Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἡ σπουδαία σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ὅπως καὶ αὐτὴ τῆς προηγουμένης Κυριακῆς, ἀνήκει στὸν παραβολικὸ λόγο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὶς διδαχές Του ἐκεῖνες, ποὺ ἐξεφώνησε χρησιμοποιώντας παραδείγματα ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή, μὲ ἀναγωγικὸ ὅμως καὶ ὑψηλὸ πνευματικὸ νόημα.
Καί, στὴ μὲν παραβολὴ τῆς περασμένης Κυριακῆς, μᾶς φανέρωσε περίτρανα ὁ Κύριος τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἀχαρίστου γένους τῶν Ἑβραίων, ποὺ στὴν πλειονότητά του ἀπίστησαν στὸν σαρκωθέντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τὸν ἀποδέχθηκαν ὡς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία καὶ Λυτρωτὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀλλὰ καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν. Στὴ σημερινὴ παραβολή, ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης μᾶς διασαφηνίζει σαφέστατα, ὅτι καὶ ὅσοι πίστευσαν στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα ἀλλὰ δὲν τηροῦν τὶς θεῖες ἐντολὲς στεροῦνται παρόμοια τῆς οὐρανίου βασιλείας καὶ καταδικάζονται στὴν αἰώνια κόλαση.
Ὅπως μόλις ἀκούσαμε, ὁ Κύριος παρομοίασε τὴν οὐράνια βασιλεία μὲ κάποιο βασιλιά, ποὺ ἔκανε τοὺς γάμους τοῦ υἱοῦ του. Ἡ παρομοίωση αὐτὴ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι τυχαία. Ὁ βασιλιὰς εἶναι ὁ Θεὸς Πατέρας, ὁ Ὁποῖος, κατὰ τὴν προαιώνια εὐδοκία Του, νύμφευσε τὸν Μονογενή Του Υἱό -ὁ ὁποῖος προσέλαβε ἀπὸ ἄφραστη ἀγάπη τὴν ἀνθρώπινη φύση-, μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ τὴν ἁγιάσει, νὰ τὴ θεώσει κατὰ χάριν. Καί, βλέπουμε στὴ συνέχεια τὸν πόθο, τὴ φιλάνθρωπη μέριμνα τοῦ Κυρίου νὰ γνωστοποιήσει, νὰ εὐαγγελισθεῖ τὴ μέγιστη τούτη εὐεργεσία Του σ᾽ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἀποστέλλει λοιπὸν ἐπανειλημμένα τοὺς δούλους Του, γιὰ νὰ καλέσουν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς κοινωνίας αὐτῆς τοῦ Υἱοῦ Του μὲ τὸν ἄνθρωπο, στὴν εὐωχία τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Νὰ προσέξουμε, ὅτι τὸ προσκλητήριο ἀπευθύνεται σ᾽ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα, χωρὶς ἐξαίρεση φύλου, γένους, ἔθνους. Οἱ δοῦλοι τοῦ Βασιλιᾶ, ποὺ ἀποστέλλονται κατ᾽ ἐπανάληψη, εἶναι τόσο οἱ ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι «πάντες εἰσὶ λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. 1, 14), ὅσο καὶ οἱ Προφῆτες, ποὺ προκήρυξαν τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι «ἀπόστολοι, κήρυκες, εὐαγγελιστές, μάρτυρες, ὁμολογητὲς καὶ ἐγκρατευτές» (πρβλ. λειτουργικὴ εὐχὴ μετὰ τῶν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων), ποὺ ἔργῳ καὶ λόγῳ κήρυξαν διαπρύσια τὴν «εὐλογημένην βασιλείαν τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Παρὰ τὴν ἀρχικὴ ἀπροθυμία καὶ ἄρνηση τῶν ἀνθρώπων γιὰ μετοχὴ στὴ γαμήλια χαρά, ὁ Βασιλιὰς τοῦ παντός, ὅπως εἴπαμε, ἀποστέλλει ἐκ νέου τοὺς δούλους Του, ἀγγέλους καὶ ἁγίους, μὲ τὴν ἐντολὴ μάλιστα νὰ κοινοποιήσουν στοὺς προσκεκλημένους τὰ εἴδη τῶν ἀθανάτων βρωμάτων τῶν ἀτελευτήτων γάμων τῆς οὐράνιας βασιλείας, στὴν «πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ τὴν καινὴν... ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην» (Ἀποκ. 21, 2). Ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ πάλιν συναντᾶ, ὄχι μόνο τὴν ἀρνητικὴ διάθεση τῶν ἀνθρώπων, ποὺ προφασίσθηκαν -«προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις»- εὐτελεῖς ἐγκόσμιες ἀσχολίες (ἀγροτικὲς καὶ ἐμπορικές), ἀλλὰ καὶ τὸ μίσος καὶ τὴν ἄκρως ἐχθρική τους στάση, σὲ σημεῖο ποὺ κάποιοι ἀπ᾽ αὐτοὺς βασάνισαν καὶ φόνευσαν τοὺς ἀπεσταλμένους του. Τότε, πλήρης ἀπὸ δίκαια ὀργή, ὁ βασιλιὰς ἔστειλε τὰ στρατεύματά του καὶ ἀφάνισε ἐκείνους τοὺς φονιάδες καὶ κατέκαυσε τὴν πόλη τους. Καὶ ἀσφαλῶς ἐδῶ ὁ Κύριος κάνει σαφὴ προφητικὸ ὑπαινιγμὸ γιὰ τὴν ἐπερχόμενη θανάτωση πλείστων ὅσων τοῦ γένους τῶν προφητοκτόνων Ἰουδαίων, ἀλλὰ καὶ τῆς φοβερῆς καταστροφῆς τῆς κεντρικῆς πόλης-ἕδρας τους, δηλαδὴ τῶν Ἱεροσολύμων, προφητεία ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸ ἔτος 70 μ.Χ. ἀπὸ τὰ ρωμαϊκὰ στρατεύματα ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ στρατηγοῦ Τίτου Φλαβίου Βεσπασιανοῦ. Ἀξιοσημείωτη καὶ ἡ τρίτη ἀναφερόμενη στὴν παραβολὴ ἀποστολὴ προσκλητηρίου στοὺς γάμους, ἀφοῦ οἱ προσκεκλημένοι -δηλαδὴ ὁ ἀρχικὸς ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, οἱ Ἰουδαῖοι-, δὲν φάνηκαν ἄξιοι τῆς οὐράνιας ἐκλογῆς καὶ κλήσης. Τώρα καλοῦνται «πάντα τὰ ἔθνη», οἱ ἐθνικοί, γιὰ μετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή. Πράγματι, ὁ «νέος Ἰσραήλ», ὁ χριστιανικὸς λαός, σύγκειται ἀπὸ τὰ ποικίλα ἔθνη, καθὼς καὶ ὅσους ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πίστευσαν στὸν Ἰησοῦ ὡς τὸν προσδοκώμενο Μεσσία. Τὸ χριστιανικὸ τοῦτο γένος ἀποτελεῖ πλέον τὸν περιούσιο λαό, «τὸ ἐκλεκτὸν γένος, τὸ βασίλειον ἱεράτευμα, τὸ ἔθνος τὸ ἅγιον, τὸν λαὸν εἰς περιποίησιν» (πρβλ. Α´ Πέτρ. 2, 9).
Ἐπειδὴ ὅμως, ὅπως κάπου σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, πολλὰ σημεῖα στὶς παραβολὲς τοῦ Κυρίου μποροῦμε νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ἀναγωγικά, πνευματικά, ἐνῶ ἄλλα τίθενται ἁπλῶς γιὰ τὸν ἀπαρτισμὸ τοῦ παραβολικοῦ λόγου, ἔτσι καὶ ἐδῶ: Παρουσιάζεται νὰ ἔχει προσέλθει στὸ βασιλικὸ τραπέζι κάποιος, ποὺ δὲν ἦταν ἐνδεδυμένος μὲ ἔνδυμα γάμου, δηλαδὴ δὲν φοροῦσε τὴν ἁρμόζουσα σὲ τέτοια λαμπρὴ καὶ ἐπίσημη τελετὴ καὶ συνάθροιση ἐνδυμασία. Αὐτὸς λοιπὸν ὁ τολμητίας, ποὺ ἐξύβρισε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὸν βασιλέα ποὺ τὸν κάλεσε, κατὰ τὴ βασιλικὴ δικαιοκρισία, ἀφοῦ δέθηκε χειροπόδαρα, ρίχθηκε στὸ ἐξώτερο σκοτάδι, γιὰ νὰ τιμωρεῖται αἰώνια. Καί, καταλήγει ὁ Ἰησοῦς, ὅτι πολλοὶ μὲν εἶναι οἱ κεκλημένοι στὴν αἰώνια ζωή, ἀλλὰ λίγοι ἀποβαίνουν ἄξιοι τῆς κλήσης, λίγοι δηλαδὴ καθίστανται μὲ τὰ ἔργα τους ἐκλεκτοὶ καὶ ἀξιώνονται ἔτσι τῆς οὐράνιας βασιλείας.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ διδασκαλία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἔχει ἰσχὺ διαχρονικὴ καὶ καθολική, ἀπευθύνεται ἐξίσου πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, στὸν καθένα μας προσωπικά. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκλησή Του, ἀποτελεῖ -πρέπει νὰ ἀποτελεῖ- τὸ μέτρο καὶ νὰ προσδιορίζει καὶ τὸν δικό μας τρόπο ζωῆς, τὴ στάση μας, ὡς Χριστιανῶν, ἀπέναντι στὸν Κύριο, στὸ Εὐαγγέλιό Του, στὸ συνεχὲς κάλεσμά Του πρὸς ἐμᾶς, ὅσο βρισκόμαστε στὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή. Διότι κι ἐμεῖς εἴμαστε «κλητοὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ», δηλαδὴ καλεσμένοι ἀπ᾽ Αὐτόν. Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματός μας γινόμαστε «κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι». Πόσο ἐκφραστικὰ παρουσιάζει τὴ συνεχὴ τούτη κλήση ἡ Ἀποκάλυψη! «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ὁ Κύριος στέκει στὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μας καὶ κτυπάει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, γιὰ νὰ μπεῖ, νὰ κατοικήσει μόνιμα μέσα μας, γιατὶ τὸ ἐπιθυμεῖ πολὺ καὶ τὸ ζητάει: «δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν» (Παροιμ. 23, 26)! Ἡ στάση τῶν ἀποστόλων, μὰ καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, στὴν κλήση γιὰ μετοχὴ στὸ Δεῖπνο τῆς αἰώνιας βασιλείας, καθορίζει τὰ βασικὰ γνωρίσματα μιᾶς πραγματικῆς ἀνταπόκρισης στὸ κάλεσμα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Σωτήρα μας. Κι αὐτὰ εἶναι ἡ προθυμία, δηλ. ὁ ζῆλος, ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ταυτόχρονα ἡ αὐταπάρνηση, ἡ ἄρνηση δηλ. τοῦ ἐγώ μας, τοῦ ἑαυτούλη μας, τῆς ἱκανοποίησης τῶν παραλόγων καὶ ἁμαρτωλῶν παθῶν μας, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀποδοχὴ τῆς κλήσης μας αὐτῆς. Αὐταπάρνηση εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας καὶ προσφορᾶς, ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὴ ζωή μας.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, νὰ μᾶς χαρίζει τούτη τὴ συνέπεια, ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει ἐμᾶς τοὺς ταπεινούς, ποὺ εἴμαστε κλητοὶ Θεοῦ, ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστὸ στὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ μᾶς δίνει εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ διόρθωση τοῦ φρονήματος καὶ τῆς ζωῆς μας καὶ ἐπάξια μετοχὴ στὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ ἀποκτήσουμε τὸ θεάρεστο ἐκεῖνο ἔνδυμα τῶν ἀρετῶν, ὥστε κατὰ τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ μὴ ἀπορριφθοῦμε στὰ βάσανα τῆς κόλασης, τοῦ αἰωνίου δηλαδὴ χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ τοποθετηθοῦμε στὰ δεξιά Του, καὶ νὰ μᾶς συναριθμήσει μὲ ὅσους φάνηκαν ἀντάξιοι τῆς χριστώνυμης κλήσης, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ ἱκεσίες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων. Ἀμήν!
|