Ἡ τελετουργικὴ τῆς Νεκρωσίμου Ἀκολουθίας Εκτύπωση

Εἰσήγηση στὴν ς΄ συνάντηση (26.02.2015) τοῦ Ἐπιμορφωτικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ἀκαδημαϊκοῦ Ἔτους  (2014-2015)

Εἰσηγητής:  Ἀρχιμανδρίτης Ἰάκωβος Καλογήρου

π. Ιάκωβος Καλογήρου Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
 
Ἐπιτρέψατέ μου νὰ κάμω ἀρχὴ τῆς εἰσήγησής μου αὐτῆς, ποὺ ἀφορᾶ στὴν τελετουργικὴ τῆς Νεκρωσίμου ἢ Ἐξοδίου Ἀκολουθίας, μὲ μία λαϊκὴ παροιμία, ἕνα σχετικὸ πρὸς τὸ θέμα μας ἀπόφθεγμα τῆς περιοχῆς Μαραθάσης:

«Τὸ θαφκιὸν φέρνει χαράν, τζιαὶ τὸ στεφάνιν κλάμα».

Βεβαίως, ὅπως τὸ ψάλλει θεοστόχαστα ἡ Ἐκκλησία μας, «ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου μυστήριον». Ἀλλά, αὐτὸ τὸν φυσικὸ φόβο πρὸ τοῦ θανάτου, ἀπότοκο τῆς πτώσης τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἐξορίας του ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς, ὅταν τὸν ἰδοῦμε μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἀνάστασης τοῦ Κυρίου, ἀλλάζει ἡ θέαση: Γιὰ μᾶς, τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς, ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος, εἶναι πάσχα, δηλαδὴ  διάβαση, πέρασμα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια καὶ ἀπὸ τὰ παρερχόμενα στὰ ἀσάλευτα. Καί, ὅσοι πιστεύουν στὸν νικητὴ τοῦ θανάτου, τὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Κύριον, ὁ θάνατος χάνει τὴν τραγικότητά του καὶ μεταμορφώνεται σὲ ἕνα γεγονὸς γεμᾶτο νόημα. Γίνεται ἕνα πασχάλιο μυστήριο, δηλαδὴ σωτήρια διάβαση πρὸς τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ ξεπήγασε ἀπὸ τὸ κενὸ τοῦ Κυρίου μνημεῖο.

Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία ψάλλεται σὲ ὅλους τοὺς κοιμηθέντας: βασιλεῖς, πατριάρχες, ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς καὶ εἰς ἄνδρας καὶ γυναίκας, μικροὺς καὶ μεγάλους,  καὶ μόνο στὰ κεκοιμημένα βρέφη διαφοροποιεῖται ριζικά.

Ἡ Ἀκολουθία στὸν οἶκο τοῦ κεκοιμημένου καὶ στὸν ναὸ

Τελευτήσαντος κάποιου Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ, ἀμέσως προσκαλεῖται ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς ὁ ἱερεὺς στὸν οἶκο, ὅπου γίνεται τὸ τρισάγιον. Ὁ ἱερέας φέρει τὸ ράσο του, πετραχήλι, καλυμμαύχιον καὶ θυμιατό. Γίνεται μετὰ ἡ πομπὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία καὶ καθοδὸν οἱ ψάλτες μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα ψάλλουν τὸ Ἅγιος ὁ Θεὸς σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου, τὸν κατεξοχὴν πένθιμο ἦχο. Προπορεύονται αὐτοί, ποὺ κρατοῦν τὸ πιάτο μὲ τὸ ἀναμμένο κανδήλι, τὸ κόλλυβο καὶ ὁ σταυρός.

Σὲ περίπτωση, ποὺ ὁ κεκοιμημένος μεταφέρεται στὸν ναὸ ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο, τότε ὁ ἱερέας, ἐνδεδυμένος ὡς ἀνωτέρω καὶ μαζὶ μὲ τὴ συνοδία του (ψάλτες, σταυρό, κ.λπ., ὅπως προηγουμένως), ὑποδέχεται τὸ λείψανο ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, γίνεται ἐκεῖ τὸ τρισάγιον, καὶ εἰσοδεύουν στὸν ναό, ψάλλοντας τὸ νεκρώσιμο Ἅγιος ὁ Θεός. Ἀνάλογα, ἐὰν θὰ μεταφερθεῖ ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο κ.λπ. στὸ σπίτι του ὁ κεκοιμημένος μὲ τὴ νεκροφόρα, θὰ ἦταν καλὸ νὰ γίνει μέσα στὸ σπίτι τὸ τρισάγιον, ἤ, ἐὰν ὑπάρχουν πρακτικὲς δυσκολίες (πολυκατοικία, σκαλιά, κ.ἄ.), νὰ γίνει ἐκεῖ ποὺ εἶναι βολικό, πρὶν ξεκινήσει ἡ πομπὴ γιὰ τὸν ναό.

Εἰσερχομένης τῆς νεκρικῆς πομπῆς στὸν ναό, τὸ φέρετρο τοποθετεῖται πάνω σὲ τραπέζι, ὅπου καὶ ἀνοίγεται τὸ κάλυμμά του. Μόνο σὲ περίπτωση, ποὺ θὰ ἔχουμε κάποιο σοβαρὸ λόγο ἀπὸ τοὺς ἰατρούς, δὲν ἀνοίγεται τὸ κάλυμμα. Ὁ κεκοιμημένος πρέπει νὰ εἶναι μέσα στολισμένος μὲ ὡραῖα ἀρωματικὰ λουλούδια καὶ βότανα, σὰν νὰ κοιμᾶται σὲ τόπον χλοερόν. Δίπλα στὸ φέρετρο τοποθετεῖται τὸ δισκέλιο μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ φαίνεται ἡ ὄψη του ποὺ εἰκονίζει τὴν Ἀνάσταση, γιατὶ στὸ τέλος τῆς Ἀκολουθίας τὸ ἀσπάζονται ὅλοι οἱ πιστοί. Στὸ πάτωμα, στὸ μέρος κάτω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ κεκοιμημένου, θέτουμε τὸ πιάτο μὲ τὸ καντήλι καὶ τὸ κόλλυβο. ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ φερέτρου, κοντὰ στὰ πόδια τοῦ κηδευομένου, τοποθετεῖται μικρὸ μανουάλι μὲ λαμπάδα ἀναμμένη καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ θυμιατὸς ἀναμμένος.

Ὁ πρῶτος τῇ τάξει ἱερέας, ἐφόσον δὲν παρίσταται ἀρχιερέας, εἰσέρχεται στὸ ἱερὸ Βῆμα καὶ ἐνδύεται τὴ στολή του, δηλαδὴ λευκὸ πετραχήλιο καὶ λευκὸ φαιλόνιο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ διάκονος, ἐὰν ὑπάρχει, πρέπει νὰ φέρει στιχάριο καὶ ὀράριο λευκοῦ χρώματος. Οἱ ὑπόλοιποι κληρικοὶ φέρουν ἐξώρασο καὶ λευκὸ ἐπίσης ἐπιτραχήλιο καὶ εἶναι καλυμμένοι μὲ τὰ καλυμμαύχιά τους. Ἐξέρχονται λοιπὸν ἔξω στὸν σολέα, ἢ κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ τροῦλλο, ἀναλόγως, ὅπου ἔχει τοποθετηθεῖ τὸ φέρετρο μὲ τὸν κεκοιμημένο, καὶ στέκονται πλησίον τῆς κεφαλῆς τοῦ νεκροῦ, στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς.

Ἐδῶ, νὰ κάνουμε μία ἀναγκαία παρένθεση. Πάντοτε, οἱ κληρικοὶ κάνουν  ὅλες οἱ μνημονεύσεις τῶν κεκοιμημένων ἐνῶ εἶναι στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς. Τὸ πιὸ σωστὸ θὰ ἦταν μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι, ὅπου συνήθως τοποθετεῖται καὶ τὸ τραπέζι μὲ τὰ μνημόσυνα, καθόσον ὅλες οἱ σχετικὲς ἐπιμνημόσυνες εὐχὲς ἀπευθύνονται πρὸς τὸν Χριστό.

Ὁ Διάκονος λοιπὸν ἐκφωνεῖ τό, Εὐλόγησον Δέσποτα, καὶ ὁ ἱερέας ἢ ὁ ἀρχιερέας τό, Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ ἀρχίζουν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ ψάλτες καὶ ψάλλουν ἐναλλὰξ τοὺς καθορισμένους στίχους ἐκ τοῦ Ἀμώμου (Ψαλμοῦ 117) σὲ  τρεῖς στάσεις, καὶ στὸ πέρας κάθε στάσης γίνεται ἡ μνημόνευση. Ἂν ὑπάρχουν δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ περισσότεροι ἱερεῖς, στὸ τέλος κάθε στάσης γίνεται μνημόνευσις κατὰ τάξιν, «Τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις». Ἂν ἔχει πάνω ἀπὸ τρεῖς ἱερεῖς, στὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια, μετὰ ἀπὸ κάθε τροπάριο, συνεχίζονται κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ μνημονεύσεις. Ἐδῶ σημειώνουμε, ὅτι στὴν ἐπὶ κληρικοῦ Ἐξόδιο Ἀκολουθία, συνηθίζεται νὰ ψάλλονται καὶ τὰ δύο εὐλογητάρια «Οἱ τὸν ἀμνὸν τοῦ Θεοῦ κηρύξαντες» καὶ «Οἱ τὴν ὀδὸν τὴν στενὴν βαδίσαντες». Μετὰ τὸ «Ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια, δόξα σοι ὁ Θεός» (ἐκ τρίτου) στὸ τέλος τῶν εὐλογηταρίων, οἱ ψάλτες  ψάλλουν τὸ «Μετὰ τῶν ἁγίων». Κατόπιν ψάλλονται τὰ κατ᾽ ἦχον νεκρώσιμα ἰδιόμελα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ποὺ ἐπισφραγίζονται μὲ τὰ τροπάρια σὲ πλάγιο τοῦ τετάρτου, «Δόξα Πατρί. Ὁ Θάνατός Σου Κύριε», «Καὶ νῦν. Ἁγνὴ Παρθένε». Οἱ νεκρώσιμοι Μακαρισμοὶ συνήθως παραλείπονται, ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐνορίες, ὅπου κατ᾽ ἔθος ψάλλονται.

Στὴ συνέχεια, οἱ παρόντες κληρικοὶ ψάλλουν τὸ προκείμενον τοῦ Ἀποστόλου σὲ ἦχο γ´, «Μακαρία ἡ ὁδὸς», μιὰ φορά, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουν οἱ χοροὶ δύο φορές, καὶ μετὰ ὁ ἀναγνώστης ἀπαγγέλλει σὲ ἄχρονη ἐμμελὴ ἀπαγγελία καὶ σὲ ὕφος κλιτὸν τὴν καθορισμένη ἀποστολικὴ περικοπή. Μετὰ ὁ διάκονος τὸ «Σοφία· ὀρθοί», καὶ ὁ ἱερέας ἀναγιγνώσκει τὸ Εὐαγγέλιο ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ κεκοιμημένου, βλέποντας πρὸς ἀνατολάς. Στὴν κατάληξη τοῦ Εὐαγγελίου, στρέφεται πρὸς δυσμὰς καὶ εὐλογεῖ σταυροειδῶς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τὸν λαό. Ὁ διάκονος κάνει τὴ μνημόνευση, « Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός», καὶ μετὰ ὁ ἱερέας τὴν εὐχή, «Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός» καὶ τὴν ἐκφώνηση «Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις». Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε, ὅτι τὶς συγχωρητικὲς εὐχές, ποὺ εὑρίσκονται στὴ συνέχεια μέσα στὸ Εὐχολόγιο, μόνον ὁ ἀρχιερέας ἐπιτρέπεται νὰ τὶς ἀναγνώσει καὶ κανένας ἄλλου βαθμοῦ κληρικὸς, οὔτε καὶ ἄν εἶναι Πνευματικός. Σὲ περίπτωση δὲ κεκοιμημένου ἱερέως, ἐδῶ διαβάζεται πάλι ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα ἡ συγχωρητικὴ πρὸς ἱερέα εὐχή.

Μετὰ τὶς εὐχὲς αὐτές, γίνεται παρὰ τοῦ ἀρχιερέως ἢ τοῦ πρώτου τῇ τάξει ἱερέως ἡ νεκρώσιμος ἀπόλυσις: «Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων... », καὶ στὸ τέλος τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη». Στὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ πρὶν τὸ «Δι᾽ εὐχῶν», ἐκφωνοῦνται οἱ ἐπικήδειοι λόγοι ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα, ἢ τὸν ἱερέα, ἢ λαϊκοὺς καὶ συγγενεῖς τῶν κεκοιμημένων.

Ἀκολουθεῖ κατόπιν ὁ τελευταῖος ἀσπασμὸς τοῦ λειψάνου, ἐνῶ οἱ χοροὶ ψάλλουν τὰ προσόμοια σὲ ἦχο β´, « Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν» καὶ τὰ λοιπά, «Δόξα. Ὁρῶντές με ἄφωνον», «Καὶ νῦν. Πρεσβείαις τῆς τεκούσης σε».  Καὶ ὁ ἀρχιερέας ἢ ὁ πρῶτος τῇ τάξει ἱερέας, τὸ «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων».

Ἡ Ἀκολουθία στὸν τάφο, στὸ Κοιμητήριο

Ἐνῶ μεταβαίνουμε στὸ Κοιμητήριο καὶ στὸν τάφο, ψάλλεται ἀργῶς καὶ σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ δευτέρου τὸ ᾈσματικὸ Τρισάγιο. Ἐδῶ, νὰ σᾶς ἀναφέρω ὅτι σὲ κάποια χωριά, οἱ γυναῖκες ραντίζουν τὸν δρόμο ἀπ᾽ ὅπου θὰ περάσει ὁ κεκοιμημένος, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ εὕρει τὴ δροσιὰ τοῦ Παραδείσου! Ἀφοῦ δὲ κατατεθεῖ ὁ νεκρὸς στὸ μνημεῖο, ὁ ἱερέας παίρνει τὴν κανδήλα ποὺ εἶναι γεμάτη μὲ ἐλαιόλαδο καὶ μόνον, καὶ τὸ ρίχνει σταυροειδῶς τρεῖς φορὲς ἐπάνω στὸ λείψανο, ἐκφωνῶντας «Πρόσχωμεν» (ἐκ τρίτου) καὶ οἱ ψάλτες τὸ «Ἀλληλούια, ἀλληλούια, ἀλληλούια» (γ).

Μετά, ὁ ἱερέας μὲ τὸ φτυάρι παίρνει χῶμα ἀπὸ τὶς τέσσερεις μεριὲς τοῦ τάφου σταυροειδῶς, λέγοντας ταυτόχρονα: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ. Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσει.»

Κατόπιν, ὁ βοηθὸς τοῦ ἱερέα παίρνει τὴν στάμνα μὲ τὸ νερὸ καὶ ρίχνει τρεῖς φορὲς νερὸ μέσα στὸ φτυάρι, ἐνῶ λέγει ὁ ἱερέας: «Ραντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με καὶ ὑπὲρ χιόνια λευκανθήσομαι».  Καὶ ρίχνει ὁ ἱερέας τὸν πηλό τοῦτο ἐπάνω στὸ λείψανο, ψάλλοντας, «Τὸν πηλόν, ὁ κεραμεύς, ζωοπλαστήσας ἐνέθηκάς μοι, σάρκα καὶ ὀστᾶ καὶ πνοὴν καὶ ζωήν. Ἀλλ᾿, ὦ ποιητά μου, Λυτρωτά μου καὶ Κριτά, μετανοοῦντα δέξαι με.» (Πρόκειται γιὰ τροπάριο τοῦ Μεγάλου Κανόνος, καὶ ψάλλεται σὲ ἦχο εἱρμολογικὸ πλ. β´.) Μετά, ρίχνει μέσα στὸν τάφο καὶ τὴν πρώτη φτυαριὰ μὲ χῶμα καὶ ψάλλει τὸν ἑξῆς εἱρμὸ σὲ εἱρμολογικὸ πλ. β´: «Βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτὸν· Θεὸς τοῦ Πατρός μου καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». Στὴ συνέχεια, ρίπτεται τὸ χῶμα μέχρι νὰ καλυφθεῖ ὁ τάφος, μπαίνουν τὰ λουλούδια, ἕνας πρόχειρος ξύλινος σταυρὸς καὶ τὸ κανδήλι, καὶ ραντίζουμε τὸν τάφο μὲ τὸ νερὸ τῆς κανάτας, ποὺ περίσσεψε, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ πλένονται οἱ παριστάμενοι. Κατόπιν, ὁ ἱερέας, Εὐλογητός, ὁ ἀναγνώστης τὸ Τρισάγιο, καὶ ψάλλονται τὰ νεκρώσιμα τροπάρια «Μετὰ πνευμάτων». Ὅταν τελειώσει ἡ Ἀκολουθία τοῦ νεκρωσίμου Τρισαγίου, γίνεται ἡ ἀπόλυσις ἀπὸ τὸν ἱερέα, κατὰ τὸν ἀνωτέρω στὸν ναὸ τύπο («Ὁ καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων... », καὶ στὸ τέλος τὸ «Αἰωνία ἡ μνήμη»).

Στὴν ἔξοδο τοῦ κοιμητηρίου βρίσκεται ἡ παρηορκά, ἡ παρηγορία,  δηλαδὴ τὸ κόλλυβο, παξιμάδια ἀφρούγια (τὰ λεγόμενα στὴν περιοχή μας κούμουλλα), κρασί, χαλλούμι, ἐλιές, ποὺ τὰ τρῶμε γιὰ συγχώρεση τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου ἀδελφοῦ μας. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ, ὅτι ἡ λέξη κούμουλλα εἶναι πιθανὸν σημιτικῆς (ἑβραϊκῆς) προέλευσης, καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη κούμ, ποὺ σημαίνει ἔγερση, ἀνάσταση (νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴ φράση τοῦ Κυρίου, ὅταν ἀνάστησε τὴ νεκρὴ κόρη τοῦ Ἰαείρου, ὅπως τὴν καταγράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος: «ταλιθᾶ, κοῦμι, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον σοὶ λέγω, ἔγειρε» [Μᾶρκ. 5, 41]). Τὰ κούμουλλα, λοιπόν, δὲν εἶναι νεκρόψωμα, ἀλλὰ ἄρτος ποὺ προσφέρεται σὲ ἐνθύμηση τῆς ἀνάστασης τῶν κεκοιμημένων.

Ἀκολουθία εἰς κεκοιμημένους κατὰ τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα

Κατὰ τὴ Διακαινήσιμο ἑβδομάδα δὲν ψάλλουμε τὴ συνηθισμένη νεκρώσιμο Ἀκολουθία, ἀλλὰ ὅλη τὴν ἀναστάσιμη Ἀκολουθία, δηλαδὴ τὸν Κανόνα τοῦ Πάσχα μὲ τὶς καταβασίες «ἀναστάσεως ἡμέρα», καθὼς διαλαμβάνεται στὰ Εὐχολόγια γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή. Ἡ αὐτὴ Ἀκολουθία τελεῖται καὶ τὴν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.

Σὲ ὅλη τὴν περίοδο τῶν σαράντα ἡμερῶν ἀπὸ τοῦ Πάσχα μέχρι καὶ τὴν ἀπόδοσή του, ψάλλεται ἡ συνήθης νεκρώσιμος Ἀκολουθία, μὲ τὶς ἑξῆς ὅμως διαφορές: Τὸ Τρισάγιον ἀντικαθίσταται διὰ τοῦ « Χριστὸς Ἀνέστη» (ἐκ τρίτου), καὶ ἀντὶ τοῦ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν», ψάλλεται τὸ Δοξαστικὸν τῶν Αἴνων τοῦ Πάσχα, «Ἀναστάσεως ἡμέρα». Αὐτὸ ψάλλουμε καὶ μέχρι τοῦ τάφου.

Στὸ τέλος ἑκάστης ᾠδῆς γίνεται μνημόνευσις τῶν ἱερέων κατὰ τάξιν, μὲ τὴν ἀκροτελεύτια ἐκφώνηση: «Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου».

Μετὰ τὴν θ´ ᾠδήν, τὸ ἐξαποστειλάριον, «Σαρκὶ ὑπνώσας ὡς θνητός» (δίς), ὁ Ἀπόστολος καὶ τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας. Κατόπιν ἡ δέησις,  «Ἐλέησον ἡμᾶς ὁ Θεός... Ὁ Θεὸς τῶν πνευμάτων.. καί, Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις». Ἡ ἀπόλυσις, «Δόξα σοι ὁ Θεός, ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δόξα σοι. Ὁ ἀναστάς... Αἰωνία ἡ μνήμη».  Κατόπιν, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ψάλλουμε ἀντὶ τοῦ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν...» κ.λπ. τό, «Δόξα… Καὶ νῦν. Ἀναστάσεως ἡμέρα». Ἐπὶ τοῦ τάφου ἀκολουθεῖται ἡ ἴδια τάξη τοῦ ὑπολοίπου ἔτους, μὲ τὶς ἑξῆς διαφορές: Στὴν ἀρχή, μετὰ τὸ Εὐλογητός, ἀντὶ Τρισαγίου, τὸ Χριστὸς ἀνέστη (γ´), κ.λπ. καὶ ἀπόλυσις, Ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν. Στὴν πομπὴ πρὸς τὴν ἐκκλησία ψάλλεται τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἐνῶ στὴν πομπὴ πρὸς τὸ κοιμητήριο τὸ Δοξαστικὸν τοῦ Πάσχα, Ἀναστάσεως ἡμέρα.

*   *   *

Πρὶν ὁλοκληρώσω τὴ μικρή μου αὐτὴ Εἰσήγηση, ἔκρινα καλὸ νὰ σᾶς ἀναφέρω μιὰ παράδοση, ποὺ ἀπὸ πολὺ παλιὰ ἐπικρατεῖ στὸ χωριό μου Μουτουλλᾶς, σχετικὰ μὲ τὰ μετὰ τὴν ταφὴ ἐπιμνημόσυνα ἔθιμα, ποὺ συνιστοῦν μία ὀρθόδοξη θεολογικὰ λειτουργικὴ πράξη.

Στὸ τριήμερο, ἐννιαήμερο  καὶ σαρανταήμερο μνημόσυνο, γίνεται πλήρης Ἀκολουθία στὸν ναό, μὲ Ἑσπερινὸ μικρὸ καὶ τὸ πρωὶ Ὄρθρος καὶ Θεία Λειτουργία. Κάθε δὲ Κυριακή, μέχρι τὶς σαράντα μέρες ἀπὸ τὴν κοίμηση κάποιου χωριανοῦ, τελεῖται καὶ μνημόσυνο. Θὰ ἐρωτήσει κάποιος: Γιατί γίνονται τόσα πολλὰ γιὰ τὸν κεκοιμημένο κατὰ τὴν περίοδο αὐτή; Ἐπειδὴ εἶναι οἱ πιὸ κρίσιμες μέρες τῆς ψυχῆς, ἀφοῦ κατ᾽ αὐτὲς ἑτοιμάζεται νὰ ἀνεβεῖ νὰ κριθεῖ στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Στὶς σαράντα λοιπὸν ἡμέρες, ἡ οἰκογένεια τοῦ κεκοιμημένου θὰ πᾶνε «ὄρθρου βαθέως εἰς τὸ μνῆμα», πρὶν ἀνατείλει ὁ ἥλιος, γιὰ νὰ σηκώσουν τὰ στεφάνια καὶ νὰ ἰσοπεδώσουν τὸν τάφο. Αὐτό, τὸ ὀνομάζουμε «νὰ ᾽ποτσυλλίσουμε» τὸν τάφο, δηλ. νὰ ἀποκυλίσουμε τὸ χῶμα ἀπὸ ἐπάνω του. Θὰ ἀνάψουν τὸ καντήλι, θὰ ραντίσουν τὸν τάφο καὶ θὰ τὸν θυμιάσουν σταυροειδῶς. Ὅταν τελειώσουν ἀπὸ τὸ κοιμητήριο, πηγαίνουν ἀπευθείας στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ ἱερέας τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλοι μετὰ κοινωνοῦν τὸ ἀναστημένο Σῶμα καὶ Αἶμα τοῦ Κυρίου μας.

Αὐτὸ τὸ τυπικὸ, μᾶς φέρνει στὴ μνήμη τὸ Εὐαγγέλιο τῆς νύχτας τῆς Ἀνάστασης, τό, «Διαγενομένου τοῦ Σαββάτου» (Β´ Ἑωθινό), ποὺ μᾶς διηγεῖται ὅτι οἱ Μυροφόρες ἦρθαν «ὄρθρου βαθέως εἰς τὸ μνῆμα» καὶ ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους· ποιός θὰ μᾶς σηκώσει, ποιός θὰ μᾶς ἀποκυλίσει («᾽ποτσυλλίσει») τὸν λίθο, ἀπὸ τὴν θύρα τοῦ μνημείου; Καὶ ἔλαβαν τελικὰ τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα ἀπὸ τὸν ἄγγελο, καὶ ἐπέστρεψαν στὴ συνέχεια, τρέχοντας μὲ χαρά, πρὸς τοὺς συναθροισμένους ἄλλους μαθητές. Τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονὸς ἐπαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα: Φεύγουν οἱ συγγενεῖς ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ τρέχουν πρὸς τὴ Σύναξη στὴν Ἐκκλησία, ὅπου μεταφέρουν τὸ μήνυμα τῆς ἀνάστασης καὶ ἀντιλαμβάνουν τὸν Ἀναστάντα Κύριο.

Τὸ κοιμητήριό μας εἶναι ὅσο γίνεται πιὸ λιτό. Ὁ χῶρος ἐκεῖ εἶναι κοινὸς γιὰ ὅλους: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς»! Δὲν ἔχει ἰδιωτικοὺς τάφους. Μὲ τὴ σειρὰ θάβονται καὶ ξεκουράζονται ἐκεῖ ὅλοι οἱ χωριανοί, σὲ δύο μικρὰ κρατόνια, σὲ τέσσερις σειρές. Εἶναι ἀρκετὲς γιὰ νὰ χωρέσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν γεμίζει ποτέ. Τοὺς τάφους τοὺς ἀνοίγει ὁ ἱερέας μὲ τὴ σειρά, καὶ ἔτσι γνωρίζει τὴ σειρὰ τῆς ταφῆς. Ἡ ταφὴ γίνεται χωρὶς φέρετρο. Ὁ νεκρὸς κατεβαίνει στὸν τάφο μὲ τὸ σινδόνι, ὅπως δηλαδὴ κηδεύτηκε ὁ Κύριός μας: «σινδόνι καθαρὰ εἰλήσας καὶ ἀρώμασι». Καὶ μετά, περίπου στοὺς ἕξι μῆνες, μπαίνει μόνο ἕνας μαρμάρινος σταυρὸς μὲ τὸ καντήλι.

Αὐτὰ ἤθελα νὰ πῶ ἀπόψε στὴν ἀγάπη σας, Πανιερώτατε καὶ σεβαστοί μου πατέρες. Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν πρόσκληση ποὺ μοῦ ἔγινε νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτὴ τὴν ἱερὰ Ἀκολουθία, ποὺ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο πιστὸ, εἶναι ἡ πιὸ σημαντικὴ στιγμή, ἡ στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ ἐξέρχεται τοῦ κόσμου τούτου καὶ ἀπέρχεται «εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα», ποὺ μεταβαίνει ἀπὸ τὰ φθαρτὰ στὰ ἄφθαρτα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα στὰ αἰώνια.

Καλὸν παράδεισο γιὰ ὅλο τὸν κόσμο.  Σᾶς εὐχαριστῶ.