Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος Εκτύπωση

Γρ. Θ. Στάθης, Δρ. Θεολογίας - Μουσικολόγος

Παναγία η Αρτακιώτισσα, 1192, Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα, Λαγουδερά Ἡ ὀνομασία «Ἀκάθιστος» τοῦ Ὕμνου, ἀνηκεῖ στὸ ὑμνογραφικὸ εἶδος ποὺ λέγεται κοντάκιο, ὀφείλεται στὸ ὅτι «ὀρθοστάδην τότε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην τὸν ὕμνον τῇ τοῦ Λόγου Μητρὶ ἔμελψαν καὶ ὅτι πᾶσι τοῖς ἄλλοις οἴκοις καθῆσθαι ἐξ ἔθους ἔχοντες, ἐν τοῖς παροῦσι τῆς θεομήτορος ὀρθοὶ πάντες ἀκροώμεθα».

Αὐτὰ γράφει τὸ Συναξάριο, καὶ ἐντοπίζει «τὴν νύκτα ἐκείνην» τὸ καλοκαίρι τοῦ 626, ὅταν ὁ λαὸς καὶ κλῆρός μὲ τὸν πατριάρχη Σέργιο περιέφεραν στὰ τείχη τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνίτισσας καὶ τὸ βράδι, κατὰ τρόπο θαυμαστό, μία τρομερὴ τρικυμία καταπόντισε ὅλα τὰ καράβια τῶν Ἀβαρῶν καὶ Περσῶν τοῦ Χοσρόη ποὺ πολιορκοῦσαν τὴν Κωνσταντινούπολη.  «Ὅ γε μὲν θεοφιλὴς τῆς Κωνσταντίνου λαὸς τῇ θεομήτορι τὴν χάριν ἀφοσιούμενος, ὁλονύκτιον τὸν ὕμνον καὶ ἀκάθιστον αὐτὴ ἐμελώδησαν, ὡς ὑπὲρ αὐτῶν ἀγρυπνησάση καὶ ὑπερφυεῖ διαπραξαμένη τὸ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τρόπαιον».

Πρέπει νὰ ἀναφερθῇ ἐδῶ ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη γνώρισε καὶ πολλὲς ἄλλες δεῖνες περιστάσεις καὶ πολιορκίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες λυτρώθηκε, σχεδὸν πάντοτε, θαυματουργικά.  Οἱ κυριότερες ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἡ πολιορκία ἀπὸ τοὺς Ἄραβες τοῦ Μωαβιὰ (673), ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Κωνσταντῖνος Πωγωνάτος.  Δεινὴ περιστάσῃ σημειώθηκε τὸ 715 ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ Βουλγάρους, τρομερὴ πολιορκία καὶ θαυμαστὸς καταποντισμὸς τῶν πλοίων τῶν Ἀράβων ἔγινε τὸ 718, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Λέων ὁ Γ´. 

Κὶ ἀργότερα ἔχουμε πολιορκίες τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Ῥώσους κ.ἄ. ἀλλὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ περιστατικὸ τῆς ψαλμώδησης τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.  Οἱ δύο πολιορκίες ποὺ συγκεντρώνουν ὅλα τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ψαλμώδηση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου εἶναι τοῦ ἔτους 626 καὶ τοῦ ἔτους 718.  Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὁ ὕμνος ἔπρεπε νὰ προϋπῆρχε στὴ λειτουργικὴ πράξη, καὶ νὰ ψάλθηκε τότε «ὀρθοστάδην», ἀπὸ μεγίστη ἀφοσίωση πρὸς ἐγκωμιασμὸ τῆς Θεοτόκου.  Καὶ προκρίθηκε αὐτὸς ὁ ὕμνος ἀπὸ κάποιον ἄλλον ἐνδεχομένως, ἐπειδὴ θὰ ἦταν κιόλας καθιερωμένος στὴν ἀγρυπνία τῆς 15ης Αὐγούστου στὴ Βλαχέρνα, κὶ ἐπειδὴ τὸ περιεχόμενό του, μὲ χαρακτῆρα διηγηματικό, δογματικό, καὶ δοξολογικὸ – ἐγκωμιαστικὸ προσφερόταν γιὰ τὴ διάσωση καὶ τὴ λύτρωση τῆς Πόλης ἀπὸ τῇ δεινῇ περιστάσῃ.  Σύγχρονο καὶ ἐπίκαιρο γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς συγκεκριμένης πολιορκίας, μιᾶς ἀπὸ τὶς δύο ποὺ προαναφέρθησαν, εἶναι ὁπωσδήποτε τὸ προοίμιο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», ποὺ ἀντικατέστησε τὸ καθαυτὸ προοίμιο τοῦ ὕμνου, «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει».

Μὲ τὴ χρονολογία συνθέσεως τοῦ ὕμνου συνδέεται ἀναπόφευκτα τὸ ὄνομα τοῦ ποιητοῦ τοῦ ὕμνου, τοῦ μελῳδοῦ.  Ὁ ὕμνος φέρεται σὲ ὅλη τὴ χειρόγραφη παράδοση ἀνώνυμος, κὶ ὁ Συναξαριστὴς ποὺ τὸν συνδέει μὲ τὸ γεγονὸς τῆς διάσωσης ἀπὸ τὴν πολιορκία τοῦ 626 δὲν κάνει λόγο οὔτε γιὰ τὸ χρόνο τῆς συνθέσεως οὔτε γιὰ τὸν ποιητή του.  Ἦταν φυσικό, ἡ παράδοση σιωπηρά, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ μεγάλοι μελετητὲς νὰ ἀποδώσουν τὸν ἔξοχο αὐτὸ ὕμνο στὸν κατ᾽ ἐξοχὴν πρίγκηπα τῶν βυζαντινῶν ὑμνογράφων, τὸν Ῥωμανὸ τὸ μελωδὸ (α´ μισὸ ς´ αἰ.).  Ὑπάρχει καὶ μία μεταγενέστερη μαρτυρία, τοῦ ις´ αἰ., ὡς σημείωση σὲ κώδικα τοῦ ΙΓ´ αἰ. (τῆς μονῆς Βλατάδων 41, φ. 193α) ποὺ ἀναφέρει τὸ ὄνομα τοῦ Ῥωμανοῦ ὡς ποιητοῦ τοῦ ὕμνου.  Ὑπάρχουν ὅμως καὶ δύο ἐξίσου σοβαρές, ἀλλὰ σοβαρὲς ἐνδείξεις.  Ἡ μία εἶναι ὅτι στὴ λατινικὴ μετάφραση τοῦ ὕμνου, γύρῳ στὰ 800, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, ἀναφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Γερμανοῦ Α´ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (715-730 κοιμήθηκε 740) ποὺ ἤταν σύγχρονος μὲ τὰ γεγονότα τοῦ 718 “Incipit Hymnus de Sancta Dei Genetrice Maria, Victoriferus atque Salutatorius, a Sancto Germano Patriarcha Constantinopolitano”.  Ἡ ἄλλη περίπτωση εἶναι, ὅτι σὲ μία παλαιᾶ ἀχρονολόγητη εἰκόνα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ ἁγίου Νικολάου τῆς ὀνομαστῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυμα, εἰκονίζεται κὶ ἕνας μοναχὸς ποὺ κρατάει εἰλητάριο μὲ γραμμένο τὸ «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη».  Στὸ κεφάλι τοῦ μοναχοῦ ὑπάρχει ἡ ἔνδείξη «Ο ΑΓ. ΚΟΣΜΑΣ».  Αὐτὸς ὁ ἅγιος Κοσμὰς δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸν Κοσμὰ τὸ μελωδό, ποὺ κοιμήθηκε τὸ 752/4, κὶ εἶναι κὶ αὐτὸς σύγχρονος μὲ τὴν θαυμαστὴ λύτρωση τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τὴν πολιορκία τοῦ 718.

Ἡ δομή, τὸ ὕφος καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ Ὕμνου εἶναι μάλλον μεταρωμανικὰ στοιχεῖα, ὅπως κατάδειξε ὁ καθηγητὴς Νικόλαος Τωμαδάκης.  Ὁ ὕμνος ἀναφέρεται σὲ ὅλο τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο εἶναι βασικὸς παράγοντας ἡ Θεοτόκος.  Ἔτσι, ὁ μαριολογικὸς καὶ ὁ χριστολογικὸς χαρακτῆρας του εἶναι φανερός.  Εὔκολα μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀναφέρεται σὲ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῶν Χριστουγέννων – οἱ γιορτὲς χωρίστηκαν στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565) – ἀλλὰ εὔκολα ἐπίσης μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἐγκωμιαστικὸς καὶ δοξολογικὸς χαρακτῆρας τοῦ ὕμνου εἶναι πρόσφορος γιὰ κάθε περίσταση ποὺ ἡ θρησκεύουσα ψυχὴ θέλει νὰ ἀναφερθῇ στὸ θαῦμα τῆς σωτηρίας της.  Αὐτὸ δείχνει τὸ ὅτι ὁ ὕμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στὴ γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καὶ ἀργότερα, ἴσως ἀπὸ τοὺς εἰκονόφιλους μοναχοὺς τοῦ Στουδίου μεταφέρθηκε στὸ Σάββατο τῆς Ε´ ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν κὶ ἔτσι πλησίασε τὴν γιορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.  Κὶ ἴσως σὲ αὐτὴ τὴ μεταφορὰ μετατέθηκε καὶ τὸ ἱστορικὸ στὸν Συναξαριστὴ ἀπὸ τὸ 728, ποὺ ὁ αὐτοκράτορας τότε ἦταν ὁ ἀργότερα εἰκονομάχος Λέων Γ´ Ἴσαυρος, στὰ 626, τὰ χρόνια τοῦ θεοφιλοῦς βασιλέως Ἡρακλείου ποὺ πολεμοῦσε τοὺς Πέρσες νὰ ἐπανακτήσῃ τὸν τίμιο Σταυρό.

Τὸ περιεχόμενο καὶ ἡ δομὴ τοῦ Ὕμνου, σὲ γενικὲς γραμμές, εἶναι τὸ ἀκόλουθο.  Τὸ προοίμιο, καὶ τὸ Τῇ ὑπερμάχῳ καὶ τὸ Τὸ προσταχθέν, ἔχουν ἐφύμνιο τὸ Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε, ποὺ ἔχουν καὶ ὅλοι οἱ περιττοὶ οἴκοι, δηλαδὴ Α, Γ, Ε, κλπ., ἐνῶ οἱ ἄρτιοι οἴκοι, δηλαδὴ Β, Δ, Ζ, κλπ.

Κατὰ τὴν Τυπικὴ διάταξη , ὁ ὕμνος ψάλλεται ὁλόκληρος μὲ ὄρθρο τὸ Σάββατο τοῦ Ἀκαθίστου, καὶ τμηματικά, ἀνὰ 6 οἴκοι, μὲ Ἀπόδειπνο, κατὰ τὶς πρῶτες 4 Παρασκευὲς τῶν Νηστειῶν.  Πρέπει νὰ διευκρινισθῇ ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ ψαλμώδηση ἀλλὰ γιὰ ἀπαγγελία ἐκφωνητικὴ ἀπὸ Ἀρχιερέα ἢ ἱερέα, ποὺ στὸ τέλος τοῦ κάθε οἴκου οἱ χοροὶ τῶν ψαλτῶν ψάλλουν τὸ ἐφύμνιο «Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε» ἢ «Ἀλληλούια».

Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ μαρτυρία τοῦ Τυπικοῦ τοῦ Ἁγίου Σάββα ποὺ ὁρίζει «Δεῖ εἰδέναι, ὅτι εἰς τὴν λαύραν τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα οὐ παρελάβομεν εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ Ἀκαθίστου ψάλλειν τοὺς κδ´ οἴκους, ἀλλὰ δ´ τὸν πρῶτον, τὸν δεύτερον, τὸν τρίτον καὶ τὸν ὕστερον, (δηλ) Ὦ πανύμνητε μῆτερ, εἰς  δὲ τὴν ἑορτὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ψάλλομεν ὅλους».  Καὶ συμπληρώνει «εἰ δὲ θέλει ὁ προεστῶς γίνεται ἀγρυπνία καὶ ψάλλονται ὅλοι».  Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἔχει σημασία γιὰ τὰ μουσικολογικὰ θέματα ποὺ ἀφοροῦν κυρίως τὴν ἑρμηνεία τῆς σημειογραφείας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.  Ἡ πλήρης ψαλμώδηση δηλαδὴ τοῦ πολὺ μελισματικοῦ – ἐκτενοὺς – ὕφους, ἀπαιτεῖ πολὺ χρόνο, καὶ γι᾽ αὐτὸ ψάλλονταν μόνο κατὰ ἐπιλογὴ 4 οἴκοι.  Αὐτὸ τὸ γεγονὸς μαρτυρεῖ πῶς ἀπὸ πολὺ νωρίς, ἴσως ἐξ ἀρχῆς, τὰ κοντάκια δὲν ψάλλονταν ἀλλὰ ἀπαγγέλονταν, παράδοση δηλαδὴ ποὺ ἐνεργεῖται καὶ σήμερα.

----------

http://www.ec-patr.net/xairetismoi.htm