Επι τη δεκαετία της αρχιερατείας του Μητροπολίτου Εκτύπωση

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*

Θα ήθελα να αρχίσω αυτά τα λίγα λόγια, αναπέμποντας εν πρώτοις ευχαριστία προς τον Τριαδικό Θεό, που ευδόκησε να μου χαρίσει τη μεγάλη δωρεά της αρχιεροσύνης και να με τάξει στη διαποίμανση της γενέθλιάς μου Μητρόπολεως Μόρφου. Με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω από βάθους καρδίας, όλους τους ανθρώπους που αυτά τα δέκα χρόνια με αγάπη και φιλοτιμία βοηθούν το έργο που αναλάβαμε, και που χωρίς τη δική τους βοήθεια δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν όσα πραγματοποιήθηκαν: τους ιερείς, τους υπαλλήλους και συνεργάτες της Μητροπόλεως αλλά και όλο τον κόσμο που μας άνοιξε την καρδιά του.

Το αν κάναμε πολλά ή λίγα, δεν ανήκει σ' εμάς να το αξιολογήσουμε. Λέω μόνο πως ό,τι έγινε κι ό,τι γίνεται, γίνεται πάντοτε με φιλότιμο και αγαθή πρόθεση, εν τω μέτρω των δυνάμεών μας. Και αν οι δικές μας δυνάμεις ενίοτε δεν επαρκούν, «δυνατός δε ο Θεός πάσαν χάριν περισσεύσαι εις υμάς» (2 Κορ 9, 8), όπως λέγει ο Απόστολος των Εθνών.

Από την παρελθούσα δεκαετία, θα σταθώ μόνο σε ένα θέμα που θεωρώ σημαντικό, το οποίο εμπεδώθηκε στο χώρο της μητροπολιτικής μας περιφέρειας και μας γεμίζει με πατρική χαρά. Είναι το γεγονός ότι στα λίγα αυτά χρόνια πείσθηκε ο κόσμος μας να πλησιάσει τη Θεία Κοινωνία, να κοινωνά συχνά των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων. Από μόνο του, το γεγονός αυτό είναι τεραστίων διαστάσεων, αφού Εκκλησία σημαίνει κυρίως μετοχή στην Ευχαριστία. Και όσο μετέχουμε στην Ευχαριστία, τόσο ανοιγόμαστε στον Χριστό και τόσο τον εισάγουμε στη ζωή μας, στα χωριά, στις πόλεις μας, στην καθημερινότητά μας.

Σήμερα, όμως, δεν θα ήθελα να αναφερθώ σ' αυτά που έγιναν. Θα ήθελα απλά να μοιραστώ μαζί σας λίγες σκέψεις για τα χρόνια που έρχονται. Σε ποιους δρόμους θα πρέπει να βαδίσουμε; Τι θα προσέξουμε και τι θ' αφήσουμε κατά μέρος;

Εννοείται, βέβαια, ότι θα συνεχίσουν στις ίδιες κατευθύνσεις όλα τα έργα που δρομολογήθηκαν τα περασμένα χρόνια και αφορούν το χρέος μας απέναντι στην παράδοση, την ιστορία και την ζωντανή ταυτότητα της περιφέρειάς μας. Όμως, οι καιροί που έρχονται μάς καλούν, προβάλλοντας νέες προκλήσεις και ανάγκες, απαιτώντας την προσοχή και την ενέργειά μας.

Ένας από τους πρώτους στόχους, που πάντα ήταν στην καρδιά όλων μας, και μοιάζει να αναδύεται όλο και πιο επιτακτικά σήμερα μπροστά μας είναι (και θα το πω έτσι απλά): να πάμε στη Μόρφου. Τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι χρόνια επιστροφής, χρόνια ενοποίησης της μοιρασμένης για τόσες δεκαετίες περιφέρειάς μας και αποκατάστασής της στα όρια που όρισε ο πρώτος της επίσκοπος Άγιος Αυξίβιος. Ξέρω πως αυτός ο στόχος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από άλλους, πολιτικούς, στρατιωτικούς και γενικά από παράγοντες και συγκυρίες που είναι πέραν της δικής μας θελήσεως. Όμως έχουμε κι εμείς χρέος να πράξουμε εκείνο που μας αναλογεί. Και τι μας αναλογεί; Να σκεφτόμαστε και να πράττουμε ορθόδοξα, προετοιμάζοντας μέσα μας τους δρόμους της ειρήνης και της ειρηνικής συνυπάρξεως. Αν έτσι εργαστούμε, θα προλειάνουμε κι εμείς τους δρόμους που θα φέρουν την ειρήνη, τη συνύπαρξη, την επιστροφή. Ελπίζουμε οι λειτουργίες που άρχισαν στον Άγιο Μάμα όχι μόνο να έχουν καλή συνέχεια, αλλά να είναι η απαρχή για να αποκατασταθούν και να ξαναλειτουργήσουν όλες οι κατεχόμενες εκκλησιές μας.

Ένας άλλος στόχος, που είναι αλληλένδετος με την οικοδόμηση, επιδιόρθωση ή εξωραϊσμό ιερών ναών που όλ' αυτά τα χρόνια επιτελούνται σ' όλη την μητροπολιτική μας περιφέρεια, είναι η δημιουργία, τουλάχιστον σε κάθε ενοριακό ναό, ενός χώρου συνεύρεσης, ενός ενοριακού «αρχονταρικίου», αν μπορώ να το ονομάσω έτσι. Επειδή έχουμε δει ότι ο θεσμός αυτός λειτουργεί με πολύ καλά αποτελέσματα στις ιερές μονές μας, ξεκουράζοντας τον κόσμο και ξαναζωντανεύοντας τις απλές χαρές της κοινωνικής συνεύρεσης, πιστεύουμε ότι επιβάλλεται η επέκτασή του και στους ενοριακούς ναούς. Εκεί ο κόσμος θα μπορεί, μετά τη θεία λειτουργία να πάρει έναν καφέ συναντώντας τους αδελφούς και κατ' αυτό τον τρόπο θα γίνεται μια προέκταση της ευχαριστιακής συνάξεως. Ο χώρος αυτός θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για σκοπούς κατήχησης και γενικά για εκδηλώσεις της ενορίας.

Για να γίνονται όμως όλα αυτά, η πρώτη ανάγκη στην οποία πρέπει να ανταποκριθούμε τα επόμενα χρόνια, είναι η διασφάλιση της συνέχειας του ιερατικού λειτουργήματος. Στα χρόνια που έρχονται, χρειαζόμαστε ιερείς αφοσιωμένους στη διακονία του λαού του Θεού, οι οποίοι θα συνεχίσουν το έργο του σημερινού κλήρου. Η ανάγκη αυτή θα βαίνει ολοένα αυξανόμενη, ειδικά αν ευδοκήσει ο Θεός να δούμε μια λύση του κυπριακού με επιστροφή μας στις πατρογονικές εστίες. Γι' αυτό, απευθύνω ιδιαίτερη παράκληση και προτροπή προς τους ιερείς μας, να μην παραλείπουν να μεριμνούν για τη διαδοχή τους, για τη συνέχιση της κλήσεως και στην επόμενη γενεά. Είναι ένα χρέος που βαρύνει όχι μόνο τον επίσκοπο, αλλά και τους πνευματικούς και τον κάθε ιερέα ξεχωριστά.

Είναι αμαρτία να μην ενδιαφερόμαστε για τη διαδοχή μας. Το ίδιο ισχύει και για τους ιεροψάλτες. Θα πρέπει τόσο οι ίδιοι, αλλά και κυρίως οι ιερείς, να φροντίζουν και για το τι μέλλει γενέσθαι στο ψαλτήρι τα επόμενα χρόνια. Όχι μόνο πρέπει να βρούμε κάποιους για να συνεχίσουν, αλλά, αν είναι δυνατόν, να βρούμε και καλύτερους. Θα πρέπει λοιπόν οι ιερείς να εντοπίζουν από μικρή ηλικία όσους έχουν ταλέντο και να τους καθοδηγούν προς τη σχολή της Μητροπόλεως, η οποία, με τη φροντίδα του ψάλτη μας του Μάριου Αντωνίου, μπορεί να αξιοποιήσει αυτά τα ταλέντα προσθέτοντας στο φυσικό τους χάρισμα τη γνώση και την τεχνική.

Πέρα απ' αυτά, όταν σκέφτομαι τα επόμενα χρόνια, η σκέψη μου πηγαίνει ακόμα στους νέους μας και όλως ιδιαιτέρως στις νέες οικογένειες. Στους σημερινούς νέους έλαχε μια εποχή που είναι πιο πολύπλοκη και πιο δύσκολη από περασμένες εποχές. Ή, εν πάση περιπτώσει, με διαφορετικού είδους δυσκολίες και πολυπλοκότητες, οι οποίες, στους καιρούς που έρχονται, θα ενταθούν σίγουρα περισσότερο. Προς αυτή την κατεύθυνση θα λοιπόν πρέπει να στραφεί η ποιμαντική μας φροντίδα.

Βέβαια οι νέοι όλων των ηλικιών είναι ήδη στο επίκεντρο της φροντίδας μας, όπως φαίνεται από τις εξομολογήσεις που γίνονται στα σχολεία, τα σχολικά παρεκκλήσια που ανεγείραμε -τα οποία έγιναν καλό παράδειγμα που μιμήθηκαν και άλλες μητροπόλεις- και τις νεανικές κατασκηνώσεις της Μητρόπολής μας. Ωστόσο πρέπει να καταβάλουμε μια όλως ιδιαίτερη προσπάθεια που να στοχεύει τις νέες οικογένειες. Η ευχαριστιακή σύναξη πρέπει να ανανεωθεί με νέα μέλη, πρέπει να διασφαλίσουμε τη συνέχεια της μέσα στο χρόνο, με την ένταξη της νέας οικογένειας στους κόλπους της. Και αν η νέα οικογένεια συνδεθεί με την ευχαριστία, αν όλα τα μέλη της ενώνονται μεταξύ τους με το Άγιο Σώμα και το Άγιο Αίμα του Χριστού, τότε θα μπορεί πράγματι να ονομαστεί οικογένεια και θα μπορεί να σταθεί μέσα στους κλυδωνισμούς του κόσμου. Και τα παιδιά αυτής της οικογένειας, που μεταξύ 14 και 24 ετών θα περάσουν σίγουρα τις αμφισβητήσεις και τις περιπέτειές τους, θα μπορούν να νοιώθουν ότι έχουν πάντα μια σταθερή βάση για να επιστρέψουν. Είναι αναγκαίο λοιπόν να δώσουμε στα νέα ζευγάρια να καταλάβουν ότι δεν υπάρχει ισχυρότερο στήριγμα για το γάμο τους και για την πρόοδο των παιδιών τους από τη μετοχή τους στα μυστήρια της Εκκλησίας.

Λέγοντας αυτά, δεν θα ήθελα να παρεξηγηθώ ότι επιθυμώ είναι να λειτουργήσει η Εκκλησία σαν ένα κέντρο νεότητας υποκαθιστώντας άλλους κοινωνικούς θεσμούς. Κάθε άλλο. Μάλιστα πιστεύω ότι δεν χρειάζονται ούτε πολλά λόγια, ούτε πολλές μέριμνες για να οργανώσουμε κάποιο στρατη- γικό σχέδιο ώστε να κατευθύνουμε τα πράγματα κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο. Χρειάζεται μονάχα μια καλή ανησυχία, μια πνευματική έγνοια από μέρους όλων μας και ιδιαίτερα του κλήρου, προς την κατεύθυνση των νέων οικογενειών, μια συνεχής και απλή παρουσία των ιερέων μέσα στην καθημερινότητα των κοινοτήτων μας. Όταν εμείς δίνουμε με την παρουσία μας και τον απλό μας λόγο τη μαρτυρία της ελπίδας και της χαράς της Αναστάσεως, οι άνθρωποι γύρω μας δεν μπορούν να μείνουν αδιάφοροι, γιατί ακριβώς αυτά είναι που ζητούν κι αυτά είναι που δεν μπορεί να τους δώσει ο κόσμος.

Κι όπως όλοι γνωρίζουμε, οι σημερινοί νέοι, όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στα χωριά, δοκιμάζουν τα όρια του κόσμου, ελπίζοντας κατά βάθος πως θα τους δώσει την ελπίδα και τη χαρά. Κι όταν τελικά δεν τα βρίσκουν -αφού ο κόσμος από μόνος του δεν έχει τίποτε να δώσει- τότε επέρχεται η απογοήτευση και η απόγνωση. Τότε είναι και η ώρα της Εκκλησίας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πρέπει να είμαστε κι εμείς εκεί. Για να δείξουμε στους νέους ανθρώπους, όχι με πολλά λόγια αλλά με τη ζωή μας, ότι η Εκκλησία έχει να τους δώσει κάτι που δεν μπορούν να τους δώσουν τα κέντρα νεότητος και τα κοινωνικά προγράμματα του κόσμου, όσο καλοπροαίρετα κι αν είναι: η Εκκλησία δίνει στον άνθρωπο ένα τρόπο για να μην πεθάνει. Τίποτε λιγότερο. Αυτό δίνει η Εκκλησία: τη νίκη επί του θανάτου, δια της μετοχής στην Ανάσταση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Παρακαλώ όλους λοιπόν, «έκαστος καθώς προαιρείται τη καρδία, μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης» (2 Κορ 9, 7) να δώσουμε τη μαρτυρία μας και να σταθούμε στην πίστη και στην ελπίδα που παραλάβαμε από τους Αγίους Αποστόλους και την οποία διαφύλαξαν με θυσίες και αίμα οι πρόγονοί μας. Η Εκκλησία κράτησε την Κύπρο σε εποχές πολύ πιο δύσκολες από αυτή. Και θα την κρατήσει και στα χρόνια που έρχονται.

Ευχαριστώ και πάλιν όλους για την αγάπη σας, και εύχομαι όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός χαρίζει στον καθένα σας τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος, την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, τήν μακροθυμία, τήν χρηστότητα, τήν αγαθοσύνη, τήν πίστη (Γλ5,22).

*Ομιλία Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου επι τη δεκαετία της αρχιερατείας του -13 Σεπτεμβρίου 2008-