«Μικρά Ασία - Συροπαλαιστίνη: Η πνευματική ενδοχώρα των Κυπρίων» (Αλαμάνοι Άγιοι) Εκτύπωση
Πέμπτη, 10 Μάιος 2012 09:02

alt Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*

Το σχήμα που θα μας βοηθήσει να προσεγγίσουμε τις σχέσεις της Κύπρου με τη Μικρά Ασία και τη Συροπαλαιστίνη, θα το δανειστούμε από μια ρήση του αειμνήστου πατρός Παύλου Εγγλεζάκη, η οποία αναφέρει τα εξής πολύ εύστοχα: «Η Κύπρος που ο ιστορικός αγαπά, η ζωντανή Κύπρος, δεν είναι παρά ένας χώρος, μία ιστορία και μία εκκλησία. Ακριβώς διότι αυτό που προσδιορίζει την ταυτότητα της Κύπρου είναι η γεωγραφία, η ιστορία και η Εκκλησία της. Αναφέρομαι όχι στο ατομικό, στο τυχαίο και στο καιρικό, αλλά σε ο,τι ο Σολωμός —ακολουθώντας τον Δάντη— ονόμασε ‘το κοινόν και το κύριον’»1.

Αναζητώντας λοιπόν το κοινόν και το κύριον, ας εντρυφήσουμε πρώτα στα της γεωγραφίας. Γεωγραφικά η Κύπρος βρίσκεται στην ανατολική γωνιά της Μεσογείου, 75 χιλιόμετρα από τα παράλια της Μικράς Ασίας και 105 χιλιόμετρα από τις δυτικές ακτές της Συρίας. Μ’ αυτά τα δεδομένα, ο Απόστολος Ανδρέας, της Καρπασίας, είναι πιο κοντά στη Συρία παρά στην Πάφο! Η γεωγραφική αυτή εγγύτητα, ήταν λοιπόν ο πρώτος παράγοντας που οδήγησε φυσιολογικά στην ανάπτυξη και στη διατήρηση μέσα από τους αιώνες κάθε είδους υλικών σχέσεων. Οι οποίες, εννοείται —αφού στον πολιτισμό για τον οποίο μιλούμε, το υλικό και το πνευματικό δεν εννοούνται χωριστά—, ήσαν ταυτόχρονα και πνευματικές. Μάρτυρες της βαθιάς πνευματικής σχέσης της Κύπρου με τη Συροπαλαιστίνη και τη Μικρά Ασία, είναι και οι εκατοντάδες άγιοι που τιμώνται στην Κύπρο και οι οποίοι είτε έλκουν την καταγωγή τους από τις απέναντι ακτές, είτε τιμούνται όμοια και εκεί.
 
Η Κύπρος ανήκε στον ελληνικό κόσμο από τα αρχαία χρόνια, από την έναρξη της καθόδου των Αχαιών, περί το 1200 π.Χ., την οποία ακολούθησε η ίδρυση των αρχαίων Βασιλείων της Κύπρου. Από την αρχαία αυτή εποχή, λοιπόν, φυτεύεται στην Κύπρο η ελληνική γλώσσα, ο ελληνικός πολιτισμός και ο ελληνικός τρόπος θέασης του κόσμου. Αυτό τον ελληνικό κόσμο, προσπάθησε να τον ενοποιήσει ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος όμως, ως άνθρωπος φθαρτός, δεν έφτασε να ολοκληρώσει την προσπάθειά του. Την προσπάθεια ήρθε να ολοκληρώσει η Εκκλησία του Χριστού, η οποία προσλαμβάνει τον ελληνιστικό κόσμο και τον διαμορφώνει σε χριστιανική οικουμένη, τον ανοίγει στην αιωνιότητα, τον μεταμορφώνει από πολιτισμό του «νυν» σε πολιτισμό του «νυν και αεί». Η Κύπρος, ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του κόσμου, συνεχίζει τη διαδρομή της, όπως και στα αρχαία χρόνια, ως μέρος του νέου κόσμου που είναι ενοποιημένος γύρω από την ίδια πίστη (το «ομόδοξον») και την ελληνική γλώσσα.
 
Όταν διαλύθηκε πια αυτός ο κόσμος, και ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή που απέκοψε την Κύπρο από τον φυσικό της περίγυρο, το νησί δεν είχε άλλη διέξοδο από του να στραφεί προς την Αθήνα, προσχωρώντας σ’ ένα όραμα ενσωμάτωσης στο έθνος-κράτος. Η μετατόπιση αυτή, ήταν μια στροφή από την πλατιά οπτική του ομοδόξου και της οικουμενικής ελληνικότητας, η οποία είχε απωλεσθεί πλέον —τουλάχιστον με τη μορφή που είχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα—, προς μια οπτική που αναζητά την ενότητα στην ταύτιση του έθνους με το κράτος. Σιγά σιγά, αυτές τις πτυχές της ιστορίας μας, τις κάλυψε η άγνοια. Έτσι, όταν σήμερα λέμε «Σύρος» η «Παλαιστίνιος», σχεδόν όλοι καταλαβαίνουν ότι μιλούμε για Άραβα μουσουλμάνο, η όταν λέμε Μικρασία κάποιοι καταλαβαίνουν Τουρκία. Το γεγονός ότι στα μέρη αυτά υπάρχουν ακόμη ορθόδοξοι αδελφοί μας, οι οποίοι αγωνίζονται να κρατήσουν τη Ρωμιοσύνη και την Ορθοδοξία ζωντανή μέσα σ’ ένα αραβοποιημένο και μουσουλμανικό περιβάλλον, καλύπτεται εν πολλοίς από άγνοια. Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να στραφεί η έρευνα προς αυτούς τους τόπους και αυτές τις πηγές.
 
Η κατ’ ανατολάς γεωγραφία, η ελληνική ιστορία και η ορθόδοξη Εκκλησία, μας στέλνουν συνεχώς προσκλήσεις για να βρούμε το αληθινό μας πρόσωπο τις οποίες, αν θέλουμε να βγούμε από τα διάφορα αδιέξοδα, δεν πρέπει να αγνοήσουμε. Μια τέτοια πρόσκληση, που ήταν ταυτόχρονα κάλεσμα της γεωγραφίας, της ιστορίας και της Εκκλησίας, στάληκε και σε μένα προσωπικά, από το φίλο Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο, ο οποίος, το Νοέμβριο του 2010, με κάλεσε να επισκεφθώ το Λίβανο και τη Συρία. Έτσι λοιπόν, ανταποκρινόμενος ευχαρίστως στην πρόσκληση, επισκέφθηκα πανάρχαιους ιστορικούς τόπους που βρίσκονται στα όρια των δύο αυτών χωρών.
 
Η προσκυνηματική μου επίσκεψη και τα όσα αποκόμισα από αυτήν, επιβεβαίωσαν μέσα μου την πεποίθηση για τη βαθιά πνευματική σχέση που μας ενώνει με αυτά τα μέρη και τους ανθρώπους τους. Είδα σαρκωμένα τα εναπομείναντα, πότε ως ερείπια και πότε ως ζωή. Ανακάλυψα πολλά που μας συνδέουν και φωτίζουν την κοινή μας παράδοση και πορεία μέσα στο χρόνο. Αντιλήφθηκα ότι το θαύμα λειτουργεί ακόμη στα μέρη αυτά, που εμείς θεωρούμε νεκρά και άνυδρα. Αναφέρω εδώ μερικά ενδεικτικά παραδείγματα.
 
Στην Ταρτούς, μία παραλιακή πόλη της Συρίας, κοντά στα σύνορα με το Λίβανο, υπάρχει μια παλιά εκκλησία, του 13ου αιώνα, προς τιμήν της Θεοτόκου, που τώρα λειτουργεί ως μουσείο. Η σταυροφορική αυτή εκκλησία είναι κτισμένη πάνω σε ερείπια εμφανούς βασιλικής του 5ου αιώνα. Όταν ρωτήσαμε γιατί η εκκλησία τιμάται στην Παναγία, έκπληκτοι ακούσαμε τον πατέρα Ηλία να μας λέει ότι, κατά την παράδοση, η Θεοτόκος μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στάθμευσαν στο μέρος αυτό, καθώς πήγαιναν να συναντήσουν τον φίλο του Κυρίου, τον δίκαιο Λάζαρο, στην απέναντι παραλία της Κύπρου, στο Κίτιον2.
 
Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη γι’ αυτό που άκουσα, γιατί εμείς εδώ στην Κύπρο, παρόλο που μας χωρίζουν μόλις λίγες δεκάδες χιλιόμετρα από την απέναντι ακτή, δεν γνωρίζαμε την ύπαρξη αυτής της παραδόσεως. Ταυτόχρονα ένοιωσα ότι η παράλληλη παράδοση της παρουσίας του Αγίου Λαζάρου στο Κίτιον και η παράδοση της Ταρτούς ενοποιούν την όραση μας και φωτίζουν τη χριστιανική ιστορία του τόπου μας στα πρώτα χριστιανικά της βήματα, πριν την άφιξη των Αποστόλων το έτος 49. Η εικόνα της ένθρονης Θεοτόκου στην Αγγελόκτιστη στο Κίτι (13ου αι.) είναι ισχυρή ένδειξη της σχέσης αγίου Λαζάρου και Παναγίας. Στην εικόνα η Θεοτόκος περιστοιχίζεται από τον ζωγράφο της ευαγγελιστή Λουκά και τον φίλο του Χριστού Δίκαιο Λάζαρο, εικονιζόμενο μάλιστα με αρχιερατικό ωμοφόριο3.
 
Εκεί υπάρχει και το σπήλαιο που κατά την παράδοση των ορθοδόξων Ρωμιών της Συρίας διέμεινε για κάποιο διάστημα ο Απόστολος Ανδρέας μέχρι να επισκεφτεί την Κύπρο. Δηλαδή, η ίδια παράδοση περί του ταξιδιού του Αποστόλου Ανδρέα από τα μέρη της Ανατολής στην Κύπρο, υπάρχει τόσο στην Καρπασία όσο και στα απέναντι μέρη της Συρίας. Υπάρχει βέβαια και το λιμάνι της Σελεύκειας της Πιερίας από το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, απέπλευσαν οι Απόστολοι για να έρθουν στη Σαλαμίνα της Κύπρου κατά την Α’  Αποστολική τους περιοδεία.
 
Πέρα από τους Αποστόλους, όμως, τους δεσμούς με τις απέναντι ακτές ενισχύουν και φωτίζουν τα πρόσωπα πολλών αγίων μεταγενέστερων εποχών. Τον 3ο αιώνα μας έρχεται από την Ανατολή και συγκεκριμένα από την περιοχή της Λαοδικείας, της Συρίας η της Φρυγίας μάλλον, ένας πολύ σημαντικός άγιος, ο Αρτέμων. Φτάνει στον Κορμακίτη και ύστερα στην Αυλώνα, όπου και οικοδομεί το βαπτιστήριό του και γίνεται ο φωτιστής όλης της πεδινής περιοχής Μόρφου και όλης της Κύπρου, καθότι ο άγιος τιμάται μέχρι το Ορνίθι της Μεσαορίας.
 
Ο κομιστής του παλαιστινιακού μοναχισμού στην Κύπρο, άγιος Ιλαρίων ο Μέγας, αφού περιόδευσε σε πολλές χώρες και τόπους, τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε στην Πάφο, εισάγοντας έτσι το παλαιστινιακό μοναστικό πρότυπο στην Κύπρο.
 
Από τη Βησανδούκη της Παλαιστίνης φτάνει στην Κύπρο ο άγιος Επιφάνιος, προς συνάντηση του γέροντά του Ιλαρίωνα, και γίνεται ο μέγας ιεράρχης ο οποίος με το παγκόσμιο κύρος του διασφαλίζει το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου. Το όνομά του στην Γ  Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, είναι όνομα σφραγίδας και ασφάλειας, απέναντι στις διεκδικήσεις των Αντιοχέων.
 
Ο άγιος Θεράπων Επίσκοπος Κιτίου, ο οποίος έζησε τον 7ο αιώνα, όπως λέει ο βίος του, μετά την έναρξη των αραβικών επιδρομών φεύγει από την Αλαμανία και φτάνει στην Παλαιστίνη κι από εκεί στα παράλια της Κύπρου. Στην Κύπρο μαρτύρησε από τους Άραβες, κατά την ώρα που τελούσε τη θεία Λειτουργία. Ο τόπος του μαρτυρίου του υπάρχει μέχρι σήμερα στο κέντρο της Λάρνακας προσδοκώντας την ανάδειξή του.
 
Η μεγαλύτερη όμως έκπληξη στη Συρία, μου επιφυλάχθηκε στη βασιλική του Αγίου Συμεών του Στυλίτη, που ευρίσκεται στα βόρεια σύνορα της Συρίας, πολύ κοντά στο Χαλέπι. Για τη σταυρόσχημη αυτή βασιλική, ο Φώτης Κόντογλου έγραψε ότι αποτελεί το μεγαλοπρεπέστερο δείγμα βυζαντινής ναοδομίας μετά την Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως. Στο κέντρο της βασιλικής διασώζεται η βάση του στύλου πάνω στον οποίο έζησε ο άγιος.
 

Μαύρο Όρος = Αμανός Αλαμανοί Άγιοι

 
Ευρισκόμενοι στην περιοχή του Αγίου Συμεών, ζήτησα να μου φέρουν ένα σύγχρονο χάρτη της Συρίας. Μου έφεραν το χάρτη και ψάχνοντας, βρήκα το μέρος όπου βρισκόμασταν, το Χαλέπι και τη βασιλική του Αγίου Συμεών του Στυλίτη. Ένας από τους συνοδούς μας, ο Μάριος Αντωνίου, ο μουσικοδιδάσκαλος της Μητροπόλεώς μας, παρατηρώντας το χάρτη, μου έδειξε τη μεγάλη οροσειρά που βρίσκεται ανάμεσα στον κόλπο της Αλεξανδρέττας και τον άγιο Συμεών. Είναι το Αμανός Όρος. Μου λέει: «κοίταξε πως γράφεται στον χάρτη». Κοιτάζω λοιπόν και βλέπω μπροστά από το Αμανός να προστίθεται το αραβικό άρθρο Αλ, δηλαδή Αλ Αμανός.
 
Βλέποντας αυτό το όνομα, άρχισαν να μου γεννώνται διάφορα ερωτήματα. Αφού το Αμανός Όρος ονομάζεται στα αραβικά Αλ Αμανός, μήπως έχει κάποια σχέση με τους Αλαμάνους αγίους4; Τους γνωστούς αγίους που για αιώνες είναι παρόντες στην ευλάβεια των Κυπρίων και τιμώνται αναλόγως;
 
 
Το όρος Αμανός, που σήμερα βρίσκεται στα όρια της Τουρκίας, ανήκε τότε στη βόρειο Συρία. Αποτελεί ένα φυσικό σύνορο μεταξύ Μικράς Ασίας και βορείου Συρίας, κατά μήκος της ακτής της ανατολικής Μεσογείου. Διαθέτει σήμερα διάφορες ονομασίες, αλλά η αρχαιότερη είναι η αρχαιοελληνική Αμανός. Στην Τουρκία οι πιο γνωστές ονομασίες είναι Όρη Nur (δηλαδή Όρη του Αγίου Φωτός) και Όρη Gâvur (Όρη των απίστων), ενώ στις βυζαντινές πηγές απαντάται με το όνομα Μαύρα Όρη. Γι’ αυτό και οι φίλοι του Βασιλείου Διγενή Ακρίτα, ονομάζονται Μαυρορείτες Ακρίτες5 όπως και οι μοναχοί που ασκούνται εκεί, ως ο Νίκων ο Μαυρορείτης.
 
Ο Δημήτριος Χατζηαθανασίου γράφει τα εξής για το Αμανόν Όρος: «Όρος Αλλουκάμ, το οποίο οι Φράγκοι ονομάζουν Αλαμανός και οι Τούρκοι Gâvur dağ (βουνό των απίστων, δηλαδή των Χριστιανών, διότι ήταν φρούριο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πριν το Ισλάμ). Αναφέρεται σε αραβικά χειρόγραφα με την ονομασία, το Μαύρο βουνό (Zapal Asouad) λόγω του χρώματός του. Αρκετοί γεωγράφοι το θεωρούν ως φυσικό σύνορο μεταξύ Συρίας και Τουρκίας. Το μήκος της οροσειράς είναι 170 χλμ. και πλάτος 30 χλμ. Δεσπόζει δυτικά της Αντιόχειας και ανατολικά της Αλεξανδρέττας. Η πιο ψηλή κορυφή ονομάζεται Ακκία, δηλαδή το Άσπρο Βουνό, ύψους 2500 μ. και εποπτεύει στο Χαλέπι. Υπήρχαν πολλά κάστρα στην κοιλάδα του Αλαμανού. Εκεί έγινε η μεγάλη μάχη μεταξύ του Μεγάλου Αλεξάνδρου και Δαρείου (μάχη της Ισσού). Έμειναν οι κάτοικοι του Αλαμανού ανεξάρτητοι κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι Άραβες αυτούς τους κατοίκους τους ήξεραν με το όνομα Algjarajema και η πρωτεύουσά τους Jarjouma δεν υπάρχει σήμερα. Ο Νικηφόρος Φωκάς έβαλε μια ομάδα Αρμενίων για να προστατεύουν τα σύνορα από τους Άραβες και αυτοί βοήθησαν τους Σταυροφόρους και ύστερα επειδή είχαν διαφορές μεταξύ τους έπεσε η περιοχή στα χέρια των μουσουλμάνων.
 

Μοναστήρια Μαύρου Όρους - Αλαμανού Όρους:

Μέχρι τον 13ον αι. υπήρχαν αρκετά μοναστήρια Ελλήνων και Λατίνων με ένα σεβαστό αριθμό μοναχών από πολλές εθνικότητες.6»
Μερικά από τα μοναστήρια-ναοί-ασκητήρια που εντοπίσαμε στην περιοχή του Αλαμανού - Μαύρου Όρους ήταν τα εξής:
 
1. Μονή Αγίου Συμεών του Θαυμαστορείτου
 
Πρώτο και σημαντικότερο, ο Άγιος Συμεών ο Θαυμαστορείτης. «Το παγκόσμιο προσκύνημα» που αγίασε ο νέος στυλίτης Συμεών τον 6ο αι., η αγία μητέρα του Μάρθα και πληθώρα μαθητών αυτού, Ρωμιών, Γεωργιανών, Παλαιστινίων, Λατίνων, Αρμενίων (οι λεγόμενοι Χαλκηδόνιοι Τζιάτοι). Βιογράφος του Αγίου Συμεών Θαυμαστορείτου είναι ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντίας Αρκάδιος που έλκει την πνευματική του καταγωγή από το Θαυμαστορείτη Συμεών. Το 1177 ο μοναχός Ιωάννης Φωκάς σε προσκυνηματική του ιεραποδημία στη Συροπαλαιστίνη περιγράφει «εν συνόψει τον απ’ Αντιοχείας μέχρις Ιεροσολύμων κάστρων και χωρών Συρίας, Φοινίκης και των κατά Παλαιστίνην Αγίων Τόπων». Στην αρχή του προσκυνήματός του φθάνει στην «περί τον Ορόντην Θεούπολιν Αντιόχου» —δηλαδή στην Αντιόχεια. Γράφει: «Εντεύθεν το περιβόητον της Δάφνης προάστειον παντοίων φυτών περιστεφανούται αναδρομή, και το Θαυμαστόν εστίν όρος, ου πολιστής ο θαυμαστός Συμεών. Τούτοις ομορεί το Μαύρον όρος και ο Σκόπελος, εν οις πάλαι μεν πολλοί θεοφιλείς άνθρωποι τον Θεόν εκζητήσαντες εύρον, και νυν των σωζομένων εισί, και τας λόχμας των αυτών οικούσιν ορέων, εκείνου της καλλονής εφιέμενοι.7» Αναφέρεται στο φημισμένο προάστιο της Δάφνης στο Θαυμαστό Όρος, ως κέντρο ασκητών, στην Κασταλία πηγή, στον ποταμό Ορόντη, στη Ρωσώ, στον Σκόπελο και στον Καύκασο, καθώς και στο μοναστικό ίδρυμα του Οσίου Συμεών του νέου Στυλίτη η Θαυμαστορείτη, πάνω στην κορυφή του Θαυμαστού Όρους, που έχει υψόμετρο 479 μ.
 
2. Σπήλαιο - ασκητήριο αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου
 
Στην ευρύτερη περιοχή της Αντιοχείας, στο Μαύρο Όρος, στα σπήλαια του όρους Σίλπιος και στις όχθες του ποταμού Ορόντη ζούσαν πολλοί μοναχοί ως αναχωρητές, ανά δύο η ανά τρεις, ως κοινοβιάτες. Στο όρος Σίλπιος αναχώρησε και έγινε μοναχός το 372 ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος8. Από τα αγιασμένα αυτά μέρη της ευρύτερης Αντιόχειας έλκουν την πνευματική τους καταγωγή οι Χρυσοστομίτες πατέρες του Κουτσοβέντη στον Πενταδάκτυλο.
 
3. Μονή Ροϊδίου στο Μαύρο Αλαμανό Όρος
 
Μονή που ίδρυσε ο μοναχός Νίκων ο Μαυρορείτης. Ο Νίκων γεννήθηκε γύρω στο 1025, «εις τα αντίπερα μέρη της Κωνσταντινουπόλεως». Παρακινούμενος από το πνεύμα της ξενιτείας, όπως λέει ο ίδιος, αναχώρησε προς την Ανατολή για το Μαύρο Όρος, του οποίου η φήμη για τους εκεί ασκητές έφθανε μέχρι την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, όπου υποτάχθηκε στον Λουκά, τον μετέπειτα μητροπολίτη Αναζάρβεως. Ο Λουκάς ως μοναχός είχε ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα στη σπηλιά του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου «εις τα ανώτερα μέρη της Αντιοχείας»9. Ο Νίκων είχε στη διάθεσή του την πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής του αγίου Συμεών στο Θαυμαστό Όρος, στην οποία μονή έζησε για πολλά χρόνια. Εκεί συνέλεξε διάφορα τυπικά μονών, με αποτέλεσμα να γίνει ένας πρώιμος, τρόπον τινά, λειτουργιολόγος. Στη συνέχεια τον βρίσκουμε στο Μαύρο Αλαμανό Όρος στη Μονή της Θεοτόκου του Ροϊδίου, όπου και διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τους ορθόδοξους Αρμένιους τους επιλεγόμενους «Τζιάτους»10. Ο Νίκων ο Μαυρορείτης διατηρεί αλληλογραφία με τον ηγούμενο του Κουτσοβέντη «κύρη Γεώργιο». Ο Νίκων προσφωνεί το Γεώργιο «πνευματικέ τίμιε πάτερ», ο δε ίδιος σε σχέση με τον Γεώργιο ταπεινώς δέχεται να είναι το ανάξιο παιδί του11.
 
4. Γεωργιανοί Μοναχοί
 
Η εκκλησία της Γεωργίας για αιώνες υπαγόταν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας. Πολλοί Γεωργιανοί μοναχοί συνδέονταν με ασκητικές μορφές του Θαυμαστού Όρους και του Μαύρου Όρους. Παράδειγμα της σχέσης των Γεωργιανών μοναχών με τα μοναστικά κέντρα του Μαύρου και Θαυμαστού Όρους στη βόρεια Συρία είναι ο άγιος Γεώργιος ο Αγιορείτης τον 11ο αι. Γεννήθηκε στη Γεωργία το 1009, σπούδασε αρχικά στην πατρίδα του και στην Κωνσταντινούπολη για 12 ολόκληρα χρόνια. Έγινε μοναχός στο Μαύρο Όρος της Συρίας. Μετά από τρίχρονη παραμονή του εκεί, εγκαταστάθηκε στη Μονή Ιβήρων-Γεωργιανών το 1040 στο Άγιο Όρος. Μετά από 4 χρόνια ενθρονίστηκε 10ος ηγούμενός της και παρέμεινε σ’ αυτή τη θέση έως το 1056. Αυτή τη χρονιά παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του, εγκατέλειψε το Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Μαύρο Όρος προκειμένου να μεταφράζει τα εκκλησιαστικά κείμενα από τα ελληνικά στα γεωργιανά. Το 1060 επισκέφθηκε την πατρίδα του και πραγματοποίησε σημαντικές εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις. Χάρη στην τέλεια γνώση των ελληνικών κατάφερε να εμπλουτίσει τη γεωργιανή γλώσσα με τη μετάφραση όλων των σημαντικών κειμένων της εκκλησιαστικής γραμματολογίας. Ο βίος του, που γράφτηκε μετά την κοίμησή του, προοριζόταν για τους Γεωργιανούς μοναχούς, όχι μόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και της Αντιοχείας και Συρίας.
 
Η μεταφραστική δραστηριότητα των Γεωργιανών μοναχών του Μαύρου και Θαυμαστού Όρους αγκαλιάζει και την Κύπρο. Το 977 Γεωργιανοί μοναχοί μεταφράζουν στη Θεομόρφου τον Πνευματικό Λειμώνα του Ιωάννου Μόσχου12. Αυτή την εποχή, τον 10ο αι., ανοικοδομείται η γεωργιανή μονή της Γυαλιάς κοντά στην Πόλη Χρυσοχούς13. Τα μοναστήρια των Γεωργιανών στην Κύπρο συνδέονταν πνευματικά με τα μοναστικά κέντρα της βόρειας Συρίας και εννοώ του Αγίου Συμεών του Θαυμαστορείτου από τον 6ο αι. και του Νίκωνος του Μαυρορείτου τον 11ο-12ο αι. Οι σχέσεις, λοιπόν, με το Μαύρο και Θαυμαστό Όρος, είναι μακρές βαθιές και αδιάλειπτες μέχρι και τον 13ο αι.
 
5. Μονή των Καστανών στο Μαύρο Όρος
 
6. Εκκλησία Αγίου Παντελεήμονα
 
7. Εκκλησία Αγίου Σπυρίδωνα
 
8. Εκκλησία Αγίου Μελετίου
 
9. Εκκλησία Αγίου Γεωργίου, 12ος αι.14
 
10. Μονή Προφήτη Ηλία, 102315
 
Ο Τζιακ Ντι Φίτριχ το 1244 αναφέρει ότι οι μοναχοί αντιγράφουν χειρόγραφα, όπως η ερμηνεία του Ιωάννου Χρυσοστόμου στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο.
 
11. Μονή Παναγίας, η οποία ανήκε στους Jarajema16
 
12. Εκκλησία Αγίου Ευσεβίου στον Σκόπελο17
 
12. Εκκλησία Αγίου Θεοδοσίου Αντιοχείας στον Σκόπελο18
 
Όλες οι ως άνω μονές-εκκλησίες-ασκητήρια καταδεικνύουν ότι τα βουνά και οι λόφοι που περιβάλλουν την Αντιόχεια και τον κόλπο της Αλεξανδρέττας είναι ένα τεράστιο μοναστικό κέντρο ήδη από τον 6ο αι. και με μία παύση μετά την έναρξη των αραβικών επιδρομών (το 638), ακμάζουν και πάλι το 1060 μέχρι και το τέλος του 13ου αι.19
 
Η Κύπρος, σε απόσταση ολίγων χιλιομέτρων από τη βόρεια Συρία, είχε δίπλα της ένα τεράστιο μοναστικό κέντρο, το οποίο οι ιστορικοί αγνόησαν, παρέκαμψαν η δεν επεσήμαναν. Αυτό το κέντρο είναι η Αντιόχεια με το Θαυμαστό Όρος του αγίου Συμεών του νέου Στυλίτου, ο Σκόπελος, η Ρωσσώ, το Πιέριο Όρος και εξαιρέτως το Μαύρο Όρος ή όπως αλλιώς λεγόταν από τους Φράγκους και τους Αραβοφώνους Αλ-Αμανός.
 

Ακρίτες και Αμανός

Όπως γνωρίζουμε, το θέμα των Αλαμάνων αγίων απασχόλησε αρκετούς ιστορικούς, ερευνητές και αγιολόγους, οι οποίοι αναζήτησαν την καταγωγή και τον χρόνο άφιξής τους στην Κύπρο. Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε σχέση με το θέμα αυτό έχουν επικρατήσει δύο κυρίως απόψεις. Η πρώτη υποστηρίζει ότι οι άγιοι αυτοί προέρχονται από την Αλαμανία, τη Γερμανία, ενώ η δεύτερη ότι προέρχονται από την Παλαιστίνη.
Προσωπικά, πίστευα ανέκαθεν ότι η άποψη περί Γερμανών αγίων ήταν λανθασμένη. Αισθανόμουν βαθύτατα ότι οι άγιοι αυτοί ουδεμία σχέση είχαν με τη Γερμανία, αλλά με τα μέρη και την παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής.
 
Αρκετά καταγραμμένα γεγονότα, μας κατευθύνουν προς την άποψη αυτή. Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, για παράδειγμα, γράφει στη Χρονογραφία του ότι κατά την περίοδο 812-816 «πολλοί από τους Χριστιανούς της Παλαιστίνης, μοναχοί και λαϊκοί, καθώς και απ' όλη την Συρία έφθασαν στην Κύπρο, θέλοντας να γλιτώσουν από τα πολλά παθήματα που υφίσταντο από τους Άραβες. (...) Αρκετοί Χριστιανοί δέχθηκαν μαρτυρικό θάνατο. Άλλοι πήγαν στην Κύπρο και από κει στην Κωνσταντινούπολη. (...) Ο βασιλιάς δώρισε μια σημαντική μονή σ' εκείνους που είχαν έλθει στην Πόλη, ενώ σε όσους παρέμειναν στην Κύπρο, τόσο μοναχούς όσο και λαϊκούς, έστειλε τάλαντο χρυσού και φρόντισε να τους παράσχει πολλά από κάθε άποψη»20.
 
Τα ίδια γεγονότα περιγράφει και ο Λεόντιος Μαχαιράς στο Χρονικόν του: «Όνταν οι Σαρακηνoί επήραν την γην της επαγγελίας, τότε εβγήκαν οι πτωχoί οι χριστιανoί απού εγλιτώσαν και επήγαν όπου ηύραν καταφύγιν• ήσαν αρχιεπισκόποι, επισκόποι, ιερείς και λαϊκοί, και επήγαν όπου φτάσαν. Και ήρταν και εις την περίφημον Κύπρον μία συντροφία, όπου ήσαν τ' (300) ονομάτοι, και γροικώντας ότι Έλληνες εφεντεύγαν τον τόπον, δια τον φόβον επήγαν εις το έναν μέρος και εις το άλλον, και εσγάψαν την γην και εμπήκαν μέσα, και επροσεύχουνταν τω Θεώ. (...) Και εποθάναν εις το αυτόν νησσίν, και πολλoί εξ αυτών τους εφανερώθησαν δι’ αγγέλου, άλλοι δια τα θαυμαστά θαύματα»21.
 
Ο ίδιος χρονικογράφος, αναφερόμενος στους αγίους Φανέντες, στην περιοχή Κερύνειας, λέει: «και είναι από εκείνους τους 300 που έφυγαν από την Συρία». Δηλαδή, ο Μαχαιράς μας αποκαλύπτει εδώ για μοναδική φορά τον τόπο προέλευσης των 300 Πατέρων.
Επίσης, στον Κώδικα του Λονδίνου22 αναφέρονται πρόσφυγες ασκητές της Συροπαλαιστίνης που έφτασαν στην Κύπρο.
 
 
Στον χάρτη του Κλαυδίου Πτολεμαίου, που εκδόθηκε το 1541, απεικονίζεται και το Όρος Αμανός και επί του όρους βλέπουμε την πόλη Γερμανικία. Πρόκειται για πόλη που ιδρύθηκε ως χιττική πόλη-κράτος περίπου το 1000 π.Χ. κι αργότερα στα χρόνια των Ρωμαίων και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων αποκαλείτο Γερμανικία. Οι Τούρκοι την ονόμασαν Μαράς και το 1973 τη μετονόμασαν σε Καχραμανμαράς, που στα τουρκικά σημαίνει «ήρωας».
 
Εν όψει των προαναφερθέντων, πιστεύω ότι ερευνητές όπως ο Κ. Σάθας και ο Κ. Κύρης, και άλλοι ιστορικοί, ματαίως έψαχναν την προέλευση των Αλαμάνων αγίων από τη Γερμανία της Δυτικής Ευρώπης. Πιστεύω ότι είναι καιρός η έρευνά μας να στραφεί προς το Αλαμανός Όρος η Μαύρο Όρος και στην εκεί πόλη Γερμανικεία.
 
Σε σχέση με την ονομασία των εν λόγω αγίων στην Κύπρο, των Αλαμανών, ας σημειωθεί και ένας άλλος παραλληλισμός. Στην γαλλική γλώσσα το Όρος Αμανός αποδίδεται με το αρσενικό άρθρο «le», το οποίο, λόγω του ότι η λέξη Amanos αρχίζει με φωνήεν, υφίσταται τον κανόνα της έκθλιψης, όπως και στα ελληνικά. Έτσι, στη γαλλική το Αμανός προφέρεται «L’Amanos». Η αναφορά στο Αμανός μετά από την πρόθεση «σε», που στα γαλλικά είναι «à», γίνεται λοιπόν «à l’Amanos», φράση που σημαίνει «στο Αμανός». Στ’ αυτιά δε ανθρώπων που μιλούν την ελληνική, αυτό ακούγεται ακριβώς ως «Αλαμανός». Από το «Αλαμανός» μέχρι το «Αλαμάνος», όπως ονομάστηκαν οι άγιοί μας, η διαφορά είναι μόνο ένας τόνος. Άραγε η προσωνυμία που χρησιμοποίησαν οι Κύπριοι για να χαρακτηρίσουν τους εν λόγω αγίους, οφείλεται και σε κάποια επίδραση από την γαλλική; Αυτό παραμένει μια υπόθεση που πρέπει να διερευνηθεί από την πλευρά των γλωσσολόγων, δεδομένου μάλιστα ότι η γαλλική γλώσσα ήταν παρούσα στην Κύπρο από τον 12ο αιώνα.
 
Το Όρος Αμανός, η Μαύρα Όρη, ήταν μοναστικό κέντρο μέχρι και τον 13ο αιώνα, κάτι σαν το Άγιο Όρος της καθ’ ημάς Ανατολής23. Στο τεράστιο αυτό βουνό συνυπήρχαν μοναχοί ορθόδοξοι Ρωμιοί με Αρμένιους Χαλκηδονίους μοναχούς (τζάτι), Γεωργιανούς, αραβόφωνους ορθοδόξους και άλλους. Σε καιρούς πολέμων και ιστορικών αναταράξεων, πολλοί από τους μοναχούς των κέντρων αυτών βρίσκουν καταφύγιο στην Κύπρο. Από το Όρος Αμανός και την ευρύτερη περιοχή του, μας έρχονται μετά τον έβδομο αιώνα κατά το Μαχαιρά «οι λας των αρμάτων», δηλαδή Ακρίτες, Απελάτες και Μαρδαΐτες. Στη συνέχεια, μέσω Αττάλειας, σε συνεργασία με το ναυτικό σώμα των Κιβεριωτών, προστατεύουν την Κύπρο και κατορθώνουν να μη γίνει ποτέ αραβοκρατούμενη.

alt

 
Θα ήθελα εδώ να δούμε τη σχέση των Ακριτών με το Όρος Αμανός και πως οι Ακρίτες επηρεάζουν μετά τον έβδομο αιώνα την Κύπρο, συμβάλλοντας έντονα στην πνευματική διαμόρφωσή της. Σχετικά με τους Μαρδαΐτες, αναφέρει ο Χρήστος Μακρυπούλιας24: «Οι Μαρδαΐτες εμφανίζονται στο ιστορικό προσκήνιο τον 7ο αι. και οι απόψεις για την καταγωγή τους διίστανται. Κατά την επικρατέστερη άποψη ταυτίζονται με τους Djaradjima, που κατοικούσαν στο όρος Αμανός η Μαύρο Όρος (αραβικά Lukkam) της Συρίας και στις ελώδεις περιοχές βόρεια της Αντιοχείας. Το όνομα τους Djaradjimani προερχόταν είτε από μία ονομασία της επαρχίας Gurgum, στην περιοχή της Γερμανικείας, είτε από μία μικρή πόλη ανάμεσα στο Αλέπιον (Χαλέπι) και την Αλεξανδρέττα, την Djurdjuma, προπύργιο των Djaradjima, την οποία κατέστρεψαν οι Άραβες το έτος 708, όταν κατέπνιξαν την εξέγερση που είχαν υποκινήσει και ενισχύσει οι Βυζαντινοί».
 
Όταν το 688 υπογράφεται μεταξύ αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β' και Άραβα χαλίφη Αμπντ αλ-Μαλίκ η συνθήκη απομάκρυνσης των Μαρδαϊτών από περιοχές του Λιβάνου και της Συρίας, μέρος του πληθυσμού αυτού μεταφέρεται στην Αττάλεια, απέναντι από τον κόλπο της Μόρφου. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στα μέρη που κατοικούσαν οι Μαρδαΐτες, ανατολικά της Τρίπολης του Λιβάνου, τα οποία και επισκέφθηκα, υπάρχουν μέχρι σήμερα 30 προσκυνήματα προς τιμήν του αγίου Μάμαντος.
 
Παρά τις επικρίσεις για τη συμφωνία μεταξύ Ιουστινιανού Β' και Αμπντ αλ-Μαλίκ, η μεταφορά των Μαρδαϊτών στην Κύπρο, θωράκισε το νησί κατά τις αραβικές επιδρομές. Γράφει σχετικά ο Σάθας: «…οι την φρούρησιν της νήσου αναλαβόντας Στρατιώται ήσαν εκ των περί τον Ταύρον απελατών η μαρδαϊτών πολλά πείθουσι α) τα εν Κύπρω περισωθέντα μέχρις ημών απελατικά άσματα πληρέστερα η αλλαχού, β) αυτή η φερομένη υπό των χρονογράφων θαυμασία μετανάστευσις εκ του Ταύρου εις την νήσον του απελατικού πάτρωνος αγίου Μάμαντος γ) η από του κοινού κατά των Σαρακηνών σύμπραξις των εν Κύπρω και των εν Ατταλεία φρουρούντων Μαρδαϊτών… οι Άραβες δεν κατόρθωσαν να παγιώσωσιν καθ’ εν Κύπρω την δυναστείαν αυτών ως εν Κρήτη, χάρις εις τους φρουρούντας ταύτην Κιβηρραιώτας και Μαρδαΐτας, των οποίων η ιστορία μετ’ επαίνων αναγράφει τας αριστείας, η δε Εκκλησία εορτάζει την μνήμην αυτών»25.
 
Ένα από τα άσματα στα οποία αναφέρεται ο Σάθας, είναι και το άσμα του Αρμούρη, το οποίο κατά τους ειδικούς είναι το αρχαιότερο ακριτικό τραγούδι. Απαντάται μόνο στην Κύπρο και την Κάρπαθο. Ο ήρωας του, Διγενής Ακρίτας, καταδιώκει το Σαρακηνό και, όπως λέει το άσμα «εκεί τον εκατέφθασεν εις στης Συρίας την Πόρτα». Η Πόρτα της Συρίας είναι οι Συριακές Πύλες, οι κατ’ άλλους Αμανικές Πύλες, που συνδέουν τη Συρία με την Κιλικία. Σχετικά, γράφει ο καθηγητής Νικόλαος Κονομής: «ο τόπος που ο Διγενής πολέμησε αυτούς τους εχθρούς είναι τα στενά της Καππαδοκίας και Κιλικίας και το επίθετο του ’Καππαδοκευς’, θυμίζει το αιώνιο πεδίο μαχών μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών»26.
 
Οι Μαρδαΐτες έφεραν μαζί τους και την τιμή προς τους δικούς τους αγίους, ιδιαιτέρως τους αγίους Γεώργιο και Μάμα. Τον 10ο αιώνα, Ακρίτες ιδρύουν το καστρομονάστηρο του αγίου Γεωργίου του Οριάτη (Ρηγάτη) πλησίον της Κυράς Μόρφου27. Σημειωτέον ότι Οριάτης σημαίνει ο των ορίων, δηλαδή αυτός που φυλάττει τα σύνορα, ο Ακρίτας.
 
Αφίξεις προσφύγων από τα μέρη της Ανατολής έχουμε και κατά τον 11ο αιώνα. Οι πρόσφυγες αυτοί μεταφυτεύουν στην Κύπρο την ιδιαίτερη ευλάβεια προς διαφόρους αγίους. Γράφει σχετικά ο καθηγητής Θεόδωρος Γιάγκου στην εισαγωγή των Συγγραμμάτων του Αγίου Νεοφύτου, που εξέδωσε η Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου: «Ήταν επίσης η Κύπρος το φυσικό άσυλο των απειλουμένων από το Ισλάμ χριστιανών της Συρίας και της Κιλικίας. Αυτό το άσυλο λειτούργησε κυρίως μετά την πτώση της Αντιοχείας στους Σελτζούκους Τούρκους 1084, οπότε άρχισε να παρακμάζει ο μοναχισμός του παλαιφάτου Πατριαρχείου της Αντιοχείας, που για έναν αιώνα 970-1084 είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί ελεύθερα, και αναπτύχθηκε, κάτω από την προστασία της Κωνσταντινουπόλεως. (...) Η Κύπρος προσφερόταν ως ένας ιδανικός χώρος, καθόσον ήταν ακόμα ελεύθερη στα χέρια του αυτοκράτορα».
 
Επίσης, ο J. Darrouzes υποστηρίζει ότι «η πνευματική ενδοχώρα της Κύπρου ευρίσκεται απέναντι στην Παλαιστίνη, στην Αντιόχεια και στις νότιες περιοχές της Μικράς Ασίας». Η διαπίστωση αυτή του Darrouzes συνοψίζει μια πραγματικότητα που διήρκεσε για αιώνες.
 

Κουτσοβέντης - Αμανός

Μεταξύ άλλων, οι αφιχθέντες στην Κύπρο ιδρύουν τη Μονή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη, στα τέλη 11ου αιώνα28. Μία μονή μεγάλης σημασίας για την πνευματική μας εξέλιξη. Όπως αναφέρει ο Θεόδωρος Γιάγκου: «Είναι χαρακτηριστικό και ιδιαιτέρως σημαντικό ότι η μονή του Κουτσοβέντη ιδρύθηκε στα τέλη του 11ου αιώνος (τα εγκαίνιά της έγιναν την 9η Δεκεμβρίου 1090) από τον μοναχό Γεώργιο. Αυτός, όπως συνάγεται από τις πηγές, είχε στενούς δεσμούς με τον μοναχισμό της Αντιοχείας και πιθανώς με αυτόν της μονής του αγίου Συμεών του θαυματουργού στο Θαυμαστό Όρος στις δυτικές περιοχές της Αντιοχείας προς τη Μεσόγειο Θάλασσα... Η σχέση του Γεωργίου με τη μονή του Συμεών θαυμαστορείτη αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην ιδιαίτερη ευλάβεια και τιμή που έτρεφαν οι χρυσοστομίτες πατέρες προς τον άγιο Συμεών τον Θαυμαστορείτη. Σε διάταξη του λειτουργικού τυπικού του Κουτσοβέντη σχετικά με την τάξη της 24ης Μαΐου αναφέρονται τα εξής: ‘Του οσίου πατρός ημών και θεοφόρου Συμεών του Θαυματουργού, του εν τω Θαυμαστώ Όρει, ον παρελάβομεν εν τη αγία μονή του Χρυσοστόμου δια το κεκτήσθαι αυτόν προστάτην και μέγαν αντιλήπτορα εν ταις ψυχικαίς ημών περιστάσεις’. Η σχέση του Γεωργίου με την Αντιόχεια μαρτυρείται σαφέστερα στο Τακτικόν του μοναχού Νίκωνος Μαυρορείτη, ο οποίος πριν ιδρύσει στο Μαύρο Όρος τη δική του μονή είχε ζήσει για πολλά χρόνια στη μονή του Αγίου Συμεών του Θαυματουργού».
 
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε ότι τόσο ο άγιος Νεόφυτος ο κτήτορας της Εγκλείστρας όσο και έτερος Νεόφυτος ο κτήτορας του Μαχαιρά, έλκουν την πνευματική τους καταγωγή από τον Κουτσοβέντη.
 
 
Κάτι πολύ σημαντικό, επίσης, που παραπέμεπει στη σχέση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου με το Όρος Αμανός, είναι ότι εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα το σπήλαιο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο άγιος ασκήτεψε πριν γίνει πατριάρχης. Το σπήλαιο αυτό πιθανότατα έγινε η αιτία να αφιερωθεί ο Κουτσοβέντης στον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
 
Επίσης, η παρουσία του χωριού Συριανοχώρι, πλησίον της Θεομόρφου, χωριό που ίδρυσαν οι Σύροι Ορθόδοξοι, μαρτυρεί ότι μάλλον εγκαταστάθηκαν αυτήν την περίοδο, καθότι στη δυτική αυλή του ναού του αγίου Νικολάου Συριανοχωρίου, ορθώνονταν μέχρι πρόσφατα, ως το 2010, κίονες πιθανώς παλαιοχριστιανικού η μεσοβυζαντινού ναού.
 
Από όλα όσα ανέφερα, φαίνεται ότι από τον 6ο μέχρι και τον 13ο αιώνα, πολλοί άνθρωποι ήρθαν στην Κύπρο από το Όρος Αμανός και τις περιοχές που γειτνιάζουν με αυτό. Στη συνέχεια, οι τουρκομανικές επιδρομές δημιούργησαν τις βάσεις για την εθνολογική, οικονομική, θρησκευτική και πολιτική αλλοίωση του μικρασιατικού χώρου από τον 11ο έως τον 15ο αιώνα, οδηγώντας στον εξισλαμισμό των άλλοτε ακμαίων μικρασιατικών περιοχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (όπως τα αναλύει ο Σπύρος Βρυώνης29).
 
Τον ξεριζωμό των χριστιανικών πληθυσμών της ανατολικής Μικράς Ασίας στα τέλη του 11ου αιώνα, που ακολούθησε την ήττα του βυζαντινού στρατού στο Ματζικέρτ το 1071, καταγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Αρμένιος χρονικογράφος Ματθαίος Εδέσσης: «Παντού σε ολόκληρη την περιοχή της Κιλικίας ως την Ταρσό, τη Γερμανικεία και τη Δολίχη και στα περίχωρα βασίλευε αναταραχή και τούτο συνέβαινε γιατί οι πληθυσμοί κατά χιλιάδες συνέρεαν και συνωστίζονταν σε αυτές τις περιοχές, έμοιαζαν με ακρίδες που κάλυπταν την επιφάνεια της γης, μπορώ να προσθέσω ότι ήταν εφτά φορές περισσότεροι από τους εβραίους που οδήγησε ο Μωυςής στην ερυθρά θάλασσα. Ήταν περισσότεροι κι από τα χαλίκια στην έρημο του Σινά. Έτσι η χώρα κατακλείστηκε από τα τεράστια πλήθη. Επιφανείς άνθρωποι, ευγενείς, αρχηγοί και δέσποινες περιπλανώνταν ικετεύοντας ένα κομμάτι ψωμί. Το θλιβερό αυτό θέαμα αντίκρισαν τα μάτια μας».
 
Παρόμοιες σκηνές, δυστυχώς, παραχωρήθηκε να ζήσουμε και εμείς το 1974 στην Κύπρο, από τους ίδιους κατακτητές. Και μετά την κατοχή, ακολουθεί ο εποικισμός. Ο ιστορικός Στίβεν Ράνσιμαν αναφέρει ότι μετά τη νίκη των Σελτζούκων το 1071, χρειάστηκαν μόλις δέκα χρόνια για να γεμίσουν την ανατολική Μικρά Ασία και βόρειο Συρία με πλήθη Τουρκομάνων εποίκων. Όπερ και εγένετο και στη σημερινή Κύπρο.
 
Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση, η αυτοκρατορία κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατήσει τα προκεχωρημένα φυλάκια της Ρωμιοσύνης, μεταξύ των οποίων και η Κύπρος. Έτσι, οι Κομνηνοί τον 11ο αιώνα κτίζουν τα κάστρα του Βουφαβέντο, του αγίου Ιλαρίωνος και της Καντάρας. Στο τελευταίο φτάνουν, το 1228, οι ασκητές Ιωάννης και Κόνων από το Καλό Όρος της Παμφυλίας της Μικράς Ασίας. Προτού εγκαταβιώσουν στην Καντάρα, οι δύο ασκητές πέρασαν από τη Μονή του Μαχαιρά κι ακολούθως έφθασαν στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου στον Κουτσοβέντη για να καταλήξουν στο Μοναστήρι της Παναγίας της Κανταριώτισσας που βρίσκεται κοντά στο κάστρο της Καντάρας. Εκεί, λόγω της ασκητικότητας και της αγιοσύνης τους, προσέλκυσαν και άλλους Κυπρίους μοναχούς κι όπως είναι γνωστό στις 19 Μαΐου του 1231, μαρτύρησαν από τους Λατίνους, το γνωστό μαρτύριο των 13 μοναχών της Καντάρας30.
 
Μετά την πτώση του τελευταίου σταυροφορικού Βασιλείου της Άκρας της Παλαιστίνης, το 1291, νέοι πρόσφυγες φτάνουν στην Κύπρο, οι Συρορθόδοξοι. Πολύγλωσσοι, κομιστές ενός υψηλού πολιτισμού ο οποίος μπορούσε να διαλέγεται δημιουργικά με τη Δύση. Το πνεύμα που φέρνουν στην Κύπρο αποτυπώνεται στις τοιχογραφίες και γενικά στην εικονογραφία της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρω τον ζωγράφο Ιωσήφ Χούρη των φορητών εικόνων του εικονοστασίου του αγίου Νεοφύτου, 16ος αιώνας (1544), το σημερινό καθεδρικό ναό του Πίπη, τις τοιχογραφίες του Σταυρού του Αγιασμάτη στην Πλατανιστάσα και αγίου Μάμαντος στο Λουβαρά από τον αγιογράφο Φίλιππο Γουλ καθώς και άλλα παραδείγματα, όπου βλέπουμε τη δημιουργική πρόσληψη της δυτικής ζωγραφικής από τη βυζαντινή εικονογραφία.
 
Μέσα από όλα τα παραδείγματα που ανέφερα, διακρίνονται τα μεγάλα ρεύματα που, κυλώντας άλλοτε ορμητικά κι άλλοτε ειρηνικά μέσα στις κοίτες της ιστορίας και της γεωγραφίας, σημάδεψαν το πρόσωπο της Κύπρου. Αν υπάρχει ένα συμπέρασμα σε όλ’ αυτά, είναι το ότι η Κύπρος, όντας πάντοτε ταυτισμένη με την Εκκλησία της, κατάφερε να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που έθετε ενώπιόν της η γεωγραφία και η ιστορία της. Λόγω της γειτνίασής της με τη Μικρασία και τη Συροπαλαιστίνη, την βρήκαν μεγάλα κακά, αλλά και μεγάλες ευλογίες. Με την ισχυρή της ορθόδοξη ταυτότητα, κατάφερνε να σβήνει τα στρεβλά που έφερναν μαζί τους οι διάφοροι πληθυσμοί που συνέρρεαν κατά καιρούς στη γη της, ενώ αφομοίωνε δημιουργικά τα καλά. Η αδιάλειπτη τέλεση της θείας Λειτουργίας όλους αυτούς τους αιώνες στην ελληνική, ήταν νομίζω εκείνο που οδήγησε στη γλωσσική και πνευματική ενσωμάτωση όλων όσων έρχονταν στην Κύπρο. Η Κύπρος αντιμετώπισε την εικονομαχία και τις αιρέσεις, τους Λατίνους, το Ισλάμ, αραβικό και οθωμανικό, χωρίς να χάσει την ελληνική της γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη της. Κι όταν ούτε η Κωνσταντινούπολη, ούτε μετέπειτα η Αθήνα, μπορούσαν να τη γλιτώσουν από τους επιδρομείς, τότε σώπαινε ταπεινά μόνη με την Εκκλησία και τους αγίους της, Κυπρίους Μικρασιάτες και Αλαμανούς.
 
Και αν σήμερα ο κοντινός μας γεωγραφικός περίγυρος επανέρχεται στο προσκήνιο με τις αποκλειστικές οικονομικές ζώνες η τις διάφορες πολιτικές συγκυρίες, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι η σχέση μας με την Ανατολή δεν είναι μόνο αυτά. Υπάρχει ακόμα μια Ανατολή που λειτουργείται ορθόδοξα και η πορεία μας μέσα στο σύγχρονο κόσμο εξακολουθεί να είναι δεμένη μαζί της. Ως Εκκλησία Κύπρου, οφείλουμε να βαθύνουμε τις αδελφικές σχέσεις με τους ορθοδόξους της Ανατολής, που αυτοαποκαλούνται RoumOrthodox, αλλά και να μελετήσουμε την ιστορία, στην οποία αναφέρθηκα σήμερα ακροθιγώς, η οποία διαμόρφωσε αυτό που συνεχίζουμε να είμαστε: Ορθόδοξοι Ρωμιοί!31
 

1. Αρχιμανδρίτης Παύλος Εγγλεζάκης, Είκοσι μελέται δια την Εκκλησίαν Κύπρου, Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη - Μορφωτικόν Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1996, σ. 71.
 
2. Βλ. Xαρίλαος Παπαϊωάννου, «Η περί της επισκέψεως της Θεοτόκου Διήγησις», Εκκλησιαστικός Kήρυξ 2 (1912), 430-432• Nικόδημος Mυλωνάς, «Η κατά παράδοσιν επίσκεψις της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Λάρνακι της Kύπρου», Kυπριακά Xρονικά 1 (1923), 29-32• Ιωάννης Συκουτρής, «Η Παναγία εν Kύπρω», Kυπριακά Xρονικά 1 (1923), 121-126• Nεοκλής Kυριαζής, «Η Mεγαλόχαρη στην Kύπρο», Πάφος 10 (1945), 133-138• Kωνσταντίνος Σπυριδάκις, «Η Παναγία εις την Kύπρον», Kυπριακαί Σπουδαί 8 (1946), 135-137.
 
3. Βλ. Xριστίνα Σπανού (επιμ.), Η κατά Kίτιον αγιογραφική τέχνη, Λάρνακα 2002, σ. 134-135.
 
4. Βλ. Constantin Sathas, “Vies des Saints Allemands de Chypre”, Archives de l’Orient Latin, Tome II, 2, 1883, σ. 405-427• Costas Kyrris, “The 300 Alaman Saints of Cyprus: Problems of Origin and Identity”, στοντόμο: University of Birmingham - Cyprus Research Centre, The Sweet Land of Cyrpus, Nicosia 1993, σ. 203-235.
 
5. «Ότε εγνώσθη ότι αποθνήσκει, συνηθροίσθησαν περί την κλίνην αυτού πολλοί εκ Συρίας και Μεσοποταμίας, από Αμίδης και από του Μαύρου Όρους (Μαυροορίται) (...) Τριακόσιοι επίλεκτοι νέοι περιεκύκλουν την κλίνην του επιθανατίου ήρωος• ‘και οι τριακόσιοι έμορφοι και κόκκινα φορούσιν, βαστούν σπαθία ολοψήφωτα και στέκουν έμπροσθέν του, τους είχε πάντας φύλακας εις τας στενάς κλεισούρας και εφύλαττον την Ρωμανίαν από (τα) βάρβαρα έθνη’», Παπαδόπουλου Χρυσοστόμου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία Εκκλησίας Αντιοχείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 872
 
6. Πατριαρχείον Ουνιτών της Αντιόχειας (εκδ.), Ιστορική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια του Πατριαρχείου Αντιοχείας, α’ τομ., Δαμασκός 1997, σσ. 425-431.
 
7. Abd Elnur Fadi, Ιωάννου Φωκά Έκφρασις, Διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία που υποβλήθηκε στο τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2008.
 
8. Βλ. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τομ. α , εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1999, σσ. 15, 25.
 
9. Θεόδωρος Γιάγκου, Ερμηνεία των Δεσποτικών εορτών: Η σχέση δύο ομότιτλων έργων, του αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου και του Νίκωνος του Μαυρορείτου, Πρακτικά πρώτου διεθνούς συνεδρίου, Πάφος.
 
10. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιστορία Εκκλησίας Αντιοχείας, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 885-889.
 
11. Ιερά Βασιλική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Νεοφύτου (εκδ.), Συγγράμματα Αγίου Νεοφύτου Εγκλείστου, τομ. γ’, Πάφος 1999, σ.σ. 80-88.
 
12. Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, Η Μόρφου ως Θεομόρφου, Από την Επισκοπή των Σόλων στη Μητρόπολη Μόρφου, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου και Ιερά Μητροπόλις Μόρφου, Λευκωσία 2011.
 
13. Βλ. Wakhtang Djobabje, “Observations on the Georgian Monastery of Yialia (Galia) in Cyprus”, Oriens Christiantes 68 (1984), 196-209.
 
14. Δημήτριος Χατζηαθανασίου, Ιστορική και Θρησκευτική Εγκυκλοπαίδεια του Πατριαρχείου Αντιοχείας, α’ τομ., Δαμασκός 1997, εκδ. Πατριαρχείο Ουνιτών της Αντιόχειας.
 
15. Όπ. π.
 
16. Όπ. π.
 
17. Όπ. π.
 
18. Όπ. π.
 
19. Ελένη Μπάκου, «Θαυμαστόν Όρος, Μονή Αγίου Συμεών του Νέου», 2003, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία, URL: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=4473.
 
20. Θεοφάνους Ηγουμένου του Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, (Μτφρ.: Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης), τομ. Γ’, εκδ. Αρμός, Θεσσαλονίκη 2007, σ.σ. 982-985.
 
21. Α. Παυλίδης (επιμ), Λεοντίου Μαχαιρά Χρονικόν, εκδ. Φιλόκυπρος, Λευκωσία 1995, σ.σ. 1365-1367.
 
22. BLAdd34554, φύλλο 186.
 
23. Σύμφωνα με τον πατέρα Ιωάννη Γιαπιτζίογλου, βυζαντινολόγο και ιστορικό ερευνητή του Πατριαρχείου Αντιοχείας, ο Αμανός συνεχίζει να είναι μοναστικό κέντρο μέχρι και τον 16ο αι.
 
24. «Μαρδαΐτες στη Μ. Ασία (Βυζάντιο)», 2005, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία, URL: http://www.ehw.gr/l.aspx?id=5216.
 
25. Κ. Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. Β’ καὶ τόμ. ΣΤ’, ἐν Βενετίᾳ 1873 καὶ ἐν Παρισίοις 1877.
 
26. Νικόλαος Κονομής, Τα Ακριτικά της Κύπρου, εκδ. Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
 
27. Bλ. Kωνσταντίνος Xατζηψάλτης, «Bυζαντινά και Kυπριακά του 10ου μ.X. αιώνος», Επετηρίδα Kέντρου Mελετών Ιεράς Mονής Kύκκου 2, (1993) 245-256.
 
28. Bλ. Ιωάννης Tσικνόπουλλος, Η Ιερά Mονή του Xρυσοστόμου του Kουτζουβέντη και τα ιερά αυτής κτίσματα, Λευκωσία 1959• Tassos Papacostas, “The History and Architecture of the Monastery of Saint John Chrysostomos at Koutsoventis, Cyprus”, Dumbarton Oaks Paper 61, (2007), 25-156.
 
29. Σπύρος Βρυώνης, Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού της Μικράς Ασίας και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος - 15ος αι.), εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000.
 
30. Bλ. Κωνσταντίνος Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. Β', Βενετία 1873, σ. 20-39• Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, «Mαρτύριο Kυπρίων», στο Ανδρέας Mιτσίδης (επιμ.), Tόμος Αναμνηστικός επί τη 50ετηριδι του περιοδικού “Απόστολος Bαρνάβας” (1918-1968), Λευκωσία 1975, σσ. 307-338.
 
31. Για την ως άνω έρευνα συνεργάστηκα  με πολλούς φίλους της ιστορικής αναζήτησης σ’ ο,τι αφορά την Εκκλησία της Κύπρου και την πνευματική της ενδοχώρα. Ευχαριστώ όλως ιδιατέρως τον πατέρα Ιωάννη Γιαπιτζίογλου, ιστορικό μελετητή του Πατριαρχείου Αντιοχείας με ειδίκευση στη σελτζουκική και οθωμανική περίοδο, ως επίσης και τον πατέρα Νεόφυτο Καράμ, κληρικό της Μητροπόλεώς μας, ο οποίος μετέφρασε αραβικές πηγές και μας τις κατέστησε προσιτές.
 
* Εισήγηση στο Α' Διεθνές Συνέδριο Κυπριακής Αγιολογίας, το οποίο πραγματοποιήθηκε από τις 9 μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου 2012 στο Συνοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας - Αμμοχώστου στο Παραλίμνι, μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της Πολιτιστικής Ακαδημίας "Άγιος Επιφάνιος".