸς τῆς πρόσκαιρης τούτης ζωῆς δὲν εἶναι νὰ τρῶμε καὶ νὰ πίνουμε καὶ νὰ ἱκανοποιοῦμε τὶς αἰσθήσεις μας. Ἀλλ᾿ αὐτός, τυφλωμένος καθ᾿ ὅλα στὴν ψυχή, κόλλησε σ᾿ αὐτά, κόλλησε στὴ λάσπη τοῦ βυθοῦ τῶν παθῶν. Ξέχασε τὴν ἀναπόδραστη πραγματικότητα τοῦ θανάτου. Κι αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν ὥρα, ποὺ μελετοῦσε πῶς νὰ αὐξήσει τὸν χῶρο τῶν ἀποθηκῶν του καὶ νὰ στοιβάσει κι ἄλλα ἀγαθά, γιὰ νὰ εὐφραίνεται ξέγνοιαστα, ἀκούγεται ἡ φοβερὴ φωνὴ τῆς θείας δικαιοσύνης: «Ἄφρων, ἄμυαλε. Αὐτὴ τὴ νύχτα θὰ ἔρθουν ἄγγελοι νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Κι αὐτὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ποὺ μὲ τόσους κόπους καὶ προσπάθεια ἑτοίμασες, γιὰ ποιόν θὰ εἶναι; Ποιός θὰ τὰ χαρεῖ;»
Ὤ! Φοβερὴ στιγμὴ καὶ τέλος ἀξιοθρήνητο, ἀδελφοί, γιὰ νὰ ἔρθουμε στὸ δεύτερο ζήτημά μας, αὐτὸ τοῦ αἰφνιδίου θανάτου! Πόσες φορὲς δὲν εἴδαμε τὸ δρέπανο τοῦ θανάτου ν᾽ ἁρπάζει γνωστούς, συγγενεῖς, τοὺς γύρω μας, σὲ ὥρα ποὺ δὲν προσδοκοῦσαν καὶ σὲ στιγμὴ ποὺ δὲν περίμεναν; Καὶ μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ νέοι καὶ γέροι, καὶ ἄρρωστοι καὶ ὑγιεῖς φεύγουν ξαφνικὰ ἀπὸ τὸν μάταιο τοῦτο κόσμο. Μὲ τὸν Θεὸ συμβόλαιο κανεὶς δὲν ἔχει γιὰ τοῦ θανάτου του τὴν ὥρα. Τὴν ἀγνοοῦμε γιὰ τὸ συμφέρον μας, γιὰ νὰ ἀγωνιζόμαστε πνευματικά, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι, ὅταν ὁ Κύριος μᾶς καλέσει γιὰ ἐκεῖνο τὸ ταξίδι, ἀπ᾿ ὅπου ἐπιστροφὴ δὲν ὑπάρχει, ὁπόταν ἀρχίζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ αἰώνια πραγματικότητα. Καί, πῶς ἐπισφραγίζει τὴ σημερινὴ παραβολή Του ὁ Κύριος; «Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν». Αὐτὸ δηλαδὴ θὰ εἶναι τὸ τέλος καὶ καθενός, ποὺ δέν φροντίζει νὰ πλουτίζει πνευματικά, τὸν ἄσυλο ἐκεῖνο πλοῦτο, ἀλλὰ συνάζει τὰ παρερχόμενα ἀγαθὰ τοῦ κόσμου τούτου.
Τί μᾶς φωνάζει ὁ Κύριος ἀλλοῦ στὸ Εὐαγγέλιο, ἀδελφοί; «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;» (Ματθ. 16, 26). Κι ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, ὁ Παῦλος, γράφει στὸν μαθητή του Τιμόθεο, νὰ συμβουλεύει τοὺς πλουσίους τοῦ παρόντος αἰῶνος, τοῦ ἀπατεῶνος, νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦν, οὔτε νὰ ἐλπίζουν στὸ ἄδηλο, στὴν ἀβέβαιη ἔκβαση τοῦ πλούτου τους, ἀλλὰ στὸν ζῶντα Θεό, ὁ Ὁποῖος, σ᾿ ὅσους τὸν ὑπηρετοῦν, παρέχει πλούσια τὰ ἐλέη του, τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴ συντήρησή τους (Α´ Τιμ. 6, 17).
Ἂς παρακαλοῦμε πάντοτε, ἀδελφοί, τὸν Κύριο, τὴν Παναγία μας, ὅλους τοὺς ἁγίους, νὰ μᾶς χαρίζουν μετάνοια, βίου διόρθωση, νὰ μὴ λησμονοῦμε τὸν Θεό, τὸν θάνατο, τὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴν ἀξιωθοῦμε, χάριτι τοῦ παναγάθου Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἁρμόζει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
|