Η βυζαντινή Κύπρος Εκτύπωση

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Φαίνεται πως τις περισσότερες φορές η ιστορία αρνείται να ακολουθήσει τη χρονολογία. Κι η πραγματικότητα δεν λαμβάνει και πολύ υπ' όψη τους σελιδοδείχτες που βάζει ο ιστορικός.

Έτσι, χρονολογικά μιλώντας, η Κύπρος υπήρξε «βυζαντινή», δηλαδή μέρος της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον καιρό που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας και Άγιος Κωνσταντίνος, μετέφερε, στα 330 μ.Χ., την πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους στο Βόσπορο, ιδρύοντας τη Nova Roma ή Νέα Ρώμη, μέχρι και το 1191, όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος απέκοψε με το ξίφος του το νησί από τον ρωμαϊκό κορμό. Αν, όμως δούμε την ιστορία από άλλη σκοπιά, από τη σκοπιά των συλλογικών προσανατολισμών, από την σκοπιά των οραμάτων για τον κόσμο, από την σκοπιά των νοοτροπιών και του ήθους του ανωνύμου πλήθους, τότε η βυζαντινή Κύπρος δεν περιορίζεται στο διάστημα που ορίζουν οι δύο αυτές ημερομηνίες. Υπ' αυτή την έννοια, μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει, ότι η βυζαντινή Κύπρος συνεχίζεται μέχρι σήμερα.

 

Αν κοιτάξουμε για λίγο το παρελθόν μέσα από την ιστορία, ειδικά της Κύπρου, μας μένει η εντύπωση πως η ιστορία μοιάζει περίπου με τη θάλασσα. Ή, για την ακρίβεια, με μια αφήγηση για την θάλασσα. Κι αφού είν' αδύνατο να εξαντλήσεις τη θάλασσα, όπως λέει κι ο ποιητής, ο καθένας διαλέγει με ποιο τρόπο θα πλέξει τη θαλασσινή του αφήγηση. Η ιστορία που μάθαμε στο γυμνάσιο, για παράδειγμα, προτιμούσε να περιγράφει μόνο τα μεγάλα κύματα, αυτά που ταλαιπωρούν την επιφάνεια: πολέμους, κατακτήσεις, επαναστάσεις· ή τους δράκοντες της θαλάσσης: εξουσιαστές και πολέμαρχους. Όμως ο πλούτος της θαλάσσης είναι ανεξιχνίαστος, το τι μπορεί να δει κανείς δεν έχει όρια. Υπάρχουν υπόγεια ρεύματα, μυστικές σπηλιές, απύθμενα βάθη, συνεχείς εναλλαγές φουρτούνας και νηνεμίας, φιλόξενες ακρογιαλιές...

Αρχίζω λοιπόν την δική μου αφήγηση με τον Ιχθύν των πρωτοχριστιανικών συμβολισμών, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Τον Οποίον, έχοντας επιλέξει ως το «όντως εφετόν», η βυζαντινή πολιτεία έβαλε στόχο την ομοίωση μαζί Του. Έθεσε δηλαδή την αγιότητα ως ιδεώδες της -γεγονός που υπογραμμίζουν σήμερα ακόμα και ιστορικοί που δεν δέχονται το ουσιαστικό περιεχόμενο της αγιότητας.

Η επιλογή αυτή, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η βυζαντινή πολιτεία πορευόταν ακλινώς προς το ποθούμενο, ή ότι δεν είχε και πλευρές που το αντιστρατεύονταν. Κάθε άλλο. Ωστόσο, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι το λεγόμενο «Βυζάντιο», ως επίγειος πολιτεία, είχε το βλέμμα στραμμένο πρωτίστως προς την ουράνια πολιτεία. Σ' αυτήν απέβλεπε και από αυτήν αναζητούσε την νομιμοποίηση. Και τα όσα πέτυχε μέσα στην ιστορία, τέχνες, γράμματα, κρατικές λειτουργίες, δεν είναι κατανοητά αν δεν ειδωθούν υπό το φως της προσήλωσής της στην αγιότητα.

Αυτή η καθοδηγητική γραμμή, που εκβάλλει στο επέκεινα, διατρέχει, από το 45 μ.Χ., και την ιστορία της Κύπρου. Ήδη επί παλαιάς Ρώμης, πριν ακόμα την ίδρυση της Ρωμανίας, η Εκκλησία της Κύπρου οικοδομούμενη πάνω σ' ένα μαρτύριο, αυτό του θεμελιωτή της Αποστόλου Βαρνάβα, εισάγει την Κύπρο στον κόσμο των βυζαντινών πραγματικοτήτων. Στο μεταξύ, η παλιά Ρώμη άλλαξε κι έγινε Nova Roma· ύστερα, από Nova Roma έγινε Κωνσταντινούπολις και, εντέλει, από Κωνσταντινούπολις κατέληξε Istambul. Όμως η Εκκλησία της Κύπρου είναι ακόμα εδώ.

Τι είναι, λοιπόν, πιο σημαντικό; το τι σκέφτονταν ο Ριχάρδος κι ο Ισαάκιος τη στιγμή που βύθισαν το νησί στο αίμα για τα μάτια μιας Βερεγγάριας; ή το πώς βίωναν εκείνη την ιστορική καταιγίδα οι ανώνυμοι Κύπριοι που ζούσαν βυθισμένοι στη λάσπη; Ποιος κρατούσε την τύχη του νησιού στα χέρια του; Οι πολέμαρχοι που πρωτοστατούσαν στη δράση; ή ένας άγιος εντελώς ακίνητος, όπως ο Νεόφυτος ο Έγκλειστος, που χωρίς να 'χει βγει ποτέ από τη σπηλιά του έγινε φωνή του λαού του και φώτιζε με το λόγο του τα κοκορέματα του Ριχάρδου και του Ισαάκιου και όχι μόνον;

Από τη σκοπιά της «επίσημης», λοιπόν, της «μεγάλης» ιστορίας, η τύχη της Κύπρου καθορίζεται από τη γεωγραφική της θέση και τις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες στον περίγυρό της. Όμως, από τη σκοπιά της «άδηλης», της «υπόγειας», της «μικρής» ιστορίας, εκείνο που καθορίζει την τύχη της είναι ένα διαχρονικό υπέδαφος, ένα αμετάβλητο υπόστρωμα που αφορά το ήθος, το ύφος, τη νοοτροπία των Κυπρίων μέσα από τους αιώνες.

Μπορεί λοιπόν η «επίσημη» ιστορία να φέρνει πλήθος «σκαιών», όπως γράφει ο Άγιος Νεόφυτος: μαζικές μετοικεσίες, όπως αυτή του 7ου αιώνα στην Νέα Ιουστινιανούπολη, αραβικές επιδρομές για τρεις αιώνες από τον 7ο ώς τον 10ο, Λατινοκρατία από τον 12ο, Τουρκοκρατία από τον 16ο, Αγγλοκρατία από τον 19ο και σήμερα, ακόμα, τουρκική εισβολή και κατοχή, ή ακόμα, την μήνιν της φύσεως που ξεσπά πάνω στο νησί με ισοπεδωτικούς σεισμούς, όπως στον 4ο αιώνα, με συνεχείς ανομβρίες, με επελάσεις ακρίδων, με λοιμούς· μπορεί η γεωγραφία να απαιτεί από το νησί να λειτουργήσει ως όριο-εσχατιά  (όριο της Ορθοδοξίας απέναντι στις αιρέσεις της Ανατολής, όριο του Χριστιανισμού απέναντι στο Ισλάμ, χώρος συνάντησης Ελληνισμού και Χριστιανισμού, παλαίστρα όπου συγκρούονται η χριστιανική με την μουσουλμανική Ανατολή, η παπική Δύση με την ορθόδοξη Ανατολή...) αλλά ταυτόχρονα και ως σταυροδρόμι-κέντρο (μεταξύ Αλεξάνδρειας και Κωνσταντινούπολης, αλλά και μεταξύ Αντιόχειας και Αλεξάνδρειας, κόμβος για το ενετικό εμπόριο της Δύσης με την Ανατολή, πολύτιμος ενδιάμεσος σταθμός ανεφοδιασμού για τους Σταυροφόρους καθ' οδόν προς τα Ιεροσόλυμα, ή προσφάτως, ένα φυσικό αεροπλανοφόρο για έλεγχο της Μέσης Ανατολής και των πετρελαίων...)· παρ' όλ' αυτά, όμως, σε όρους της άλλης, της «μικρής» ιστορίας, ο κόσμος της Κύπρου απέναντι σ' όλα αυτά τα «σκαιά», αντιπαρατάσσει την αγιότητα· Μπροστά στις φυσικές καταστροφές καταφεύγει στα θαύματα· και ενάντια στις λαβές φυσικής γεωγραφίας, επιστρατεύει μια άλλη γεωγραφία, πνευματική, την οικουμενικότητα και τη συνοδικότητα της Εκκλησίας.

Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, λοιπόν, (που εκτείνεται από το 330 μέχρι το 699, έτος επιστροφής του Αρχιεπισκόπου Κύπρου από την Νέα Ιουστινιανούπολη), μια εποχή ακτινοβολίας και εξωστρέφειας για την Κύπρο, οι Κύπριοι εναποθέτουν την ύπαρξη τους σε αγίους επισκόπους και ποιμένες. Μέγιστος μεταξύ αυτών ο Άγιος Επιφάνιος, που υπήρξε το ορόσημο μεταξύ 3ου και 4ου αιώνος, αλλά και ο θεμελιωτής του κυπριακού αυτοκεφάλου, πριν αυτό επικυρωθεί, το 431, από την εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η αγιότητα, στη φάση αυτή ταυτίζεται με τον Επίσκοπο-ποιμένα: οι Άγιοι Επίσκοποι Ηρακλείδιος, Αυξίβιος, Σπυρίδων, Τύχων, Φίλων, Συνέσιος, Ιωάννης ο Ελεήμων, δίνουν τον τόνο των πρώτων αιώνων. Οι λαμπρές βασιλικές, τα βαπτιστήρια και οι δημόσιες τελετές, φανερώνουν μια αργή και δημιουργική πρόσληψη του αρχαιοελληνικού στοιχείου από την Εκκλησία.

Αλλά και στη μακρά περίοδο ανασφάλειας και αποσταθεροποίησης του μεσογειακού κόσμου που ακολούθησε, στη λεγόμενη μεσοβυζαντινή περίοδο (από το 700 μέχρι 965), όπου ανεβαίνει δυναμικά στον αφρό της επιφάνειας το Ισλάμ και η Κύπρος μετατρέπεται σε κυματοθραύστη των αραβικών επιδρομών, ο ορθόδοξος λαός της θέτει ως πρότυπα τους μοναχούς-αγίους. Γαντζωμένη πάνω στη χάρη των αγίων αυτών, η νήσος γίνεται καταφύγιο για κάθε λογής πρόσφυγες και κυνηγημένους. Μεταξύ αυτών οι λεγόμενοι Αλαμάνοι άγιοι, που πλούτισαν πνευματικά το νησί, αλλά και πολλοί μονοφυσίτες και άλλοι αιρετικοί, τους οποίους η Εκκλησία της Κύπρου παλεύει να αφομοιώσει. Καταφύγιο διωκομένων ανθρώπων και εικόνων, γίνεται η Κύπρος και κατά τη διάρκεια της εικονομαχίας. Αλλά και πολλών λειψάνων, όπως του Αγίου Μάμα, των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, του Αγίου Ερμογένη στο Κούριο ή, το 13ο αιώνα, από τα μέρη της Συρίας, των λειψάνων των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης. Στην περίοδο αυτή η Κύπρος καθορίζεται πνευματικά από το ευρύτερο περιβάλλον της Μικράς Ασίας και της Συροπαλαιστίνης. Η παραζάλη των καιρών αντανακλάται και στο μέγεθος των ναών το οποίο σαφώς ελαττούται στα χρόνια αυτά, στην αγιογράφησή τους, που είναι, κατά κάποιον τρόπο, κίνηση εσωστρέφειας, και στο γεγονός ότι οι ναοί αυτοί κατά κανόνα δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν από τη λαίλαπα της εποχής.

Μετά από τους μοναχούς αγίους, φτάνει η εποχή των καβαλάρηδων στρατιωτικών αγίων και του Διγενή Ακρίτα, η λεγόμενη υστεροβυζαντινή περίοδος (από το 965 μέχρι το 1191). Κι ενώ το τέλος της αυτοκρατορίας είναι εγγύς,  η Κύπρος γνωρίζει μια πνευματική άνοιξη, κατά τον 11ο και 12ον αιώνα, με πλήθος αγίους, με θαύματα, αλλά και μια λατρευτική τέχνη που υψώνεται σε απαράμιλλα ύψη και γίνεται τέχνη οικουμενική. Προτίμηση της εποχής οι ωραίες μοναστικές εκκλησίες. Είναι αρκετό να δει κανείς την Παναγία του Άρακα, ή της Ασίνου, το ναό του Αντιφωνητή, για να καταλάβει αυτή την κορύφωση. Δεν θα ήταν, δε, υπερβολή να λέγαμε πως ο 12ος αιώνας εμπέδωσε διαπαντός το βυζαντινό πρόσωπο της Κύπρου, τροφοδοτώντας την μέχρι σήμερα με μια βυζαντινή αίσθηση των πραγμάτων.

Στα 1191 κρίνεται η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, όπως θα λέγαμε σήμερα. Κι αρχίζει, με τη Φραγκοκρατία, ένας κατωφερής δρόμος εξανδραποδισμού, σκλαβιάς και θανάτου. Που συνεχίζεται κατόπιν στην Τουρκοκρατία και στην Αγγλοκρατία. Με τη Λατινοκρατία, μπορούμε να πούμε ότι, για πρώτη φορά η «μεγάλη» ιστορία επιχειρεί, τόσο συστηματικά, να αλώσει τη «μικρή» ιστορία της Κύπρου.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι απειλές και καταστροφές που αντιμετώπισε το νησί, όπως για παράδειγμα οι αραβικές επιδρομές, παρέμεναν στο επίπεδο της «μεγάλης» ιστορίας. Οι Σαρακηνοί έσπερναν κατά καιρούς τον όλεθρο,  ωστόσο δεν κατάφερναν να αλλοιώσουν το φρόνημα και το ήθος του λαού, δεν μπόρεσαν να νοθεύσουν την ορθοδοξία του. Στη Λατινοκρατία, όμως, ο στόχος δεν ήταν μονάχα η λεηλασία της Κύπρου αλλά και η αλλαγή του προσώπου της. Και πάλι ο Έγκλειστος Άγιος της Πάφου προείδε διορατικά τον μεγάλο κίνδυνο.

Από τον 12ο μέχρι τον 16ο αιώνα, εκτός από τη φυσική αποψίλωση του νησιού, η Λατινοκρατία επεχείρησε και την πνευματική του εξόντωση. Με κέλευσμα του Πάπα Κελεστίνου Γ΄ αξίωσε την υπαγωγή του Αρχιεπίσκοπου της Κύπρου στον Λατίνο μητροπολίτη Λευκωσίας· κατάργησε δέκα από τις δεκατέσσερις επισκοπές που υπήρχαν για να ακρωτηριάσει τη συνοδικότητα της Εκκλησίας· προέβαλε εγκάθετους Ουνίτες Επισκόπους για να εξοστρακίσει τους ορθόδοξους ποιμένες (όπως για παράδειγμα τον Άγιο Θεοφάνη, Επίσκοπο Σολίας, ο οποίος παραιτείται της Επισκοπής του και ασκητεύει στο Μοναστήρι του Μέσα Ποταμού κερδίζοντας εκεί την αγιότητα)· πήρε ορθόδοξες εκκλησίες και τις μετέτρεψε σε λατινικές ή έκτισε λατινικά παρεκκλήσια μέσα σε ορθόδοξους ναούς, όπως στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή· έβαλε τα οικόσημά της προκλητικά σε ορθόδοξα εικονοστάσια. Το κυριότερο, όμως, ήταν ότι με τη μεταφύτευση του φεουδαρχικού συστήματος στο νησί, οι Κύπριοι, στα μάτια της ιστορίας, μετατρέπονται από πρόσωπα σε πράγματα, «res». Αποτελούν πλέον μέρος της κινητής περιουσίας των Φράγκων ευγενών, όπως τα έπιπλα και τα ζώα.

Η μεγάλη αναμέτρηση των δύο κόσμων, έμελλε να γίνει στα 1231, δηλαδή 40 χρόνια μετά την έλευση του Ριχάρδου, με το μαρτύριο των δεκατριών μοναχών της Καντάρας (για την ακρίβεια των 11 της Καντάρας και των 2 του Μαχαιρά), των Αγίων Ομολογητών. Με δόρυ του τον ησυχαστικό μοναχισμό, ο λαός των σκλάβων πλέον Ορθοδόξων, αναμετριέται με τον Γολιάθ της Φραγκοκρατίας.  Η απάντηση που δίνει ο Άγιος Κόνων, ηγούμενος της Καντάρας, στον παπικό Λεγάτο Ανδρέα, όταν εκείνος τον ρωτά πώς τελούν τη Λειτουργία, είναι μια απάντηση που όχι μόνο προδιαγράφει το μαρτύριο των Δεκατριών, αλλά κρίνει και την έκβαση μιας τιτάνιας σύγκρουσης πολιτισμών: «Πατροπαραδότως. Όπως παραλάβαμε από τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Αποστολικούς πατέρες».

Λόγος που δίνει το μέτρο της αντοχής του κόσμου της Κύπρου, αλλά και που ορίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτή η κοινωνία προχωρά: όχι με βάση τα κελεύσματα του κόσμου, της «μεγάλης» ιστορίας, αλλά με κριτήριο την αλήθεια, όπως την παρέλαβε από τις Οικουμενικές Συνόδους και τους Αποστολικούς πατέρες. Είναι σημαντικό να κάνει κάποιος μια αντιπαραβολή της κατάστασης της Κύπρου με τις γειτονικές περιοχές, μεταξύ 12ου και 16ου αιώνα. Αυτό που ονομάσαμε «μέτρο αντοχής» φαίνεται από το γεγονός ότι στην απίστευτα σκοτεινή αυτή περίοδο, η Κύπρος κατάφερε να διατηρήσει αλώβητα τα δύο ουσιώδη στοιχεία της ταυτότητάς της: την αποστολική πίστη και την ελληνική γλώσσα. Ενώ αν κοιτάξει κανείς τις περιοχές στον περίγυρο της Κύπρου, στη Μέση Ανατολή, τη Μικρά Ασία και τη Βόρειο Αφρική, διαπιστώνει ότι στην περίοδο αυτή άλλες περιοχές της πάλαι ποτέ Ρωμανίας έχασαν την πίστη, άλλες τη γλώσσα και άλλες και τα δύο. Αρκετές γειτονικές Εκκλησίες χάνουν τα Ελληνικά και γίνονται αραβόφωνες. Τεράστιοι ορθόδοξοι πληθυσμοί χάνουν και γλώσσα και πίστη και γίνονται μαζικά Μαρωνίτες, Ουνίτες, ή Μωαμεθανοί.

Χαρακτηριστικές του λαϊκού αισθήματος, αλλά και της κατάστασης, που επικράτησαν αυτή την περίοδο είναι δυο τοιχογραφίες από την περιοχή του Τροόδους. Η πρώτη, στην Παναγία του Μουτουλά, του τέλους του 13ου αιώνα, παριστάνει τον Άγιο Γεώργιο Δρακοντοκτόνο, μόνο που στη θέση του δράκοντα υπάρχει ένας δρακοντοειδής Φράγκος Σταυροφόρος. Η δεύτερη, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, στο λεγόμενο «λατινικό παρεκκλήσι»,  παριστάνει την Παναγία να κρατεί τον Χριστό, ο οποίος κοιτάζει φοβισμένος τους εξ αριστερών ορθόδοξους μοναχούς, ενώ η ίδια η Παναγία τείνει χείρα προτιμήσεως προς τους Ουνίτες, Λατίνους αρχιερείς και ιερείς που εικονίζονται στα δεξιά της. Οι δύο αυτές τοιχογραφίες, αποκρυσταλλώνουν τα ήθη και την κατάσταση της εποχής, δείχνοντας το θανάσιμο εναγκαλισμό των δύο πολιτισμών.

Στην περίοδο της Φραγκοκρατίας, λοιπόν, η Κύπρος γνωρίζει τον ευρωπαϊκό κόσμο «εκ των έσω», γίνεται κατά κάποιο τρόπο αναπόσπαστο μέρος του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Και καταφέρνοντας να εξέλθει ζωντανή από το θανάσιμο πολιτισμικό εναγκαλισμό με τη Δύση, πλουτίζεται, «υπόγεια» πάντα, με μια εμπειρία και μια μνήμη, που σήμερα μπορούν να τη βοηθήσουν να παραμένει ακέραια ευρωπαϊκή, χωρίς να χάνει την ταυτότητά της.

Ωστόσο, οι «υπό των Λατίνων καέντες» Ομολογητές, γίνονται λαμπάδες που φωτίζουν τους μετέπειτα σκοτεινούς αιώνες. Την ίδια περίπου απάντηση του Αγίου Κόνωνος, έδωσαν μετά από αυτόν και όλοι οι αναρίθμητοι μάρτυρες της Φραγκοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, πραγματώνοντας με το μαρτύριό τους αυτό που ονομάσαμε ιδεώδες της βυζαντινής πολιτείας και φέρνοντας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος στην ρημαγμένη εποχή τους.

Ο τονισμός του μαρτυρίου μέσα από την ιστορία, δημιουργεί ενίοτε παρεξηγήσεις στο μυαλό όσων δεν σκέφτονται ορθόδοξα. «Γιατί να εκθειάζουμε το ιστορικό σκότος και την παρακμή;», λένε. Μα δεν εκθειάζουμε τα ιστορικά δεινά της Κύπρου, ούτε και ετέθη ποτέ θέμα επιλογής. Δεν επέλεξαν οι Κύπριοι τους σφαγείς και τους κατακτητές τους, εκείνοι επέλεξαν την Κύπρο. Από 'κεί και πέρα, ο λαός έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτό το κακό και η Εκκλησία τού έδωσε έναν τρόπο.

Και πάλιν, όμως, δεν υπονοούμε ότι αυτός ο τρόπος ήταν καθολικά αποδεκτός. Δεν ήσαν όλοι οι Κύπριοι μάρτυρες ή άγιοι. Η μακραίωνη αυτή ιστορία, που μοιάζει με θάλασσα, δεν είναι μόνο ιστορία αγιότητας, αλλά και αμαρτίας, πτώσης, αδυναμίας. Η Κύπρος, επειδή ακριβώς ήταν βυζαντινή, δεν πίστεψε ποτέ στο άσπρο ή στο μαύρο, αλλά στις εφικτές αποχρώσεις του γκρίζου. Και ο ρεαλισμός αυτός, αντανακλάται στα περίφημα γαιώδη χρώματα που τόσο αγάπησε η τέχνη της. Και ενώ ανεδείκνυε αγίους ανθρώπους, την ίδια στιγμή έβριθε άλλων που ήσαν παντελώς ανάξιοι των περιστάσεων.

Το διαχρονικό, ωστόσο, εκείνο που καθιστά την Κύπρο βυζαντινή ακόμα και σήμερα, στην εποχή που, από τη σκοπιά της «μεγάλης» ιστορίας, ανήκει πια στην πολυθρησκευτική και πολυσυλλεκτική Ευρώπη, δεν έγκειται στο κατά πόσον πέτυχε ή δεν πέτυχε το ιδεώδες της, την αγιότητα. Αλλά σε μια σταθερή επίγνωση της ασθένειας της, συνοδευόμενη από μια αταλάντευτη πίστη στη δυνατότητα θεραπείας.

Αρρώστια και ελπίδα ίασης: αυτή είναι η ιστορία της Κύπρου. Γι' αυτό, παρά τα χάσματα, τα σκαμπανεβάσματα, τις συγκοπές, όλους αυτούς τους αιώνες, βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο, στο ίδιο κλίμα. Με την απλή πίστη των ανθρώπων, με την ίδια ελληνική λαλιά, με την αποφυγή των άκρων, την αγάπη των αγίων, το ιλαρό ήθος των Κυπρίων, την ίδια σταθερή αγάπη για τον Χριστό και τη Θεία Λειτουργία Του.