Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων Εκτύπωση

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Η Βαϊφόρος, 15ος αι., Ιερά Μονή Οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, Καλοπαναγιώτης Ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἔχει ἀπὸ προχθές, Χάριτι Θεοῦ, περατωθεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὴν Παρασκευὴ ποὺ μᾶς πέρασε, καθόρισε ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία νὰ ψάλλονται δύο ὡραιότατα τροπάρια, ποὺ ἀρχίζουν ὡς ἑξῆς: «Τὴν ψυχωφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστήν, καὶ τὴν ἁγίαν Ἑβδομάδα τοῦ Πάθους Σου ἀξίωσον ἡμᾶς ἰδεῖν, Φιλάνθρωπε».

Ἔχουμε ἤδη ἀπὸ χθὲς εἰσέλθει στὸν κύκλο τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν καὶ γεγονότων τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ὁδηγοῦν στὰ ἅγια Πάθη καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Χθὲς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴν παντεξουσιαστική του δύναμη καὶ τὸ κέλευσμα, «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω», συνετάραξε τὰ θεμέλια τοῦ ᾍδη, ποὺ καὶ χωρὶς νὰ θέλει, ἀπέλυσε τὴν ψυχὴ τοῦ φίλου Του. Ἐπανέφερε λοιπὸν ὁ Χριστὸς στὴ ζωὴ τῶν πέντε αἰσθήσεων τὸν τετραήμερο Λάζαρο, ὁ τριήμερος ἐκ νεκρῶν ἀναστάς, πιστοποιώντας τὶς δύο Του φύσεις στὸ ἕνα Θεανθρώπινο Πρόσωπό Του.

Καί, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, ἕξι ἡμέρες πρὶν τὸ ἰουδαϊκὸ Πάσχα, πρὶν δηλαδὴ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάθους Του, ἔρχεται γιὰ τελευταία φορὰ στὴν πλησιόχωρη στὰ Ἱεροσόλυμα πόλη τῆς Βηθανίας, στὸ σπίτι τοῦ φίλου του Λαζάρου, ποὺ εἶχε ἀναστήσει. Ἐκεῖ, οἱ ἀδελφὲς τοῦ νεκρέγερτου Λάζαρου Μάρθα καὶ Μαρία, σ’ ἔνδειξη ἀγάπης καὶ σεβασμοῦ στὸν θαυματουργὸ Διδάσκαλο, παρέθεσαν σ’ Αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές Του, μὰ καὶ σὲ ἄλλους ποὺ ἔτυχαν ἐκεῖ, Δεῖπνο. Τότε ἡ Μαρία, τὴν ὥρα τοῦ Δείπνου, ἐκφράζοντας τὴ βαθειά της εὐλάβεια πρὸς τὸν Φιλάνθρωπο Κύριο -τὸ μύρο τὸ νοητό, ποὺ παύει τὴν δυσωδία τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας καὶ εὐωδιάζει τὶς ψυχὲς μὲ τὴ Χάρη Του-, ἔχοντας ἀγοράσει ἕνα ὑάλλινο δοχεῖο μὲ πολύτιμο καὶ πανάκριβο μύρο, ἄλειψε μὲ ἄκρο σεβασμὸ τὰ πανάγια πόδια τοῦ Δεσπότου καὶ τὰ σκούπισε ὕστερα μὲ τὶς τρίχες τῶν μαλλιῶν της. Ὁ προδότης Ἰούδας ἔκαμε τότε τὸν ἀγανακτισμένο, γιατί νὰ μὴ δοθεῖ τάχα τὸ ἀντίτιμο τοῦ ἀκριβοῦ ἐκείνου μύρου στοὺς φτωχούς, καὶ νὰ ξοδευθεῖ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καὶ τοῦτο εἶπε, γιατὶ εἶχε τὸ ταμεῖο τῶν μαθητῶν καί,  ὡς φιλάργυρος ποὺ ἦταν, ἔκλεβε ἀπ’ ὅσα τοὺς ἔδινε ὁ κόσμος ἐλεημοσύνη γιὰ τὶς λιγοστὲς ἀνάγκες τους ἢ καὶ γιὰ νὰ δίνουν σὲ πτωχούς. Κι ὁ Χριστός, δίνοντάς του ἀκόμη μία εὐκαιρία μετάνοιας καὶ διόρθωσης καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἐλέγξει εὐθέως γιὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ὑποκρισία του, μίλησε προφητικὰ καὶ μὲ πραότητα γιὰ τὸ ἐπερχόμενο τέλος Του καὶ εἶπε: «Ἄφησέ την Ἰούδα, τὴ Μαρία, στὸ θεάρεστο ἔργο, ποὺ κάνει. Τοὺς φτωχοὺς θὰ τοὺς ἔχετε πάντα κοντά σας, κι ὅταν θελήσετε, μπορεῖτε νὰ τοὺς ἐλεεῖτε. Ἐμένα ὅμως δὲν θὰ μὲ ἔχετε γιὰ πολὺ ἀκόμη μαζί σας σὲ τούτη τὴ ζωή. Ἔρχεται τὸ τέλος μου καὶ ἡ Μαρία μὲ ἄλειψε ἀπὸ πρὶν μύρα, ὅπως συνηθίζεται νὰ ἀλείφουν μὲ εὐώδη μύρα τοὺς νεκροὺς πρὶν τοὺς ἐνταφιάσουν.»

Κι ἐπειδὴ πολλοὶ Ἰουδαῖοι εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ μέγας θαυματουργὸς ἦταν στὴν οἰκία τοῦ Λαζάρου, πῆγαν νὰ ἰδοῦν, ὄχι μόνον Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ τὸν ἀναστημένο Λάζαρο, καὶ ὁδηγοῦνταν ἔτσι στὴν Πίστη στὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου Ἰησοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἀποφάσισαν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὸν Λάζαρο. Εἶναι τότε ποὺ ὁ Λάζαρος, σύμφωνα μὲ ἀρχαία παράδοση, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», κατόρθωσε καὶ διέφυγε ἀβλαβὴς κρυφά, καὶ ἦρθε στὴν περίφημη ἀρχαία πόλη τοῦ Κιτίου, τὴ σημερινὴ Λάρνακα, ὅπου ἀργότερα χειροτονήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους Παῦλο καὶ Βαρνάβα πρῶτος ἐπίσκοπος Κιτίου. Κι ἀφοῦ ἔζησε ἄλλα τριάντα ἔτη μετὰ τὴν ἀνάστασή του, ἐκοιμήθη καὶ πάλιν στὸ Κίτιο. Ὁ τάφος του ἀνακαλύφθηκε πρὶν ἀπὸ σαράντα περίπου χρόνια, ὅταν ἔγιναν ἐργασίες στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου στὴ Λάρνακα, καὶ βρίσκεται σὲ ὑπόγεια ταφικὴ κρύπτη κάτω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ ἱερὸ Βῆμα τοῦ ναοῦ.

Τὴν ἑπόμενη τῆς ἔγερσης τοῦ Λαζάρου ἡμέρα ἀνεβαίνει ὁ Ἰησοῦς γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ ἀνάρχου Του Πατέρα καὶ ὁλοκληρώνοντας τὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔρχεται πρὸς τὸ ἑκούσιο πάθος. Πρᾶος καὶ γαλήνιος, καὶ καθισμένος σ’ ἕνα ἄκακο γαϊδουράκι, εἰσέρχεται στὴν ἁγία πόλη. Ὁ τρόπος τοῦτος εἰσόδου τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα ἀποκαλύπτει τὴ βαθειὰ ἁπλότητα καὶ ἄκρα ταπείνωσή Του. Καὶ ἐκπληρώνει ταυτόχρονα τὴν πρόρρηση τοῦ προφήτη Ζαχαρία, πού, αἰῶνες πρίν, εἶχε εἰπεῖ: «Μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιών∙ νά, ὁ βασιλιάς σου ἔρχεται καθισμένος ἐπάνω σὲ μικρὸ γαϊδουράκι». Καί, ὅπως ἑρμηνεύουν θεόπνευστα οἱ ἅγιοι Πατέρες, τὸ κάθισμα στὸ ἄλογο ὀνάριο συμβολίζει ὅτι ὁ Κύριος ὑπέταξε, μὲ τὴν ἑκούσια ἐνανθρώπησή Του, τὴν πρώην ἀλογία τῶν ἀνθρώπων, ὁδηγώντας τους στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ θεογνωσία.

Μά, αὐτὴ ἡ εἴσοδος τοῦ Κυρίου, λαμβάνει τελικὰ τόνο θριαμβευτικό: Τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἔχοντας ἀκούσει γιὰ τὰ ἐξαίσια θαύματα τοῦ Χριστοῦ, καὶ μάλιστα ἐκεῖνο τῆς πρόσφατης ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου, ἔκοψαν φρέσκους βλαστοὺς ἀπὸ φοινικιὲς καί, καὶ ἀφήνοντας τὶς δουλειὲς καὶ ἀσχολίες τους, βγῆκαν στὸν δρόμο νὰ προϋπαντήσουν τὸν ἐρχόμενο βασιλέα τῆς δόξας καὶ νικητὴ τοῦ θανάτου. Διότι, τὰ βαΐα τῶν φοινίκων εἶναι σύμβολο νίκης. Καὶ στὴν ἀρχαιότητα, τὸν βασιλιὰ ποὺ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν πόλεμο νικητής, τὸν ὑποδέχονταν «μετὰ βαΐων καὶ κλάδων φοινίκων».

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, κάθε Μεγάλη Ἑβδομάδα ἐπιτελεῖται μία μυστικὴ ἐπανάληψη τοῦ θείου Πάθους. Καὶ τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἐμεῖς, πῶς θὰ ὑποδεχθοῦμε ἐφέτος τὸν Χριστό μας, ποὺ προσέφερε τὰ πάντα γιὰ ᾽μᾶς καὶ ἔχυσε καὶ τὴν τελευταία ρανίδα τοῦ ἁγίου Του αἵματος στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ; Καλὸ εἶναι, καὶ σὲ ἀνάμνηση ἐκείνης τῆς προϋπάντησης τοῦ ὄχλου, τὸ ὅτι κι ἐμεῖς σήμερα κρατοῦμε κλαδιὰ ἐλιᾶς καὶ φοινίκων.

Μὰ ὁ Χριστὸς ζητάει κάτι βαθύτερο, κάτι σπουδαιότερο νὰ κρατοῦμε: Ζητάει νὰ φέρουμε, νὰ τοῦ προσφέρουμε τὰ καλά μας ἔργα. Ἔργα ἀρετῆς καὶ μετάνοιας, νηστείας καὶ ἐξομολόγησης. Τηρήσαμε νηστεία, δείξαμε μετάνοια καὶ κάναμε ἐξομολόγηση σὲ τούτη τὴν κατεξοχὴν περίοδο τῆς μετάνοιας ποὺ διήλθαμε, τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή; Διορθώσαμε τὴ ζωή μας; Ἀλλάξαμε τὸν ἁμαρτωλὸ τρόπο σκέψης μας; Συγχωρέσαμε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ πλησίον μας; Κάναμε τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ ζητᾶ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ ἐμᾶς, ἀδελφοί. Γιατὶ ὁ ἀνενδεὴς Θεὸς ζητάει πρώτιστα τὴν καρδιά μας, ὅλη τὴν καρδιὰ καὶ τὸ εἶναι μας, νὰ τοῦ τὰ ἀφιερώσουμε: «Υἱέ μου», λέει κάπου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, «δός μοι σὴν καρδίαν» (Παροιμ. 23, 26). Καὶ στέκεται ὑπομονετικὰ ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας καὶ κρούει: «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω· ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, καὶ εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ» (Ἀποκ. 3, 20). Αὐτός, ποὺ θὰ Τοῦ ἀνοίξει, θὰ γευθεῖ «ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος», θὰ χορτάσει ἀχορτάστως τὴν χρηστότητα τοῦ Κυρίου καὶ στὸν παρόντα αἰώνα ἀτελέστερα, καὶ τελειώτερα στὴ μέλλουσα καὶ ἀτελεύτητη ζωή.

Αὐτοῦ τοῦ ἀτελεύτητου δείπνου Σου ἀξίωσέ μας, Κύριε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων. ἀμήν!