Τά ἄμφια τοῦ Κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας: Εἰσήγηση στή Δ΄ Συνάντηση τοῦ Β΄ Ἀκαδημιακοῦ ἔτους (2013-2014), τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τοῦ Κλήρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου (18.12.2013) Εκτύπωση

Ὁμιλητής: Οἰκονόμος Κυριακός Ἀ. Παπαγιάννης

Ο π. Κυριακός Παπαγιάννης «ἐν περιβολῇ ἱματίων μή καυχήσῃ» (Σοφ. Σειρ. 11,4)

Πανιερώτατε,

Ἐν πρώτοις, θά ἤθελα ἀπό καρδιᾶς νά σᾶς εὐχαριστήσω  γιά τήν ἐμπιστοσύνη καί, ἐξαιρέτως, γιά  τήν τιμή πού δείξατε πρός τό πρόσωπό μου, μέ τήν ἀνάθεση σ᾽ ἐμένα τῆς ἔρευνας καί παρουσίασης στό ἱερατικό μας φροντιστήριο τοῦ θέματος, «Τά ἄμφια τοῦ κλήρου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας».

Περαιτέρω, ζητῶ ταπεινά τήν κατανόησή σας, Πανιερώτατε καί ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ πατέρες καί ἀδελφοί, γιά τυχόν λάθη ἤ καί παραλείψεις μου.

Ἐπίσης,  καλό θά ἦταν, νά ὑπάρξει, στό πέρας τῆς παρουσίασης, μιά ἐποικοδομητικὴ συζήτηση ἤ ἀκόμη καί καλοπροαίρετης κριτική, ὥστε νά ἔχουμε, μαζί καί μέ τή δική σας συμβολή, τό καλύτερο δυνατό ἀποτέλεσμα.

Α. Εἰσαγωγικό σημείωμα

Ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι φυγή ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά χαρακτηρίζεται ἀπό τήν ἱστορική ἐμβάθυνση στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.   

Αὐτό ἀκριβῶς, φανερώνει τή θεϊκή καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή ὁ Θεός συναντᾶ καί σώζει τό δημιούργημά Του μέσα στήν ἱστορία. Ὁ κόσμος καί ἡ ἱστορία, πού ἐκτυλίσσεται σέ αὐτόν, ἀποτελοῦν τόν κατεξοχήν τόπο συναντήσεώς μας μέ τόν Θεό. Ὑπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων κατέχει σημαντική θέση στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, κάθε ἐξωτερικό στοιχεῖο τῆς θείας λατρείας χρῄζει ἑρμηνείας καί διευκρινίσεως, προκειμένου νά συμβάλει ἀποτελεσματικότερα στή συμμετοχή τῶν πιστῶν.

Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, κατανοεῖται καί ὁ πατερικός λόγος: «μή κάκιζε τήν ὕλην, οὐ γάρ ἄτιμός ἐστι. Οὐδέν γάρ ἄτιμον, ὅ παρά Θεοῦ γεγένηται ... καί σέβων οὐ παύσομαι τήν ὕλην, δι’ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται...». Στά ἐξωτερικά καί ὑλικά στοιχεῖα τῆς θείας λατρείας ἀνήκουν καί τά ἱερά ἄμφια.

Β. Ἡ καθιέρωση τῶν ἱερῶν ἀμφίων

Ὁ ὅρος «ἄμφιον» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ἀμφιέννυμι». Στήν κοινή γλῶσσα σημαίνει τήν ἀμφίεση, τό ἔνδυμα. Στήν ἐκκλησιαστική γλῶσσα, εἰδικότερα, ὡς «ἄμφια» ἐννοοῦνται, τόσο τά καλύμματα τῆς ἁγίας τράπεζας, ὅσο καί τά ἐνδύματα τῶν λειτουργῶν. Ἐπίσης, σέ νεώτερους χρόνουςσυναντῶνται καί μέ ἄλλες ὀνομασίες, ὅπως «λειτουργικά ἐνδύματα», «ἱερατικά ἄμφια» καί «λειτουργικά ἄμφια». Στά Εὐχολόγια ἀπαντῶνται καί οἱ ὅροι «ἀμφίεσις» ἤ «ἀπαμφίεσις». Προορισμός τῶν ἀμφίων εἶναι ἡ βαθύτατη ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου κάθε ἐποχῆς, προκειμένου νά ἐκφράσει τή λατρεία του πρός τόν Θεό μέ τήν καλύτερη καί πολυτιμότερη ὕλη. Ἐξάλλου, ἡ ἔνδυση τοῦ λειτουργοῦ μέ ἱερά ἄμφια, πρίν τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας, δηλώνει τή μετάβαση ἀπό τό κοσμικό στό ἱερό.

Τό ζήτημα τῆς ἀμφίεσης τῶν λειτουργῶν ἀπασχόλησε τήν πατερική διδασκαλία. Πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα, ὅπως οἱ Σεβηριανός Γαβάλων (5ος αἰ.), Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης (5ος αἰ.), Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως (8ος αἰ.), Νικόλαος Καββάσιλας (14ος αἰ.) καί Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.).

Ἀρχικά, οἱ λειτουργοί δέν φοροῦσαν εἰδικά ἐνδύματα κατά τήν τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Ἡ λειτουργική ἀμφίεση τοῦ κλήρου ἐπηρεάστηκε καί ἀπό τήν ἰουδαϊκή λατρευτική παράδοση. Σ’ αὐτήν ὀφείλεται καί ἡ συμβολική χροιά, πού τά περιβάλλει, ὅπως μαρτυρεῖται στήν Παλαιά Διαθήκη. Μετά τή θέσπιση ἐλεύθερης ἄσκησης τῆς χριστιανικῆς λατρείας στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία, τά ἱερά ἄμφια δέν διέκριναν ἁπλῶς τούς κληρικούς ἀπό τούς λαϊκούς, ἀλλά ὑποδείκνυαν καί τόν ἀκριβῆ βαθμό τῆς ἱερωσύνης.

Τή θέσπιση τῶν ἀμφίων εὐνοοῦσε τότε καί ἡ κοσμική ἀντίληψη, πού ἐνίσχυε τήν ἐνδυματολογική διαφοροποίηση τῶν ἐπαγγελματικῶν καί κοινωνικῶν τάξεων. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἀναφέρει: «χρήσιμον δέ καί τό τῆς ἐσθῆτος ἰδίωμα, προκηρυττούσης ἕκαστον καί προδιαμαρτυρομένης τό ἐπάγγελμα τῆς κατά Θεόν ζωῆς». Τά ἱερά ἄμφια στήν Ὀρθοδοξία ἀναπτύχθηκαν ἀπό τόν 3ο αἰ. Ἐκτός ἀπό τήν ἰουδαϊκή παράδοση, καί ὁ μοναχισμός ἀποτέλεσε κύριο παράγοντα στή διαμόρφωση τῶν βασικῶν ἱερατικῶν ἀμφίων. Τά ἱερά ἄμφια, σέ ἐπακριβῶς καθορισμένες μορφές καί χρώματα, συνοδεύουν τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας καί ἄλλων ἱερῶν τελετῶν, καθόλη τή διάρκεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Ἡ μορφή τους ἀναπτύχθηκε πλήρως μέχρι περίπου τό τέλος τοῦ 9ου αἰώνα. Παρόλο πού αὐτά ἐξελίχθηκαν καί παγιώθηκαν στό πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐξακολουθοῦν νά διατηροῦν τήν παλαιά τους μορφή.

Β.1. Τά ἱερατικά ἄμφια

Τά ἱερατικά ἄμφια εἶναι ἑπτά «διά τάς ἑπτά ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου  Πνεύματος» καί κατανέμονται στούς τρεῖς βαθμούς τῆς ἱερωσύνης, ὡς ἑξῆς:           

Τρία γιά τόν βαθμό τοῦ διακόνου (στιχάριο, ὁράριο καί ἐπιμάνικα), γιά τό ἱερό τοῦ ἀριθμοῦ.

Πέντεγιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ πρεσβυτέρου, ἤτοι τά ἄμφια τοῦ διακόνου καί ἐπιπλέον ἡ ζώνη καί τό φαιλόνιο, κατά τίς πέντε αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου.

Ἑπτὰγιὰ τὸν βαθμὸ τοῦ ἐπισκόπου, δηλαδή τά πέντε τοῦ ἱερέως καί ἐπιπλέον τό ὠμοφόριο καί τό ἐπιγονάτιο (ὁ σάκκος εἶναι στή θέση τοῦ φαιλονίου). Τά ἑπτά ἄμφια τοῦ ἐπισκόπου δηλώνουν τήν πληρότητα τῆς ἱερωσύνης.

Ἐπιπλέον, πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι στούς χρόνους μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης προστέθηκαν στά ἀρχιερατικά ἄμφια τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου ἡ μίτρα, ὁ μανδύας καὶ ὁ σάκκος, ὡς ἀποτέλεσμα τῶν ἰδιαίτερων προνομίων, πού ἔλαβε τότε ὁ πατριάρχης ἀπό τόν Μωάμεθ τόν Πορθητή. Στή συνέχεια, ἡ χρήση τῶν ἐπιπλέον τούτων ἀμφίων ἐπεκτάθηκε καί σέ ὅλους τούς ἐπισκόπους. Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ὁ ὁποῖος κατέχει ὡς προνόμοια ἀπό τόν αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ζήνωνα, ἀπό τό 478 μ.χ., νά φέρει κατά τίς ἱεροτελεστίες πορφυροῦν μανδύα, νά κρατᾶ ἀντί τῆς ἐπισκοπικῆς πατερίτσας, αὐτοκρατορικό σκῆπτρο καί νά ὑπογράφει μέ κιννάβαρι (κόκκινο μελάνι). Ἐπίσης ἐξαίρεση ἀποτελεῖ καί ὁ Πατριάρχης τῶν Ρώσων, ὁ ὁποῖος φέρει κατά τις ἱεροτελεστίες πράσινο μανδύα, καί στίς δύο κάτω ἄκρες φέρει τά ἀρχικά του ὀνόματός του.

Ἀπό τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ, παράλληλα μέ τή διαμόρφωση ξεχωριστῶν χώρων γιά τήν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας, χρησιμοποιοῦνται στήν Ἀνατολή καί εἰδικά ἄμφια γιά τούς ἱερεῖς. Ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ἀκριβή προέλευσή τους, τά ἱερατικά ἄμφια θά διατηρήσουν κάποια ἰδιαιτερότητα στό χρῶμα καί τήν ἐξέλιξή τους, ὥστε νά αποτελέσουν εἰδικά ἄμφια γιά τόν κλῆρο.

Τό ὀράριο, πού φέρει ὁ διάκονος στόν ἀριστερό του ὦμο,συμβολίζει τά φτερά τῶν ἀγγέλων. Τό λευκό ἤ πορφυρό φαιλόνιο, πού φέρει ὁ πρεσβύτερος, συμβολίζει, εἴτε τήν καθαρότητα καί φωτεινότητα τῆς θείας Χάριτος, εἴτε τήν κόκκινη χλαμύδα πού φόρεσαν στόν Χριστό οἱ στρατιῶτες στόν καιρό τοῦ Πάθους. Ξεχωριστό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τό ὠμοφόριο, διακριτικό τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ καί τῆς ἐξουσίας, τό ὁποῖο ἦταν ἀρχικά μάλλινο, ἀπὸ ἔριο (μαλλί) προβάτου, συμβολίζοντας ἔτσι τό ἀπολωλός πρόβατο, πού ὁ Κύριος ἔφερε στούς ὤμους του. Ἔτσι ὁ ἐπίσκοπος γίνεται μιμητής τοῦ ἀγαθοῦ καί μεγάλου Ποιμένα. Στά ἐπισκοπικά ἄμφια περιλαμβάνεται καί ὁ σάκκος, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου προέρχεται ἀπό τήν ἑβραϊκή λέξη «σάκ» καί σημαίνει τό ἔνδυμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως. Οἱ κωδωνίσκοι τοῦ σάκκου συμβολίζουν τό διδακτικό καί κηρυκτικό ἔργο τοῦ ἐπισκόπου. Ὁ μανδύας, ἄμφιο πολυτελοῦς κατασκευῆς, φοριέται ἀπό τούς ἐπισκόπους πρίν ἀπό τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Εἶναι διακοσμημένος μέ «ποταμούς», πού ἀποτελοῦν καί αὐτοί ἔκφραση τοῦ διδασκαλικοῦ ἀξιώματος. Στά ἐπισκοπικά ἐμβλήματα συμπεριλαμβάνονται ἡ μίτρα, σύμβολο τοῦ ἀκάνθινου στεφάνου τοῦ Κυρίου, τό ἐγκόλπιο, εἰκόνισμα τοῦ Σωτῆρος ἤ τῆς Θεοτόκου, πού συμβολίζει τήν ἀξία τῆς καθαρῆς καρδιᾶς, καί ἡ ποιμαντική ράβδος ἤ πατερίτσα, σύμβολο τῆς πνευματικῆς καί δικαστικῆς ἐξουσίας. Οἱ ὄφεις τῆς ποιμαντικῆς ράβδου, πού στρέφονται πρός τόν σχηματισμένο σταυρό, μᾶς θυμίζουν τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστέραι», κι ἀκόμη τή νίκη τοῦ Ἐσταυρωμένου κατά τῶν νοητῶν ὄφεων-διαβόλων.

Ἄλλα ἐμβλήματα, πού φέρονται ἀπό τούς ἐπισκόπους, ἀλλά καί τούς πρεσβυτέρους, εἶναι ὁ ἐγκόλπιος Σταυρός καί τόἐπιρριπτάριο - ἐπανωκαλύμαυχο. Ὁ Σταυρός ἔχει τήν προέλευσή του στά φυλακτά, πού φοροῦσαν οἱ πρῶτοι Χριστιανοί. Τό ἐπιρριπτάριο -ἐπανωκαλύμαυχο ἤ κουκκούλιο - θεωρείται σύμβολο τῆς μοναχικῆς ὑπακοῆς καί ταπεινοφροσύνης, καθώς καί τῆς ἐν Χριστῷ νηπιότητας καί παιδικῆς ἀκακίας.

Β.2. Παρουσίαση τῶν ἀμφίων μέ τούς συμβολισμούς ἑκάστου

Ἐκτός ὅμως ἀπό τά εἰδικά γιά τόν κάθε βαθμό ἄμφια, διακρίνουμε καί κάποια κοινά γιά τούς κληρικούς ὅλων τῶν βαθμῶν: τό λευκό στιχάριο καί τά ἐπιμανίκια. Τό στιχάριο, ἐσωτερική ἐνδυμασία τῶν ἱερέων, συμβολίζει τήν περιβολή τῶν ἀγγέλων, τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ ἀκόμη καί τή σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀρχιερατικό στιχάριο εἶναι διακοσμημένο μάλιστα μέ «ποταμούς» (κατακόρυφες χρωματιστές ὑφασμάτινες λωρίδες), οἱ ὁποῖοι ἐξεικονίζουν τά χαρίσματα τῆς διδασκαλίας. Ὅσον ἀφορᾶ τά ἐπιμανίκια, αὐτά συμβολίζουν τίς χειροπέδες, πού φόραγε ὁ Κύριος πηγαίνοντας στόν Καϊάφα, ἀλλά καί τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Κοινά ἄμφια γιά τούς πρεσβυτέρους καί τούς ἐπισκόπους εἶναι τό περιτραχήλιο ἤ ἐπιτραχήλιο, πού συμβολίζει τόν ζυγό τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζώνη, σταθερή ὑπόμνηση τῆς πνευματικῆς ἀποστολῆς καί εὐθύνης τοῦ ἱερέα, καί τό ἐπιγονάτιο, σύμβολο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτήρα καί τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου.

Ὅταν ὁ λειτουργός ἱερέας καί ὁ ἐπίσκοπος ἐνδύονται τά ἱερά ἄμφια, εὐλογοῦν ἕνα ἕκαστο πού θά φορέσουν σταυροειδῶς καί τά ἀσπάζονται, ἀπαγγέλλοντας χωρία ἀπό τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, πού συνδέονται μέ τόν συμβολισμό τοῦ κάθε ἀμφίου.

Β.3. Παραστάσεις-ἀπεικονίσεις ἐπάνω στά ἄμφια

Τά θέματα, πού παριστάνονται στά ἱερατικά ἄμφια, εἶναι ἀνάλογα μέ τόν ἰδιαίτερο συμβολισμό τους. Στό ἐπιτραχήλιο παριστάνονται σκηνές τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀπόστολοι, μάρτυρες καί ἱεράρχες, στό ἐπιγονάτιο ἡ Κάθοδος τοῦ Κυρίου στόν Ἄδη καί στόν σάκκο ἡ Μεταμόρφωση. Ἰδιαίτερη ἀξία ἔχουν οἱ ἐπιγραφές ἀπό λειτουργικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας, πού συναντᾶμε κεντημένες πάνω στά ἄμφια καί σχετίζονται καί αὐτές μέ τόν συμβολισμό κάθε ἀμφίου, ὅπως ἡ ἀρχή τοῦ τρισάγιου ὕμνου, « Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος», πού βρίσκεται κεντημένη στό ὀράριο τοῦ διακόνου.

Β.4. Κατασκευή τῶν ἀμφίων

Τά ἄμφια εἶναι κεντητά ἤ ὑφαντά. Τά κεντητά εἶναι συνήθως πολυτιμότερα, γιατί παρουσιάζουν μεγάλο πλοῦτο στήν τεχνική τοῦ κεντήματος καί γιατί τίς περισσότερες φορές χρησιμοποιοῦν πολύτιμη πρώτη ὕλη, ὅπως χρυσό ἤ ἀργυρό σύρμα καί διακόσμηση μέ πολύτιμους λίθους. Δυστυχῶς ἀπό τόν 17ο αἰῶνα καί μετά τό ὑψηλό κόστος ὀδήγησε στή σταδιακή ἐγκατάλειψη τῶν χρυσοκέντητων ἀμφίων. Ἐπανῆλθε φυσικά σταδιακά στίς μέρες μας. Δυστυχῶς ὅμως μέ ἀργά βήματα.

Ἡ ὕφανση τῶν πολύτιμων ἀμφίων στούς βυζαντινούς χρόνους γινόταν σέ εἰδικά ἐργαστήρια ὑφαντουργίας τῆς αὐτοκρατορίας. Ἰδιαίτερα ὅμως γινόταν σέ γυναικεῖα μοναστήρια, πού συνέχισαν τήν ἐργασία τῆς ὑφαντουργικῆς ἱερορραφίας καί στήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, καί τὴ συνεχίζουν μέχρι τίς ἡμέρες μας. Τά χρώματα πού προτιμοῦσαν ἦταν φωτεινά γιά τίς τελετές σέ χαρούμενες ἡμέρες καί σκοῦρα γιά τίς τελετές σέ πένθιμες ἡμέρες. Ὡστόσο εἶναι γεγονός, ὅτι στά ἱερατικά ἄμφια ἐπικρατοῦσε γενικά τό λευκό χρῶμα, ὡς σύμβολο ἁγνότητας καί πνευματικῆς χαρᾶς. Περισσότερα ὅμως γιά τό χρῶμα θά ἀναφέρουμε στή συνέχεια.

Γ. Τά ἱερά ἄμφια στή χριστιανική τέχνη

Ἱερά ἄμφια ἔχουν διασωθεῖ σέ ὁλόκληρο τόν ὀρθόδοξο κόσμο, εἴτε σέ ἐκκλησίες, εἴτε σέ μουσεῖα. Ἀποτελοῦν, ἀναμφιβόλως, σημαντικά ἱστορικά τεκμήρια τοῦ παρελθόντος, πού φωτίζουν τό παρόν, ἀποτελώντας ταυτόχρονα καί προϊόντα τέχνης, μεγάλης σημασίας.

Ἐδῶ θά πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική τέχνη εἶναι τέχνη λειτουργική. Πρόκειται γιά ἕνα ὀπτικό σύστημα, πού ὑπογραμμίζει πνευματικά γεγονότα. Καί ἕνα τέτοιο γεγονός εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει τήν εἴσοδο τοῦ πνεύματος στήν ὕλη. Κάτω ἀπό αὐτές τίς προϋποθέσεις, κάθε γραμμή, κάθε χρῶμα, κάθε χαρακτηριστικό τῆς μορφῆς, ἀποκτᾶ ἕνα ἰδιαίτερο νόημα. Ἡ Ἐκκλησία δέν λησμονεῖ ποτέ τόν διακονικό ρόλο τῆς τέχνης, πού ὑπηρετεῖ τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. Τελικά, αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης: νά μεταμορφώσει τόν ἄνθρωπο, πού γίνεται μέτοχος τῆς ὡραιότητάς της.

Τά ἱερά ἄμφια, ὡς προϊόν τῆς λειτουργικῆς τέχνης, ὑπάρχουν γιά νά ἀναδεικνύουν τά τελούμενα καί ὄχι τόν τελετουργό. Ἡ ἀναζήτηση πρωτοτυπίας καί ἐντυπωσιασμοῦ ὁδηγοῦν σέ ὑποταγή τοῦ ἤθους τῆς λατρείας σέ μία ἀτομική αἰσθητική καί στήν ἐπίδειξη - δηλαδή σέ μία ξένη λογική - ὁπόταν τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ὀπισθοδρόμηση καί ἡ καλλιτεχνική ἔκπτωση. Ἡ ὀρθόδοξη παράδοση εἶναι ὑψηλῆς αἰσθητικῆς, λιτότητας, κάλλους, μέτρου καί κλασικῆς συνέχειας.

Δ. Συμβολισμοί

Ὁ συμβολισμός ὑπῆρξε ἀρχαία συνήθεια τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία ἐκφράστηκαν ὑψηλές ἔννοιες τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ὁ συμβολισμός δέν ἦταν ἐφεύρημα τοῦ Χριστιανισμοῦ. Γνωστός σέ ἀρχαῖες θρησκεῖες, ἔγινε ἀποδεκτός ἀπό τούς Ἰουδαίους. Ἀπό ἐκεῖ τόν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, τόν ἐμπλούτησε μέ ἐντελῶς νέο περιεχόμενο καί τοῦ ἔδωσε νέες δυνατότητες ἔκφρασης. Ἀπό τά σύμβολα τῶν κατακομβῶν μέχρι τόν συμβολισμό τῶν λειτουργικῶν ἀμφίων, γραμμή τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε ἡ μετάβαση ἀπό τά αἰσθητά καί ὁρατά στίς ὑπεραισθητές καί ὑπερβατικές ἀλήθειες τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Συνεπῶς, ὁ συμβολισμός εἶναι οὐσιῶδες συστατικό τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι γεγονός, ὅτι πίσω ἀπό τό μικρότερο στοιχεῖο τῆς θείας λατρείας κρύβεται κάποιο θεολογικό νόημα. Λέει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης: «οὐδέν μικρόν ἐν τῇ τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ. Οὐδέν δίχα λόγου, ὅτι αὐτοῦ τοῦ ζῶντος Λόγου ἡ Ἐκκλησία». Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά ἱερά ἄμφια. Δέν ἀποτελοῦν ἁπλά τελετουργικά ἐνδύματα, ἀλλά καί σύμβολα πνευματικῶν ἐννοιῶν: «χάριν ἔχουσι θείαν καί σημασίαν πνευματικήν ἕκαστον τούτων ἔχει τινά». α) Ὁ ἠθικός συμβολισμός: Σύμφωνα μέ αὐτόν, τά ἄμφια συμβολίζουν τήν ἀρετή, τήν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, στοιχεῖα πού θά πρέπει νά κοσμοῦν τόν κληρικό. β) Ὁ τυπολογικός συμβολισμός: Τά ἄμφια ἀναφέρονται στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας ὡς ἀρχιερέως, «εἰς τύπον καί τόπον» τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται ὁ ἐνδεδυμένος αὐτά ἐπίσκοπος ἤ ἱερέας. γ) Ὁ συμβολισμός τοῦ θείου Πάθους: Ὁ ἀκάνθινος στέφανος, ὁ χιτών, ὁ κάλαμος, τό φακεώλιον, καθώς καί ἄλλα ὄργανα τῶν ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου, συμβολίζονται ἀπό ἀνάλογα ἄμφια ἤ ἐμβλήματα. δ) Ἡ ἀλληγορία: Τά ἄμφια παραβάλλονται μέ τά ὅπλα τοῦ ἀγῶνος κατά τοῦ πονηροῦ, τόν ὁποῖο μάχεται ὁ κληρικός.

Ε. Οἱ χρωματικοί συμβολισμοί

Τά χρώματα, στούς διάφορους πολιτισμούς τῆς γῆς, γίνονται μία ἀνθρώπινη γλῶσσα γιά τήν ἔκφραση καί τήν ἐπικοινωνία τῶν ἐσωτερικῶν αἰσθημάτων καί τῶν κοινῶν ἀξιῶν. Η γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς χρησιμοποιεῖ τά χρώματα γιά νά ἐκφράσει τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Στήν Καινή Διαθήκη, σέ ἀντίθεση μέ τήν Παλαιά, συναντᾶται ἐξαιρετικά περιορισμένη χρήση τῶν χρωμάτων. Αὐτό δέν ὀφείλεται σέ συνειδητή ἀποστροφή τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν, ἀλλά στήν ἀναγκαιότητα κρίσης τῶν πραγμάτων μέ πνευματικά κριτήρια. Τό βιβλίο, πού χρησιμοποιεῖ περισσότερο ἀπό ὅλα τά ὑπόλοιπα τούς συμβολισμούς τῶν χρωμάτων, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ἐπιτυγχάνοντας νά ἐκφράσει μέσῳ αὐτῶν τήν ἑκάστοτε θεολογική ἀλήθεια. Ἄς δοῦμε μερικά παραδείγματα τῆς χρήσης τῶν χρωμάτων στή βιβλική γλῶσσα:

Τό χρυσό συμβολίζει τήν ἀπαστράπτουσα λάμψη τοῦ Θείου, τήν οὐράνια δόξα, τήν ἐπικράτηση τοῦ καλοῦ καί τήν ἄμεση παρουσία τοῦ Θεοῦ.

Τό λευκό χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τή φύση. Ὁρισμένες φορές χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή τοῦ σώματος, ὑγιοῦς ἤ ἀσθενοῦς. Συμβολίζει τήν ἁγνότητα, τήν καθαρότητα, τή λαμπρότητα, τή χαρά, τή νίκη καί τή δικαιοσύνη. Τό λευκό εἶναι τό κατεξοχήν ἱερατικό χρῶμα στή γλῶσσα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Τό κόκκινο συναντᾶται στήν περιγραφή ἀκριβῶν ὑφασμάτων καί στίς τελετές ἐξαγνισμοῦ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Συμβολίζει, ἀνάλογα μέ τήν ἀπόχρωσή του, τήν ἁμαρτία, τήν ἀσθένεια, τόν πλοῦτο, τήν εὐημερία, τή βασιλική ἀξία, τό αἷμα, τή ζωή, τή θυσία, τή βία καί τόν πόλεμο.

Τό πορφυρό ἦταν τό πολυτιμότερο ἀπό τά ἀρχαῖα χρώματα. Προερχόταν ἀπό ἕνα ὀστρακόδερμο, πού βρισκόταν στή Μεσόγειο. Γιά τήν παραγωγή μιᾶς οὐγγίας βαφῆς (δηλ. περίπου 25 γραμμαρίων) ἀπαιτοῦνταν 250.000 μαλάκια. Στό γεγονός αὐτό ὀφείλεται ἡ μεγάλη ἀξία του. Ἔτσι, χρησιμοποιήθηκε ὡς βασιλικό χρῶμα. Συμβολίζει τόν πλοῦτο καί τή βασιλική ἀξία. Μαζί μέ τό μπλέ καί τό κόκκινο χρησιμοποιεῖται στήν περιγραφή ἱερῶν καί πολύτιμων ὑφασμάτων.

Τό πράσινο χρησιμοποιεῖται συνήθως γιά τήν περιγραφή τῶν φυτῶν καί τήν ἀνάπτυξη τῆς φύσης. Κατά συνέπεια, συμβολίζει τή νέα βλάστηση, τήν ἀναγέννηση καί τήν ἐλπίδα.

Τό μπλέ συναντᾶται κυρίως στήν Παλαιά Διαθήκη, γιά νά δηλώσει τά ἱερά ὑφάσματα. Σχετικά μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, χρησιμοποιεῖται γιά νά περιγράψει τό χρῶμα μίας πληγῆς ἤ μπορεῖ νά ἀναφέρεται καί στήν ἴδια τήν πληγή. Χρησιμοποιεῖται, ἐπίσης, ὡς σύμβολο πλούτου καί τῆς διαφορᾶς πού προκύπτει ἐξαιτίας του. Συμβολίζει τόν οὐρανό, τό στερέωμα, τόν παράδεισο καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Τό μαῦρο ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά συχνότερα χρησιμοποιούμενα στήν Ἁγία Γραφή χρώματα. Περιγράφει τό μεσονύκτιο, τό ἀσθενές σῶμα, τά ὑγιῆ μαλλιά, τά πρόσωπα τῶν πτωμάτων, τόν οὐρανό, τή σκίαση τοῦ ἥλιου καί τῆς σελήνης. Γενικά, συσχετίζεται μέ τίς ἀρνητικές πλευρές τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας. Συμβολίζει τήν ἁμαρτία, τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, τόν θάνατο, τό πένθος· ἐπιπλέον, τή μετάνοια καί τή λύπη.

Μέχρι τόν 9ο αἰ. τά χρώματα τῶν ἀμφίων δέν εἶχαν καμία ἰδιαίτερη σημασία στή χριστιανική λατρεία. Ἀσφαλῶς κυριαρχοῦσε τό λευκό, ἐπειδή στόν μεσογειακό πολιτισμό ἦταν τό χρῶμα τῆς ἑορτῆς καί τῶν σημαντικῶν γεγονότων. Ἀπό τή διαδεδομένη χρήση του ἦταν εὔκολη ἡ μετάβαση στή συμβολική ἑρμηνεία. Ἡ ἀρχή ἑρμηνείας τῶν χρωματικῶν συμβολισμῶν ἔγινε μέ τόν λευκό βαπτισματικό χιτῶνα, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος στή Μυσταγωγική Κατήχηση τῶν νεοφωτίστων: «Πῆρες, λοιπόν, τά λευκά ἐνδύματα τῆς ἀκακίας κατά τόν προφητικό λόγο· “ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι”.» Ἰδιαίτερα κατά τή βυζαντινή περίοδο, τό βασικό χρῶμα τῆς ἀρχιερατικῆς ἀμφίεσης εἶναι τό λευκό «διά τό καθαρόν τῆς χάριτός τε καί φωτεινόν». Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ἡ περίοδος τῶν νηστειῶν, ὁπότε τό λευκό χρῶμα ἀντικαθίσταται ἀπό τό κόκκινο.

Στούς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ δέν ἐντοπίζονται ἴχνη λειτουργικῶν χρωμάτων μέ τή σημερινή ἔννοια. Μεταξύ τοῦ 4ου καί τοῦ 5ου αἰ. ἔχουμε μαρτυρίες, πού κάνουν λόγο γιά «λαμπρά ἱμάτια». Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑπόθεση, ὅτι ἀναφέρονται σέ πολυχρωμία καί λαμπρότητα. Σχετικά μέ τά ἄμφια τῶν λειτουργῶν στή θεία λατρεία, οἱ μαρτυρίες ἀπέχουν πολύ μεταξύ τους, τουλάχιστον μέχρι τά μέσα τοῦ 8ου αἰ.

Ἐνῶ ἐξειδικεύονται τά ἄμφια γιά τή θεία λατρεία, σχετικά μέ τά χρώματα δέν ὑπάρχει κανένας κανονισμός καί ἰσχύει μεγάλη ἐλευθερία. Εἰδικά ἡ ὀρθόδοξη λειτουργική τελετουργία ἔχει τή δυνατότητα νά προσλάβει διάφορες πολιτιστικές «προσχώσεις». Ἔτσι, ἔχει ἐνσωματώσει στό τυπικό της στοιχεῖα καί ἐπιδράσεις πολιτιστικές, ὅπως στοιχεῖα μεγαλόπρεπης συμβολικῆς ἀπό τό τυπικό τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

ΣΤ. Τό χρῶμα τῶν ἱερῶν ἀμφίων στή λειτουργική μας παράδοση

Στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δέν βρίσκεται σέ ἰσχύ ἕνας κοινός χρωματικός κανόνας. Ὅπως ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὁ Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Ἀθανάσιος: «Ὁ βυζαντινός λειτουργικός τύπος, ἀντιθέτως πρός τόν δυτικόν, δέν γνωρίζει διά τά ἄμφια χρωματικόν κανόνα ὑπό τήν στενωτέραν ἔννοιαν τοῦ ὅρου. Ὅλα τά χρώματα ἐπιτρέπονται εἰς αὐτόν καί συμβάλλουν, παρά τήν ἀταξίαν των, εἰς τήν δημιουργίαν τοῦ αἰσθήματος τῆς βυζαντινῆς μεγαλοπρεπείας κατά τάς ἱεράς τελετάς». Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀναγνωρίζει ὅτι μεταξύ τῶν χρωμάτων «τά φωτεινά (λευκόν, πράσινον, κίτρινον), προτιμῶνται κατά τάς ἑορτάς, ἐνῶ τά σκοτεινά (ἐρυθρόν, ἰῶδες, μέλαν) κατά τάς ἡμέρας μετανοίας καί πένθους». Συνεπῶς, ἀπό τή μία πλευρά, ὁμολογεῖται ἡ ἀταξία πού προέρχεται ἀπό τήν ἀπουσία ἑνός χρωματικοῦ κανόνα, ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἀναγνωρίζεται ἡ σύνδεση μεταξύ χρωμάτων καί ἑορτῶν.

Παρόμοια σύνδεση συναντᾶται καί στά μοναστηριακά Τυπικά, τά ὁποῖα ἀνέκαθεν προέβλεπαν κάποιο χρωματικό κανόνα στά ἱερά ἄμφια. Μέ τή διαφορά, ὅτι δέν προτείνεται πάντοτε σ᾽ αὐτά μόνον ἕνα χρῶμα γιά κάθε ἑορτή, οὔτε ὑπάρχει ὁμοφωνία ἀπό Τυπικό σέ Τυπικό.

Ζ. Ἡ σημερινή πραγματικότητα

Στή λειτουργική μας πράξη, ἰδιαίτερα κατά τά συλλείτουργα, παρατηρεῖται μιά ἀναρχία καί, ὥς ἕνα βαθμό, σύγχυση σχετικά μέ τό χρῶμα τῶν ἀμφίων: «Ἔτσι γινόμαστε μάρτυρες τῶν πιό ἀπίθανων πολλές φορές πολυχρωμιῶν, χωρίς κανένα συνδυασμό ἤ χωρίς ἴχνος ἁρμονίας. Ἄλλο χρῶμα ἔχουν τά ἄμφια τῆς ἁγίας τράπεζας, ἄλλο τῆς προθέσεως, ἄλλο τά καλύμματα τῶν τιμίων δώρων, ἄλλο τά ἄμφια τοῦ ἀρχιερέα, ἄλλο τά ἄμφια καθενός ἀπό τούς ἱερεῖς καί ἄλλο τῶν διακόνων. Ἀφήνουμε πώς πολλές φορές ἡ ἴδια ἡ ἱερατική στολή ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα μωσαϊκό χρωμάτων καί ἀποχρώσεων ...».

Πρέπει, ὅμως, νά παραδεχθοῦμε ὅτι, κατά τά τελευταῖα χρόνια, ἡ αἰσθητική τῶν ἱερῶν ἀμφίων ἔχει βελτιωθεῖ. Ιδιαιτέρως στά ἱερά συλλείτουργα, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ ἱερῶν πανηγύρεων, ἤ ἄλλων Ἀκολουθιῶν, στὶς ὁποῖες οἱ συμμετέχοντες κληρικοί ἐνδείκνυται νά φέρουν, ὅσον εἶναι δυνατόν, ὁμοιόχρωμα, ὁμοιόμορφα, καθαρά καί ἐπίσημα, ἀλλά πάντως οὐχί ἐξεζητημένα ἄμφια. Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή καί μέ βάση ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν στίς προηγούμενες ἑνότητες, καθώς καί τή διαμορφωθεῖσα σύγχρονη πραγματικότητα, τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων θά μποροῦσαν νά κωδικοποιηθοῦν ὡς ἀκολούθως:

Α. Χρυσό ἤ κίτρινο -Συμβολισμοί.

Τό χρυσό χρῶμα φέρει τή σημασία τῆς βασιλικῆς ἀξίας καί τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητας. Ἡ συμβολική σημασία τοῦ χρυσοῦ, σέ πνευματικό ἐπίπεδο, ἀφορᾶ στή σημασία τοῦ ἀκτίστου φωτός, τῆς ἀλήθειας καί τοῦ φωτός τοῦ κόσμου. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Ἡ βασιλική ἀξία τοῦ ἐπουράνιου βασιλέα ἑνώνεται μέ τή δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδας.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Δεσποτικές ἑορτές, συμπεριλαμβανομένων τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Μ. Σαββάτου.

β) Μνῆμες προφητῶν, ἀποστόλων καί ἱεραρχῶν.

γ)Ἐπίσημες ἑορτές καί τελετές, ἀντικαθιστώντας τό λευκό ἤ συνδυαζόμενο μέ ἄλλα χρώματα.

Β. Λευκό -Συμβολισμοί.

Ἀποτελεῖ τό κατεξοχήν ἑορταστικό χρῶμα. Παραπέμπει στή λαμπρότητα τῶν ἐνδυμάτων τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, στήν ἁγνότητα τῶν νεοφώτιστων καί, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, θά εἶναι τό ἔνδυμα τῶν σεσωσμένων.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Κυριακή τοῦ Πάσχα καί σέ ὅλη τήν μεταπασχάλια περίοδο.

β) Κυριακές τοῦ ἔτους, ὅταν ἡ ἑορτολογική συγκυρία δέν ἐπιβάλλει τή χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος.

γ) Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος.

δ) Μυστήριο τοῦ Γάμου.

ε) Χειροτονίες.

στ) Νεκρώσιμες Ἀκολουθίες. Σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια νὰ ὑπογραμμίσουμε, ὅτι «δέν πρέπει νά ἐνδυόμαστε σκοῦρα ἐνδύματα ἐδῶ πάνω στή γῆ, διότι στούς οὐρανούς ἐκεῖνοι (οἱ κεκοιμημένοι) ἤδη ἐνδύθηκαν λευκά ἐνδύματα», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Κυπριανὸς Καρθαγένης. Εἶναι γεγονός, ὅτι τό λευκό ἐκφράζει πιό εὔγλωττα τόν πασχάλιο χαρακτῆρα τοῦ θανάτου καί τό περιεχόμενο τῶν προσευχῶν καί δεήσεων γιά τούς κεκοιμημένους. Ζητοῦμε τήν ἀνάπαυση τῶν νεκρῶν, οἱ ὁποῖοι, κατά τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, καλύπτονται μέ τή λευκότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

ζ) Ἑορτές καί μνῆμες ἁγίων, ὅταν δέν προβλέπεται ρητά ἡ χρήση ἑνός ἄλλου χρώματος ἤ ὅταν δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα χρησιμοποιήσεως ἄλλου χρώματος.

Σημ.: Τό στιχάριο (τοῦ ἱερέως καί τοῦ ἀρχιερέως) θά πρέπει νά εἶναι πάντοτε λευκό.

Γ. Μπλέ - Συμβολισμοί.

Τό μπλέ εἶναι τό χρῶμα, πού φανερώνει τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῶν ἐνεργειῶν του. Ἡ χρήση τοῦ μπλέ δικαιολογεῖται μέ δεδομένο, ὅτι ἡ Θεοτόκος ἀναδείχθηκε ἐκλεκτό δοχεῖο καί σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δύο φορές ἔγινε ἡ ἐπέλευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ Θεοτόκο, τήν πρώτη φορά κατά τόν Εὐαγγελισμό καί τή δεύτερη κατά τήν Πεντηκοστή.

Ἡ ἡγουμένη Ταϊσία τοῦ Λεουσένι μαρτυρεῖ ὅτι εἶδε σέ ὅραμα τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ, ἐνδεδυμένο μέ βελούδινο ἔνδυμα, γαλάζιου χρώματος.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Θεοφάνεια.

β) Θεομητορικές ἑορτές.

γ) Μνῆμες ἀγγέλων.

Δ. Κόκκινο - Συμβολισμοί.

Παραπέμπει στό αἷμα, πού ἔχυσε ὁ Χριστός κατά τό πάθος, καθώς καί τὸ αἷμα πού ἔχυσαν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς πίστεως. Συμβολίζει, ἀκόμη, τή ζέση τῆς πίστεως καί τή φλόγα τῆς ἀγάπης, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει μέχρι καί τή θυσία τοῦ αἵματος.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Μεγάλη Πέμπτη (πρωί).

β) Ἑορτές μαρτύρων.

Ε. Πράσινο - Συμβολισμοί.

Παραπέμπει στήν καρποφορία τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Εἶναι τό χρῶμα τῆς γῆς πού ἀνανεώνεται καί τῆς σταθερῆς ἐναλλαγῆς τῶν ἐποχῶν. Γι’ αὐτό καί θεωρεῖται τό κατεξοχήν χρῶμα τῆς ἐλπίδας, τῆς ὁσιακῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς, πού συντελεῖ στή ζωοποίηση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Εἶναι ἕνα χρῶμα πού ξεκουράζει καί πού ἐκφράζει τήν καθημερινότητα, διαρκῶς καί σταθερά προσανατολισμένη στή μέλλουσα ζωή.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Κυριακή Βαΐων.

β) Ἑορτές Τιμίου Σταυροῦ.

γ) Μνῆμες ὁσίων.

ΣΤ. Μώβ - Συμβολισμοί.

Χρῶμα, πού παραπέμπει στό θεῖο Πάθος. Γενικώτερα, ἀποτελεῖ τό σύμβολο τῆς ταπείνωσης τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ σταυρικός θάνατος ἀποτελεῖ τήν κορύφωση τοῦ ἐπίγειου ἔργου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ, γεγονός πού θυμίζει τήν ἀνάπαυση τοῦ Δημιουργοῦ κατά τήν ἕβδομη ἡμέρα. Μπορεῖ, λοιπόν, νά ἐκφράσει πόνο καί ἐλπίδα.  Τό μώβ εἶναι προτιμότερο ἀπό τό μαῦρο, διότι ὁμοιάζει περισσότερο μέ τό πορφυρό, πού ἦταν ἀνέκαθεν τό χρῶμα τῶν ἀμφίων τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου. Ἄλλωστε, ἡ ἑβραϊκή λέξη πορφύρα περιλαμβάνει δύο εἴδη: τό κόκκινο καί τό βιολετί.

Ἐνδεδειγμένη χρήση:

α) Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

β) Μεγάλη Ἑβδομάδα, συμπεριλαμβανομένων τῶν Μεγάλων Ὡρῶν (Μ. Παρασκευή πρωί).

«Ἐν κατακλεῖδι ...»

Στήν ἱστορία τῆς χριστιανικῆς λατρείας, ἡ λειτουργική ἀμφίεση τῶν κληρικῶν κατέχει σημαντική θέση, μέ τούς συμβολισμούς κάθε ἀμφίου. Τό χρῶμα ἀποτελεῖ κυρίαρχο σύμβολο στήν ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων. Τά σεμνά καί ὡραῖα χρώματα προκαλοῦν καί τά ἀνάλογα συναισθήματα. Ἡ χρωματική ἁρμονία βοηθᾶ αἰσθητικά τούς πιστούς νά μετέχουν στά τελούμενα, νά συγκεντρώνονται καί νά μή διασπᾶται ἡ προσοχή τους. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ εὐταξία προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Ἡ χρωματική ἀταξία δέν συνδυάζεται μέ τήν οὐράνια τάξη τῆς θείας λατρείας. Ὁ καθορισμός συγκεκριμένων χρωμάτων στά ἱερά ἄμφια ἀφορᾶ, ὄχι μόνον τήν τελετουργική, ἀλλά καί τήν ἐκκλησιολογία, καθώς ὀφείλουμε νά κάνουμε τά πάντα μέ εὐσχημοσύνη,σύμφωνα μὲ τὴν ἔννοια καί σημασία τῆς Παύλειας προτροπῆς στή λειτουργική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας: «Πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γινέσθω» (Α΄ Κορ. 14,40). Ἡ ἐσωτερική ἀνάγκη γιά εὐκοσμία καί τάξη, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν πατερική γραμματεία, ἐξωτερικεύεται δημιουργώντας παράδοση.

Θά πρέπει νά βροῦμε τό μέτρο μεταξύ τῆς ἀχαλίνωτης χρήσης τῶν χρωμάτων, πού δημιουργεῖ ἀταξία, καί τῆς τυπολατρικῆς συμμόρφωσης σέ ἕνα χρωματικό κανόνα. Τά χρώματα τῶν ἱερῶν ἀμφίων γίνονται σημαντικά μόνον ἐάν συνδέονται μέ τή μαρτυρία μίας ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας, πού προσπαθεῖ νά ζεῖ σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο.

Συνεπῶς, δέν ἀρκεῖ ἀπό μόνο του τό λευκό, γιά νά ἑορτάσουμε μία ἑορτή, οὔτε τό κόκκινο γιά νά μεταδώσουμε τή φλόγα τοῦ πνεύματος ἤ τόν ζῆλο τῶν μαρτύρων γιά τό Εὐαγγέλιο.

Σέ τελετουργικό ἐπίπεδο, τά χρώματα καθίστανται ἀπαραίτητα ἐπικοινωνιακά σύμβολα μόνον ἐάν συνδέονται μέ ἄλλα λειτουργικά στοιχεῖα, ἱκανά νά ἐκφράσουν τήν πνευματικότητα τοῦ λειτουργοῦ καί τήν εὐσέβεια τῶν πιστῶν, πού μετέχουν ἐνεργά καί ἐνσυνείδητα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

Διαφορετικά, καί τά χρώματα τῶν ἀμφίων, ἀλλά καί τά ἴδια τά ἄμφια, παρά τήν ἱερότητά τους, καταντοῦν νά συνδέονται μέ μία ἰδιοτροπία, τή γραφικότητα ἤ, ἁπλῶς, μέ τή ματαιότητα.

--------------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Σημ.: Βασικό βοήθημα στή σύνταξη τοῦ παρόντος ὑπῆρξε τὸ ἄρθρο τοῦ ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, Πρωτοσυγκέλλου Μητροπόλεως Βερροίας, Ναούσης καὶ Καμπανίας, Τὰ ἄμφια (Ἱστορία-Θεολογία).Περαιτέρω, χρησιμοποιήθηκαν προφορικές πληροφορίες ἀρχιερέων, καθηγουμένων ἱερῶν μονῶν καί πολιῶν ἱερέων καί ἱερομονάχων, τοὺς ὁποίους καὶ ἀπὸ ἐδῶ γενικὰ εὐχαριστοῦμε. Περαιτέρω σημαντική βιβλιογραφία:

1.   Γιά τήν ἱστορική ἐξέλιξη καί τόν συμβολισμό τῶν ἱερῶν ἀμφίων βλ. ἀναλυτικά PetrusVasileGregorian, VesminteleliturgiceinBisericaOrtodoxa, Craiova1941 καί

2.   Κωνσταντίνου Κούρκουλα, Τά ἱερατικά ἄμφια καί ὁ συμβολισμός αὐτῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ, Ἀθῆναι 1960 [1991].

3.   Cyril Edward Pocknee, Liturgical vesture. Its origins and development, Mowbray 1960.

4.   TanoPapas[Ἀθανασίου Παπᾶ, Μητροπ. Χαλκηδόνος], Studien zur geschichte der messgewander im byzantinichen ritus, [Miscellanea Byzantina Monacensia 3], München 1965.

5.   ΧρήστουἘνισλείδη, ΤάἱεράἄμφιατῶνἘκκλησιῶνἈνατολικῆςκαίΔυτικῆςἐξἐπόψεωςὀρθοδόξου, Ἀθῆναι1981.

6.   Janet Mayo, A history of ecclesiastical dress, ed. Holmes and Meier, New York 1984.

7.   ΕὐθυμίουΡίζου, ἐξέλιξητῆςμορφῆςτῆςλειτουργικῆςἀμφίεσηςτοῦκλήρουστήνἈνατολικήκαίΔυτικήἘκκλησίαἀπότήνπαλαιοχριστιανικήἐποχήκαίἔπειτα, Θεσσαλονίκη2005 (ἀνέκδοτημεταπτυχιακήἐργασία).

8.   Λουΐζας Μολέσκη, Τά ἱερά σκεύη καί ἄμφια καί οἱ λειτουργικοί συμβολισμοί τους, Θεσσαλονίκη 2007 (ἀνέκδοτη μεταπτυχιακή ἐργασία).

9.   Ene Braniste, «I storia şi semnificatia vesmintelor liturgice ortodoxe», ἀνάκτηση13-06-2011, http://www.facultate.regielive.ro.

10. Γεωργίου Σωτηρίου, «Τά λειτουργικά ἄμφια τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία 20 (1949), 603-614.

11. Αἰμιλιανοῦ Τσιρπανλῆ, ἱερομ., «Περί τῶν ἀμφίων γενικῶς», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 42 (1959).

12. Παναγιώτου Τρεμπέλα, «Ἄμφια», Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 4, ἔκδ. Φοῖνιξ, Ἀθῆναι [χ.χ.].

13. Δημητρίου Μωραΐτη, «Ἄμφια (ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γενικῶς)», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, ἔκδ. Ἀθανάσιος Μαρτίνος, Ἀθῆναι 1963, 402-412.

14. Ἀριστείδη Πανώτη, «Ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν ἀμφίων», Τά ἱερά ἄμφια καί ἡ ἐξωτερική περιβολή τοῦ ὀρθοδόξου κλήρου, ἔκδ. Κλάδος Ἐκδόσεων τῆς Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 2002, 39-47.

15. Εὐαγγέλου Σκορδᾶ, πρωτοπρ., Τά λειτουργικά ἄμφια τῶν κληρικῶν, ἔκδ. ΝικόλαοςΠαναγόπουλος, Ἀθήνα 2006.

16. Ἰωάννου Φουντούλη, «Παράδοση καί ἐξέλιξη τῶν ἱερῶν ἀμφίων», Τελετουργικά Θέματα, τ. 2, [Λογική Λατρεία 12], ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2006, 171-184.

17. Ἑλένης Βλαχοπούλου-Καραμπίνα, «Ὁ συμβολισμός τῶν ἱερῶν ἀμφίων καί πέπλων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διακόσμου τους σύμφωνα μέ τίς ἱερές πηγές», Ἀπόστολος Τίτος, τχ. 5 (Δεκέμβριος 2006), 123-171.

18. Ἑλένης Βλαχοπούλου-Καραμπίνα «Ἄμφια ἱερατικά», Μεγάλη Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐγκυκλοπαιδεία, τ. 2, ἔκδ. Στρατηγικές Ἐκδόσεις, [᾿Αθήνα 2011], 292-299.