Πολιτιστικές σχέσεις Μικρά Ασίας – Κύπρου, με αφορμή τη μουσική Εκτύπωση

alt

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Για να αντιληφθούμε σήμερα επαρκώς ποιες ήταν οι σχέσεις Μικράς Ασίας - Κύπρου θα πρέπει απαραιτήτως να έχουμε μια στοιχειώδη γνώση του πολύ μεγάλου πολιτιστικού πλούτου που μας άφησε κληρονομιά η μικρασιάτικη γη και οι άνθρωποι της. Θα ήταν ανεύθυνο και επιπόλαιο να μιλούμε για μια τέτοια σημαντική περιοχή που έδωσε τόσα πολλά στον υπόλοιπο ελληνισμό, χωρίς να έχουμε συνειδητοποιήσει, έστω και λίγο, ότι μιλάμε για ένα κόσμο που τον περασμένο αιώνα είχε τέτοια ποιότητα ζωής, σε όλα τα επίπεδα, που δικαίως όλοι γοητεύονταν από αυτόν. 

Για να κατανοήσουμε το μέγεθος και τη δύναμη του μικρασιατικού πολιτισμού πριν την καταστροφή,  φτάνει να αναλογιστούμε ότι  το 1922 στη Μικρά Ασία λειτουργούσαν πέραν των 2000 σχολείων, υπήρχαν 5000 δάσκαλοι και περισσότερες από 2000 εκκλησίες ήσαν σπαρμένες στη Μικρασιατική γη. Μιλάμε δηλαδή για ένα περιβάλλον που όμοιο του δεν υπήρχε στον υπόλοιπο ελληνισμό, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.

Έχω δε  την αίσθηση ότι σήμερα ο πολιτισμός αυτός αν και δεν υφίσταται πια στη γη που τον γέννησε και θεωρητικά θα έπρεπε να μην μας απασχολεί μετά από τόσα χρόνια, εντούτοις ολοένα και ανακαλύπτεται από τους νέους ανθρώπους και προκαλεί το ενδιαφέρον σε ειδικούς και μη ειδικούς από όλον τον κόσμο.

Για την ύπαρξη αυτού του ενδιαφέροντος για τη Μικρά Ασία μπορεί να δοθούν ποικίλες  ερμηνείες και να αποτυπωθούν πολλές πειστικές απόψεις. Αλλά αισθάνομαι ότι ανεξαρτήτως από πού εκκινούν η κάθε μία από αυτές, στο τέλος συμφωνώντας καταλήγουν και πάλι στη χαρά, την πίστη και την ελπίδα που κομίζει ο πολιτισμός αυτός. Αρχή και τέλος είναι αυτό το ήθος το οποίο οι Μικρασιάτες ποτέ δεν εγκατέλειψαν, ακόμα και όταν βίαια ξεριζώθηκαν από την πατρίδα τους, και το οποίο μετέφεραν όπου και αν πήγαν. 

Αυτό το ήθος εύκολα μπορεί κάποιος να το αναγνωρίσει όταν έλθει σε επαφή με ένα μικρασιατικό τραγούδι. Αμέσως θα αντιληφθεί ότι δεν έχει να κάνει μόνο με ένα μουσικό ιδίωμα, αλλά με ανθρώπους ανοικτούς και φιλόξενους προς τον οιονδήποτε. Ανθρώπους που ζούσανε σε μια κοινωνία που δεν ήταν κλειστή στον εαυτό της, αλλά ανοικτή προς όλες τις κατευθύνσεις. Μια κοινωνία που ήθελε να επικοινωνεί και να δημιουργεί μαζί με τους υπόλοιπούς λαούς της Ανατολής και της Δύσης. Έναν κοσμοπολίτικο λαό που ήθελε να συνομιλεί με τις άλλες νοοτροπίες και κουλτούρες, αφομοιώνοντας τα καλά στοιχεία και διατηρώντας τα χαρακτηριστικά του. 

Αν θεωρήσουμε ότι σήμερα το ζητούμενο για πολλούς λαούς είναι ο κοσμοπολιτισμός, η πολυπολιτισμική και πολυπολιτιστική συμβίωση με άλλους λαούς, χωρίς καχυποψίες και ξενοφοβίες, για τους Μικρασιάτες αυτό το αίτημα ήταν ήδη εφαρμοσμένο, ιδιαιτέρως στις μεγάλες πόλεις της Μικράς Ασίας. Ποτέ δεν δίσταζαν να αφομοιώνουν οτιδήποτε θα τους έκανε πιο δημιουργικούς στη ζωή. Ούτε την Ανατολή φοβήθηκαν, ούτε τη Δύση. 

Ακόμα και όταν οι ιστορικές και πολιτικές συνθήκες ανάγκασαν αυτό τον υπέροχο λαό να προσφυγοποιηθεί και να ξεριζωθεί από τις πατρίδες του, αυτό το ήθος της πίστης και της ελπίδας δεν το εγκατέλειψαν, αλλά ως ορθόδοξοι χριστιανοί, τον πόνο που εισέπραξαν τον μεταποίησαν σε ζωή στις νέες τους πατρίδες, που πολλές φορές δεν ήταν και τόσο φιλόξενες. Κι όχι μόνο δεν τα έβαλαν κάτω μοιρολογώντας, αλλά προσαρμόστηκαν με τα νέα δεδομένα και κατάφεραν, μέσα σε λίγα χρόνια, να επιβάλουν το δικό τους πολιτισμό στη ζωή των νεοελλήνων, σε μεγάλο βαθμό.

Όσο μεγάλο ήταν το πείσμα των Μικρασιατών για ζωή, άλλη τόση ήταν και η προσπάθεια που κατεβάλλετο από διαφόρους για περιθωριοποίηση τους. Ο συγγραφέας Λαΐλος Καρακάσης (1885–1951), δημοσιεύει το 1948 στα «Μικρασιατικά Χρονικά» ένα κείμενο έρευνας για τη μικρασιάτικη μουσική με τον τίτλο «Λαϊκά τραγούδια της Σμύρνης», στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρει : «Θυμάστε ν’ ακούσατε από το ραδιοφωνικό μας σταθμό ένα πρόγραμμα Σμυρναίικης λαϊκής μουσικής; Εγώ τουλάχιστον όχι. Χάθηκε μια ώρα Σμύρνης από τα ραδιοφωνικά προγράμματα».

Πενήντα χρόνια μετά το ίδιο ερώτημα παραμένει επίκαιρο αν και σήμερα τα πράγματα είναι πολύ πιο ευνοϊκά και ο τρόπος συμπεριφοράς των νεοελλήνων έχει αλλάξει πολύ απέναντι στον πολιτισμό της Μικράς Ασίας. Εντούτοις παρά τη γοητεία που ασκεί σήμερα η μουσική της, η πλειονότητα των Ελλήνων διακατέχεται από άγνοια και αδιαφορία.

Γενεές παιδιών μεγάλωσαν και μεγαλώνουν χωρίς καν να γνωρίζουν ότι η Μικρά Ασία πριν την καταστροφή ήταν το μεγάλο χωνευτήρι της περιοχής, όπου συγχώνευε τα μουσικά ρεύματα της Ανατολής και της Δύσης. Όταν η Αθήνα ήταν μια μικρή ασήμαντη πόλη, η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη ήταν ήδη στη μεγαλύτερη τους μουσική ακμή.

Στην Πόλη ήδη έχουμε τη διαμόρφωση μιας λόγιας κλασικής ενόργανης βυζαντινής μουσικής και ψαλτικής, που προχωρεί παράλληλα με το αστικό και δημοτικό τραγούδι. Στη Σμύρνη διαμορφώνεται το σμυρναίικο ύφος, ένας συγκερασμός ευρωπαϊκού και δημοτικού τραγουδιού. Και τα υπόλοιπα παράλια τροφοδοτούν τα νησιά του Αιγαίου με ρυθμούς, μελωδίες και οργανοπαίκτες.

Δεκάδες κομπανίες και εστουδιαντίνες (μικρά σύνολα)  δημιουργούνται στη Σμύρνη, κάνοντας τη μουσική καθημερινό βίωμα για τον Μικρασιάτη. Ακόμα και την ώρα της προσφυγιάς, ξένοι ιστοριογράφοι αυτόπτες μάρτυρες περιγράφουν τους πρόσφυγες να χορεύουν και να τραγουδούν πάνω στα καράβια. Τόση δύναμη είχε και έχει ο μουσικός αυτός πολιτισμός, που όχι μόνο τρόμαζε τους Νεότουρκους του Κεμάλ, ο οποίος απαγόρευσε τους αμανέδες, αλλά και τους Νεοέλληνες.

Είναι χαρακτηριστικά τα πολλά άρθρα πουδημοσιεύονταν στις εφημερίδες της εποχής, όπου Έλληνες διαφωτιστές ζητούσαν καθαρότητα και εξαγνισμό της Ελλάδας από τους προσφυγικούς καημούς και τα «βρώμικα τους παρακλάδια», δηλαδή τα μικρασιάτικα τραγούδια.

Στην υπό καθεστώς Αγγλοκρατίας Κύπρο όλη η δραστηριότητα του κυπριακού λαού εξαντλείται στην αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, με αποτέλεσμα ο λαός να θεωρεί πάρεργο του βίου του την οποιαδήποτε πολιτιστική του δραστηριότητα, χάνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό την τόσο σημαντική επαφή που είχε με τη μικρασιατική γη, αφού γνωρίζουμε ότι η Κύπρος από αρχαιοτάτων χρόνων, από τον καιρό των Ιώνων, οικονομικά, κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά, λόγω της γειτνίασής της με τα μικρασιατικά παράλια, συμμετείχε ενεργά σ’ αυτόν τον πολιτισμό και μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή πολλοί Κύπριοι εξακολουθούσαν να έχουν εμπορικές και άλλες σχέσεις με τους Μικρασιάτες.

Λόγου χάρη το ξακουστό Μοναστήρι της Παναγίας του Κύκκου γίνεται για τους Μικρασιάτες μέγα προσκύνημα, όπως η Αγία Γη των Ιεροσολύμων.

Στον τομέα της μουσικής και της παιδείας βλέπουμε ψάλτες, μουσικούς και δασκάλους από τη Σμύρνη και την Πόλη να επισκέπτονται το νησί πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή και να αφήνουν εδώ τα δείγματα της τέχνης τους. Ωσαύτως, Κύπριοι ιερωμένοι και μοναχοί επισκέπτονται τη Σμύρνη και την Πόλη, για να διδαχθούν την ψαλτική τέχνη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι από τον 19ο αιώνα καλλιεργείται η ψαλτική τέχνη της Κωνσταντινούπολης στην Ιερά Μονή Κύκκου, αφού γνωρίζουμε ότι ο ηγούμενος της μονής και εθνομάρτυρας του 1821 Ιωσήφ είχε φοιτήσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρίζουμε επίσης  ότι ο εθνομάρτυρας Κυπριανός έστειλε Κυπρίους ψάλτες στην Κωνσταντινούπολη, για να μάθουν τη νέα μέθοδο της ψαλτικής και να τη μεταλαμπαδεύσουν στην Κύπρο. 

Αυτή η συνεχής και αδιάκοπη επαφή της νήσου με τον χώρο αυτό μας επηρεάζει αφάνταστα, με αποτέλεσμα στις αρχές του 20ου  αιώνα στην Κύπρο να έχει ήδη δημιουργηθεί μια στιβαρή παράδοση στην ψαλτική τέχνη, αλλά και στη λαϊκή δημοτική μουσική, η οποία αντλεί την έμπνευσή της από τη μουσική παράδοση της Μικράς Ασίας και των γύρω περιοχών.  

Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί επαρκείς μελέτες και πηγές που να μαρτυρούν την ύπαρξη μιας διαφορετικής μουσικής νοοτροπίας εδώ στην Κύπρο όσο αφορά το δημοτικό τραγούδι τον καιρό της Τουρκοκρατίας, η οποία να κινείται  ανεξάρτητα από τη ευρύτερη μουσική της Μικράς Ασίας και του αιγαιοπελαγίτικου χώρου. Αλλ’ ούτε έχουν εντοπιστεί και ανάλογες  μελέτες που να αφορούν μια μουσικολογική προσέγγιση των ήδη διασωθέντων και καταγραμμένων δημοτικών τραγουδιών. Αντιθέτως η μέχρι της ώρας  μουσικολογική έρευνα καταδεικνύει ότι η δημοτική μουσική της Κύπρου έχει επηρεαστεί από τη μουσική της Μικράς Ασίας και ειδικότερα από τη μουσική των δύο αστικών πόλεων Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης, από την Καππαδοκία, τα  Δωδεκάνησα, το Νοτιοανατολικό Αιγαίο και την ευρύτερη περιοχή.

Παραδείγματος χάριν, η δημοτική μουσική της Κύπρου στηρίζεται στην τροπικότητα και τη μονοφωνία και στους δίσημους, τετράσημους, πεντάσημους, εφτάσημους και εννιάσημους ρυθμούς, κατά το σύνηθες της περιοχής. Τα βασικά όργανα της κυπριακής μουσικής είναι το βιολί, το λαούτο, η ταμπουτσιά και η φλογέρα κατά το σύνηθες του αιγαιοπελαγίτικου χώρου και αυτό που χαρακτηρίζει τη μουσική μας είναι η ρυθμική και εύχαρις αγωγή που παρακινεί τον ακροατή στον χορό και στη χαρά, χωρίς βέβαια να αγνοούμε και τη μεγάλη παράδοση των κυπριακών φωνών και των τσιαττιστάδων (λαϊκοί ποιητές που εμπνέονται στιγμιαία δημιουργώντας αυτοσχέδια ποιήματα). 

Τα πλείστα διασωθέντα δημοτικά τραγούδια μας ως προς τον στίχο απηχούν νεότερες θεματολογίες και είναι εμφανέστατες οι νεότερες στιχουργικές επεμβάσεις και προσθήκες.  Ως προς το μουσικό μέλος έχουν τη ρίζα τους στη Μικρά Ασία, αλλά παραπέμπουν και σε γνωστές μελωδίες που απαντούν μέχρι σήμερα τόσο στη Μικρά Ασία όσο και στην ευρύτερη περιοχή (Τουρκία, Αίγυπτος, Λίβανος, Συρία κ.λπ.).

Αναφέρω ενδεικτικά κάποιες γνωστές κυπριακές μελωδίες που έχουν δισκογραφηθεί στις αρχές του 20ου αιώνα τόσο από Μικρασιάτες μουσικούς όσο και από μουσικούς άλλων εθνοτήτων,  όπως το «Αγάπησά την ᾿πού καρκιάς», «Αρκοντογιός», «Το γιασεμίν», «Λούλα μου Μαρούλα μου», «Ψιντρή βασιλιτζιά μου», «Αγαπώ την τζιαι αγαπά με», «Το μήλον», «Τρεις καλογήροι Κρητικοί», «Η Αντρονίκη», «Η βρύση των Πεγιώτισσων», «Στον ποταμό του Καραβά», «Κότσιηνη Τριανταφυλλιά», «Η βράκα», «Πιάστε κοπέλλες τον χορό», «Τσιάκκαρα-Μάκκαρα» κ.ά. 

Γνωρίζουμε ότι για τη βυζαντινή μουσική υπάρχουν πολλά αδημοσίευτα χειρόγραφα σε αρχεία, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Όσο δε αφορά το δημοτικό τραγούδι λίγες είναι οι σοβαρές καταγραφές. Ακόμα και αυτές που δεν είδαν το φως και φυλάγονται σε διάφορα αρχεία, επειδή έγιναν στα μέσα του 20ου αιώνα δεν προσθέτουν κάτι το νέο ούτε διαφοροποιούν το διαμορφωμένο μουσικό πεδίο της Κύπρου. 

Επίσης, θα ήταν καλό να επισημάνουμε ότι η διάσωση αυτής της προφορικής μουσικής παράδοσης οφείλεται κυρίως σε καταγραφές που έχουν κάνει Κύπριοι ερευνητές στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ενδεικτικά αναφέρω το βιβλίο του  Θεόδουλου Καλλίνικου, Κυπριακή Λαϊκή Μούσα (1951), τα βιβλία του Σώζοντος Τομπόλη, Κυπριακοί ρυθμοί και μελωδίες (1966) και  Δημοτικά τραγούδια και χοροί της Κύπρου (1980) και του Γεώργιου Αβέρωφ, Τα δημοτικά τραγούδια και οι λαϊκοί χοροί της Κύπρου (1989).

Σε αυτές τις καταγραφές αναπόφευκταείτε εκούσια είτε ακούσια είτε από άγνοια έχουν γίνει αλλοιώσεις και επεμβάσεις ως προς το μουσικό μέλος από τους ως άνωθεν ερευνητές  και αυτό είναι κάτι το σύνηθες στον τομέα της καταγραφής δημοτικών τραγουδιών, που βέβαια δεν αποδυναμώνει  την αυθεντικότητα της παραδόσεως, γιατί η παράδοση δεν είναι κάτι το νεκρό, αλλά κάτι που μέσα στο χρόνο αναδημιουργείται και μεταμορφώνεται με τη διάδοσή της από στόμα σε στόμα κι από περιοχή σε περιοχή, αλλάη σύγχρονη μουσικολογική έρευνα οφείλει να επανεξετάσει τις καταγραφές αυτές καθότι σήμερα βλέπουμε απόφοιτους μουσικών πανεπιστημίων που έχουν τη γνώση και τη δυνατότητα να το κάνουν. 

Είναι γεγονός ότι η συγκεχυμένη εικόνα που υπάρχει γύρω από τη από τη δημοτική μουσική μας οφείλεται κατά κύριο λόγο, όπως έχουμε προαναφέρει, στην άγνοια, αλλά και στην αδιαφορία των εκπαιδευτικών μας προγραμμάτων που είχε σαν αποτέλεσμα τη διαγραφη από την ιστορική και πολιτιστική μνήμη των Κυπρίων ότι για αιώνες οι πρόγονοι μας ήταν προσανατολισμένοι προς τα παράλια της Μικράς Ασίας και τον μικρασιατικό πολιτισμό. 

Για αυτήν τη ζοφερή εικόνα ευθύνεται και η  μετά από τόσα χρόνια απουσία της ιστορία της ελληνικής και δημοτικής μουσικής από τα σχολεία, σε μια εποχή που χιλιάδες πια τραγούδια είναι στη διάθεση μας. Μ’ αποτέλεσμα ολόκληρες γενιές Ελλήνων να μεγαλώνουν με την εντύπωση ότι το ελληνικό τραγούδι εξαντλείται σε αυτά τα οποία μεταδίδουν τα ραδιόφωνα.  Οι νέοι σήμερα βγαίνουν από τα σχολεία με τόσο λειψές γνώσεις που δεν έχουν καν τις στοιχειώδεις πληροφορίες για τη μουσική των προγόνων τους. 

Ελπίζουμε ότι θα έρθει μια στιγμή που θα μπορέσουμε να αντλήσουμε από αυτό τον πολιτισμό και, γιατί όχι, να δώσουμε κι εμείς μια γόνιμη συνέχεια. Αν μη τι άλλο να τον συντηρήσουμε. Γιατί κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε και είναι πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι εισερχόμενοι στην Ευρώπη, ο πολιτισμός μας και ειδικότερα  η μουσική μαςείναι στα χέρια μας  ένα πολύτιμο εργαλείο επιβίωσης και διαλόγου με τους ευρωπαϊκούς λαούς, ειδικά αυτήν την εποχή, που οι Ευρωπαίοι θεωρούν τον πολιτισμό ως σημαντικό μέσοεπικοινωνίας μεταξύ των λαών.

Για να μπορέσουμε όμως να συνομιλήσουμε μαζί τους, αναγκαστικά θα πρέπει να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε καλά τον πολιτισμό μας. Να είμαστε σε θέση να ξέρουμε ποιοι είμαστε και πού πάμε, ούτως ώστε να τους μεταδώσουμε την ιστορική βεβαιότητα και πραγματικότητα ότι η μικρή Κύπρος ανέκαθεν μετείχε στα δρώμενα ενός πολύ σπουδαίου πολιτισμού που άκμασε και αναπτύχθηκε στην περιοχή μας, του μικρασιατικού. Ενός πολιτισμού που και σήμερα μπορεί να αποτελέσει το σταυροδρόμι της Δύσης και της  Ανατολής.