Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Ματθ. 5, 14-19) Εκτύπωση

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας
κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν»

Ἡ Κυριακὴ αὐτή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη τῶν 630 θεοφόρων Πατέρων τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ συνδεδεμένη μὲ τὸ γνωστὸ θαῦμα τῆς ἁγίας Εὐφημίας, ποὺ ἔλαβε χώρα στὴ Χαλκηδόνα, ὅπου εἶχε συναθροισθεῖ τὸ 451 ἡ Σύνοδος:

Μὲ τὸ πέρας τῆς Συνόδου, τόσο οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅσο καὶ οἱ αἱρετικοὶ Εὐτυχιανοὶ ἀπόθεσαν ἐπάνω στὸ ἄφθαρτο λείψανο τῆς ἁγίας ἀπὸ ἕνα τόμο (βιβλίο), ὅπου εἶχαν καταγράψει ἑκάστη πλευρὰ τὸ τί πίστευαν, καὶ ἔκλεισαν τὴν ἁγία της λάρνακα, σφραγίζοντάς την. Κι ὅταν μετὰ ἀπὸ καθορισμένες ἡμέρες τὴν ἄνοιξαν, ὢ τοῦ θαύματος!, τὸν μὲν τόμο τῶν Ὀρθοδόξων κρατοῦσε ἡ ἁγία στὰ χέρια της, ὁ δὲ τῶν αἱρετικῶν βρέθηκε πεταγμένος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια της! Μὲ τὸ θαυμαστὸ τοῦτο σημεῖο, ἐπισφραγίστηκε ἐκ Θεοῦ ἡ ὀρθότητα τῶν δογμάτων τῶν Ὀρθοδόξων, ἐνῶ καταδικάστηκαν οἱ αἱρετικὲς δοξασίες τῶν μονοφυσιτῶν ἀκολούθων τοῦ αἱρεσιάρχη ἀρχιμανδρίτη Εὐτυχοῦς. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κατὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὶς 11 Ἰουλίου -ὁπόταν ἑορτάζουμε τὸ θαῦμα τοῦτο τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος καὶ πανευφήμου Εὐφημίας-, ποὺ συμπίπτει ἀπὸ τὶς 13 ἕως τὶς 19 Ἰουλίου, τελεῖται καὶ ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου, οἱ ὁποῖοι στὶς δογματικὲς ἀποφάσεις τους διασαφήνισαν καὶ ἀποκρυστάλλωσαν τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.

Εἶναι γιὰ τοῦτο ποὺ καθορίστηκε ἡ ἀνάγνωση κατὰ τὴ σημερινὴ Κυριακὴ τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, καθόσον περιλαμβάνει τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ πρέπει νὰ διέπουν τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο τῶν μαθητῶν καὶ ἀποστόλων τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ Ἴδιος ἐδῶ τὰ καθορίζει, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται ἀντίστοιχα καὶ στὴ ζωὴ καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἔργο τῶν ἁγίων Πατέρων, ποὺ συγκρότησαν τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Διότι ἀκριβῶς οἱ οὐρανόφρονες Πατέρες, ὅπως καὶ οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ἔζησαν ζωὴ οὐράνια καὶ φωτεινή, μέσα στὸ φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· φωτίσθηκαν καὶ θεώθηκαν· ἔγιναν οἱ ἴδιοι φῶς καὶ δὲν ἀπέκρυψαν τοῦτο «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» κάτω ἀπὸ «τὸν μόδιον» τῆς ἀπραξίας τῶν καλῶν ἔργων καὶ τῆς σιωπῆς, ἀλλὰ κήρυξαν Χριστὸν μὲ ἔργα καὶ λόγια, μὲ τὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη, μὲ τὴ συμβολή τους, τέλος, στὴ διασαφήνιση τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μέσα στὶς ἐργασίες καὶ δογματικὲς ἀποφάνσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἔτσι, διασφάλισαν τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα καὶ τὸ ἦθος τῶν Ἁγίων Γραφῶν μέχρι «ἰῶτα ἑνὸς καὶ μιᾶς κεραίας» καὶ καταπολέμησαν καὶ ἀπέδειξαν ξένους τῆς Ἐκκλησίας ὅσους «ἔλυσαν», δηλ. ἀλλοίωσαν καὶ διέστρεψαν τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ἀλήθεια, ἔστω καὶ στὸ παραμικρό. Γιὰ τοῦτο καὶ ἐπάξια ἀναδείχθηκαν μεγάλοι στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ δοξάσθηκαν ἀπὸ τὸν δίκαιο Μισθαποδότη Κύριο καὶ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό.

Ἀλλά, οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων μας πρέπει νὰ καθορίζουν κατὰ ἀναλογία καὶ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἦθος ὅλων τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Καί, καταρχήν, οἱ πιστοί, ἐμεῖς, πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ φρονοῦμε ὅσα ἀκριβῶς πιστεύει καὶ φρονεῖ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς τὰ παρέδωσαν οἱ αὐτόπτες καὶ μαθητὲς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὅπως τὰ ἑρμήνευσαν καὶ διακήρυξαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως τὰ διασφάλισε καὶ περιφύλαξε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Καί, κατόπιν, νὰ ἀγωνιζόμαστε, ὥστε τὸ φρόνημά μας, οἱ λόγοι μας, ἡ ὅλη ζωή μας, νὰ εἶναι σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, νὰ ἀποτελοῦν ἐπιβεβαίωση τῆς Πίστης μας, νὰ μετέχουν στὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ μᾶς καθιστοῦν καὶ ἐμᾶς φῶς στὸν κόσμο τοῦτο, τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης. Διότι ἡ τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν ἀποτελεῖ τὴν πρώτη θεμελιώδη προϋπόθεση τῆς εἰσόδου τῶν πιστῶν στὴν αἰώνια ζωή.

Καὶ ὁ Κύριος συνάπτει τὴ χριστιανικὴ πράξη μὲ τὴ χριστιανικὴ μαρτυρία, ὑπὸ μία ὅμως βασικὴ προϋπόθεση: Τῆς διδασκαλίας τῶν ἄλλων πρέπει νὰ ἔχει προηγηθεῖ ἡ «νόμιμος ἄθλησις», δηλαδὴ ἡ πιστὴ τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν. Γι᾽ αὐτὸ προτάσσει τό, «ὃς δ᾽ ἂν ποιήσῃ» τοῦ, «καὶ διδάξῃ». Διότι καὶ τὰ ἐνάρετα ἔργα καθεαυτὰ κηρύσσουν καὶ ὁμιλοῦν στοὺς ἄλλους εὐγλωττότερα ἀπὸ τὰ λόγια. Καί, ὅπως θαυμάσια τὸ ἐπισημαίνει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος: «Ἄφωνον ἔργον κρεῖσσον ἀπράκτου λόγου» (= τὸ ἔργο [τῆς ἀρετῆς] καὶ χωρὶς λόγια εἶναι καλύτερο ἀπὸ τὸν διδακτικὸ λόγο χωρὶς ἔργα). Ἂν ὅμως ὁ πιστὸς ἔχει προκόψει καὶ ὠριμάσει στὴν πνευματικὴ ζωή, τότε δὲν θὰ κρατήσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Θὰ προσπαθήσει μὲ ταπείνωση καὶ ἀγάπη καὶ προσευχὴ νὰ τὸ μεταδώσει καὶ στοὺς συνανθρώπους του. Καὶ τότε, κατὰ τὴν ἀψευδὴ τοῦ Δεσπότου ἐπαγγελία, θὰ καταστεῖ μέγας στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ τοῦτο ἀναδεικνύει τὴ μεγάλη εὐθύνη ἡμῶν τῶν πιστῶν, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Διότι συχνά, ὄχι μόνο δὲν ἀγωνιζόμαστε νὰ τηροῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο δὲν ἀνοιγόμαστε ἱεραποστολικὰ καὶ μὲ ἁγνὴ χριστιανικὴ ἀγάπη στὸν πλησίον μας, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀπρόσεκτη ζωὴ καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ ἔργα καὶ λόγια μας σκανδαλίζουμε τοὺς ἀδελφούς μας καὶ γινόμαστε πρόσκομμα στὴν πνευματική τους πορεία.

Ἂς ἱκετεύσουμε τὴ χορεία τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ποὺ σήμερα τὴ μνήμη τους ἐπιτελοῦμε, νὰ πρεσβεύουν στὸν Φιλάνθρωπο Κύριο νὰ μᾶς δίδει μετάνοια, διόρθωση τοῦ βίου μας, ταπείνωση καὶ ἀγάπη, νὰ στοιχοῦμε στὰ βήματα τῆς ἁγίας ζωῆς τους, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰώνιας μακαριότητας, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, στὸν Ὁποῖο, μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!