Ὁμιλία στὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων Εκτύπωση

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ ὁλόσωμος ταφὴ καὶ ἡ ἐκ νεκρῶν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀποτελοῦν δύο βασικὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας, γιατὶ μὲ τὸ ἄχραντο πάθος, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συντελέστηκε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πατήθηκε ὁ θάνατος καὶ μᾶς δωρήθηκε ἡ Χάρη νὰ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Τὰ σχετικὰ γεγονότα μὲ τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἔγερση τοῦ Κυρίου μᾶς περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἡ ὁποία μᾶς ἐξιστορεῖ συγχρόνως καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου, καθὼς καὶ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν· γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη στὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα.

Γιὰ ποιά ὅμως κατεξοχὴν ἀρετὴ ἀξιώθηκαν, ὁ μὲν Ἰωσὴφ ὁ εὐσχήμων βουλευτὴς ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρμαθαὶμ καὶ ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς  Νικόδημος νὰ ὑπηρετήσουν στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, οἱ δὲ Μυροφόρες γυναῖκες πρῶτες νὰ ἰδοῦν τὸν ἀναστάντα Χριστὸν καὶ νὰ γίνουν, πρῶτες αὐτές, κήρυκες τούτου τοῦ γεγονότος; Βέβαιως ὅλα τὰ ἅγια αὐτὰ πρόσωπα εἶχαν πολλὲς ἀρετές. Κυρίως ὅμως διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς τόλμης καὶ τῆς ἀνδρείας, τῆς ψυχικῆς δηλαδὴ ἀνδρείας, ποὺ καὶ μεγαλοψυχία ὀνομάζεται, γιὰ τὴν ὁποία ἐξαιρέτως ἀξιώθηκαν αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπὸ τὸν ἐθελουσίως παθόντα καὶ ταφέντα καὶ ἀναστάντα Κύριον. Καί, πῶς τὸ γνωρίζουμε αὐτό; Ἂν μελετήσουμε τὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, τοῦτο καθίσταται ὁλοφάνερο!

Τὴν ὥρα τῆς θυσίας τοῦ Δεσπότου ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἐνῶ ὅλοι τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει· ἐνῶ ὁ Ἰούδας Τὸν πρόδωσε γιὰ τριάκοντα ἀργύρια· ἐνῶ ὁ Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο ἐμπρὸς σὲ ταπεινοὺς ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες τοῦ Καϊάφα· ἐνῶ ὅλοι οἱ μαθητές, πλὴν τοῦ Θεολόγου Ἰωάννη, «πάντες ἀφέντες αὐτὸν» ἔφυγαν· ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὄχλοι, ποὺ μὲ τόσα θαύματα καὶ διδασκαλίες τοὺς εἶχε εὐεργετήσει, ἑνωμένοι τότε μὲ τοὺς ἐχθρούς Του, κραύγαζαν στὸν Πιλᾶτο, «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»· ἐνῶ λοιπὸν ὅλα τοῦτα συνέβαιναν, μέσα στὴ γενικὴ ἐκείνη ἐγκατάλειψη, μόνοι ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μαζὶ μὲ τὶς εὐλογημένες Μυροφόρες παρέμειναν πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο! Μάλιστα οἱ Μυροφόρες, οὔτε λεπτὸ δὲν ἀποχωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, ἀλλὰ παρέμειναν πλησίον στὸν Σταυρό, ζώντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὸ μέγιστο ἐκεῖνο Πάθος καὶ μυστήριο τοῦ ἀναμαρτήτου Θεανθρώπου νὰ πάσχει τὸν ἀτιμωτικώτερο θάνατο καὶ νὰ παραδίδει ἑκουσίως τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μά, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀναχώρησαν ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ. Κι ὅταν ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον» καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Δεσπότου νὰ τὸ ἐνταφιάσει καί, λαμβάνοντας τὴν ἄδεια τοῦ ἐξουσιαστῆ, πῆγε μὲ τὸν Νικόδημο νὰ ἀποκαθηλώσουν καὶ θάψουν τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ, ἔτρεξαν καὶ οἱ Μυροφόρες καὶ τοὺς βοήθησαν καὶ τοὺς συνόδευσαν μέχρι τὸ θεοδόχο μνημεῖο, καὶ παρέμειναν ἐκεῖ, ἕως ὅτου ὁ ἥλιος ἔριξε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὶς τελευταῖες του ἀκτῖνες...

Μά, τὴ μεγάλη τους ἀγάπη στὸν Κύριο, τὴ θερμή τους πίστη καὶ ἀκλόνητη ψυχική τους ἀνδρεία ἐπέδειξαν κατεξοχὴν τὴ νύκτα ἐκείνη τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων». Τότε, ἐνῶ γνώριζαν πὼς τὸ μνῆμα εἶναι ἐσφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καὶ βαρὺς φράζει τὴν εἴσοδό του, ὅτι πάνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τὸν τάφο καὶ ἔχουν ἐντολὴ νὰ χτυπήσουν ὅποιον θὰ πλησίαζε ἐκεῖ, παρόλα λέγω αὐτά, «λίαν πρωί», «ὄρθρου βαθέως», πρὶν ἀκόμη νὰ χαράξει τὸ φῶς κι ὁ ἥλιος ἀνατείλει, ξεκινοῦν γιὰ τὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου, φέροντας μαζί τους καὶ τὰ δικά τους ἀρώματα καὶ μύρα, γιὰ νὰ μυρώσουν τὸ ἀτίμητο Μύρο, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Κανένας φόβος, καμμία δυσκολία δὲν στάθηκαν ἐμπόδιο στὸν θεοφιλή τους σκοπό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ ἀξιώνονται πρῶτες αὐτὲς νὰ ἰδοῦν ἀναστάντα τὸν Χριστό μας καὶ παίρνουν ἐντολὴ νὰ μεταδώσουν τὸ κοσμο-χαρμόσυνο τοῦτο μήνυμα καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές Του.

Ἀδελφοί μου, ἡ καλύτερη τιμὴ τῶν ἁγίων εἶναι ἡ μίμησή τους. Καὶ εἶναι γι᾽ αὐτό, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει κάθε μέρα μπροστά μας τὶς ἅγιες μορφές, τὴν ἁγία ζωή τους, μὲ τὰ συναξάρια καὶ τοὺς ὕμνους τους· γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ δηλαδὴ στὴν κατὰ δύναμη πορεία στὰ θεοφιλή τους ἴχνη. Κι ἐμεῖς σήμερα καλούμαστε νὰ μιμηθοῦμε τὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα, ποὺ ἀναφέραμε, τοὺς ἐνταφιαστὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς σεπτὲς Μυροφόρες. Οἱ ἡρωϊκές τους πράξεις, ποὺ μᾶς ἐξιστοροῦν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, μᾶς παραδίδουν ἕνα ὑψηλὸ παράδειγμα θάρρους καὶ πνευματικῆς ἀνδρείας.

Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ ἀπιστία καὶ τὸ ὑλιστικὸ φρόνημα ξαπλώνουν συνεχῶς τὰ πλοκάμια τους στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, χρειάζεται θάρρος καὶ λεβεντιὰ νὰ παραμένει κάποιος πιστός. Ἀλλά, θάρρος καὶ τόλμη χρειάζονται ἀκόμη, γιὰ νὰ ὁμολογοῦμε, νὰ δίνουμε μαρτυρία Χριστοῦ στὴ σύγχρονη κοινωνία μὲ τὴ ζωή, τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας· σήμερα, ποὺ «ἡ ἁμαρτία ἔγινε τῆς μόδας», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ὅσιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὅταν δηλαδὴ οἱ ἄλλοι Τὸν ἀρνοῦνται, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε! Ὅταν Τὸν βλασφημοῦν, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑπερασπιζόμαστε! Ὅταν οἱ ἄλλοι Τὸν ἐγκαταλείπουν, γιατὶ δὲν τοὺς «βολεύει» στὸν τρόπο ζωῆς τους, ἐμεῖς νὰ παραμένουμε σταθεροὶ κοντά Του, «ἔργῳ καὶ λόγῳ». Νὰ ἀποδεικνύουμε ἔμπρακτα, μὲ τὸ γνήσιο χριστιανικό μας παράδειγμα ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι θεωρία καὶ λόγια, ἀλλὰ πράξη καὶ συγκεκριμένος τρόπος ζωῆς. Γιατί, δυστυχῶς, ἡ δειλία, ὁ φόβος, ἡ σκοπιμότητα, οἱ ἔνοχοι συμβιβασμοί, τὸ ἠθικὸ ξεπούλημα, τείνουν νὰ γίνουν τὰ μόνιμα πλαίσια ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς στὴ σημερινὴ κοινωνία. Ὅμως, ὅπως διαπρύσια ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος δια-κηρύττει, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ πνεῦμα —δηλ. χάρη— δύναμης καὶ ἀγάπης καὶ νὰ ζοῦμε μὲ σωφροσύνη (Β´ Τιμ. 1, 7).

Κι ἂς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ τὴν ἀψευδὴ τοῦ Κυρίου ἐπαγγελία: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32) (=Ὅποιος ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἀνήκει σ᾽ ἐμένα, θὰ τὸν ἀναγνωρίσω κι ἐγὼ γιὰ δικό μου μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου).

Αὐτῆς τῆς καλῆς ὁμολογίας ἀξίωσέ μας, εὔσπλαγχνε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, καὶ τῆς αἰωνίου Σου βασιλείας, διὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας Θεοτόκου, τῶν ἁγίων Μυροφόρων καὶ κηδευτῶν Σου, καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν!