Αρχική Κείμενα από το Διαδίκτυο Οσίου Γρηγορίου του Παλαμά: Ομιλία στην προς τα άγια των αγίων είσοδο της Θεοτόκου
en el fr
Οσίου Γρηγορίου του Παλαμά: Ομιλία στην προς τα άγια των αγίων είσοδο της Θεοτόκου Εκτύπωση

Στα θέματα που υπερβαίνουν την ανθρώπινη δύναμη, είτε βάρος χρειάζεται να σηκώσουν είτε διαγωνισμό λόγων να κάμουν, οι πολύ ανώτεροι κατά την ρώμη του σώματος ή την ευφράδεια θα έλθουν ισόπαλοι με τους αδυνάτους αντιστοίχως, διότι και στα δύο παρομοίως με αυτούς δεν κατορθώνουν τίποτε και δεν επιτυγχάνουν τον σκοπό.

Κι’ όπως, αν κάποιος επιχειρήση να πιάση με το χέρι τα άστρα, έστω και αν είναι μακροχέρης, έστω και αν σηκώνη το χέρι επάνω από τους άλλους, απέχει από τα αιθέρια εκείνα υψώματα, όσο σχεδόν απέχουν οι πολύ μικρότεροι στη σωματική διάπλασι, έτσι και στα επάνω από το λόγο πράγματα, οι λόγιοι δεν είναι κατά τίποτε ανώτεροι από τους εντελώς αμορφώτους. Πραγματικά ποιός θα επιχειρήση να καταπιασθή με αυτά ενώπιον των οποίων ηττάται κάθε λόγος, και δεν θα φανή ότι καταπλακώθηκε από τον όγκο των πραγμάτων, κατά το παράδειγμα εκείνων που λέγεται ότι ευχήθηκαν ν ‘ αντισταθμήσουν οι ίδιοι το βάρος του σύμπαντος1 ή κατά το παράδειγμα των μυθευομένων ότι θα βαδίσουν τον δρόμο προς τον ουρανό2, τόσο υπολειπόμενος της αληθείας όσο το προκείμενο είναι ανέπαφο από λογισμούς και λόγους ανθρώπων, σαν υπερκόσμιο πράγμα, υπερβαίνον τα επίγεια και περίγεια και ευρισκόμενο και συναριθμούμενο ανάμεσα στα θεοειδή και θεία;

Στην περίπτωσι όμως της ακραίας κορυφής όλων των αγίων, δηλαδή της μητέρας του Θεού, καθώς διαβαίνει κατά το ψαλμικό «σε τόπο θαυμαστής σκηνής» και εισέρχεται στα άγια των αγίων «με φωνή αγαλλιάσεως και δοξολογήσεως» και με ένθεο ήχο εκείνων που τότε προέπεμπαν και ημών που εορτάζομε τώρα3˙ στην περίπτωσι λοιπόν αυτής της ανωτέρας και των αγίων στον ουρανό, όχι ένας οποιοσδήποτε αποχωρισόμενος από τους άλλους δεν θα έφθανε καθόλου σε ανταξία εξύμνησι, άλλ’ ούτε όλοι μαζί όσοι διασώθηκαν από τον υιό της, αν ήταν δυνατό να συνενωθούν και να γίνουν ένα στόμα, δεν θα το κατώρθωναν. Όλη η κτίσις θα υπολειπόταν να εισφέρη την κατάλληλη σ’ αυτήν δόξα, αφού έγινε μητέρα του κτίσαντος τα πάντα˙ πώς λοιπόν θα μπορούσαν να επαρκέσουν στα μεγαλεία που έγιναν από τον Υιό της οι λόγιοι μας, ακόμη και αν μας σκεφθής όλους ηνωμένους, και δεν θα ήταν σαν ρανίς ελαχίστη απέναντι στην άβυσσο της ανέκφραστης δόξας; Τόσο υπερβαίνει τις δυνάμεις μου τούτο το εγχείρημα και τόσο απέχει από το να νομίζω ότι έχω εξεύρει λόγο εγκωμίων που να αντισταθμίζη το υπερφυές της Θεομήτορος κατά την αρετή, το πραγματικά μακάριο και απολύτως ανώτερο από όσο σε όλη την κτίσι.

Πώς όμως θα μπορούσα να ικανοποιήσω με άλλον τρόπο τον πόθο ή να εκπληρώσω το χρέος ή να ομολογήσω τη χάρι των από αυτήν απείρων σ’ εμένα χαρισμάτων, παρά εξυμνώντας αυτήν με όλη μου τη δύναμι; Διότι ο μεν πόθος ανυψώνει, το δε χρέος, τόσο το κοινό όσο και ιδιαιτέρως το ιδικό μου, υποχρεώνει˙ η δε προηγηθείσα χάρις υπόσχεται και στο εξής την από εκεί συγγνώμη˙ και η φιλανθρωπία της αειπάρθενης νύμφης είναι αδιάλειπτη, και διαπερνά όλους τους υπηκόους, σαν να συνέχη και να συγκρατή όλα, ευρισκομένη κοντά και πάντοτε παρούσα στους επικαλουμένους, δια της ακούραστης και ωφελιμωτάτης προς τον από αυτήν γεννηθέντα Θεό πρεσβείας που κατορθώνει τα πάντα επωφελώς, όσο γνωρίζομε εμείς, αφού τα εμάθαμε από όσα αγαθά έγιναν σ’ εμάς από αυτήν κι’ ελάβαμε από αυτά βεβαιότερη πίστι.

Αυτήν λοιπόν επικαλούμενος κι’ εγώ με την ίδια πίστι, ελπίζω ότι θα την έχω έως το τέλος βοηθό, μόλις κατεβώ στο πέλαγος των θαυμάτων της. Προς εσάς δε, όσοι είσθε τώρα γύρω μας, δεν νομίζω αναγκαίο να δικαιολογηθώ και για όσα αργότερα συμβούν γύρω από αυτόν τον λόγο. Διότι εύκολα θα συγχωρήσετε, αφού λάβετε υπ’ όψι όλα, τον ομιλητή, τους λόγους, την υπερβολή του θέματος˙ και επί πλέον ότι και ο  καθένας από σας χρειάζεσθε συγγνώμη από όλους, όταν συνθέτετε ποικίλους ύμνους προς τη Θεοτόκο (και βέβαια συνθέτετε πολλούς, διότι όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να δώσωμε την εισφορά στη μητέρα του  Θεού, από κοινού όλοι κι’ ο καθένας χωριστά, ιδιαιτέρως και σε συνεργασία), αποδίδοντας την οφειλομένη ευφημία, αλλά γνωρίζοντας ότι απέχετε από την επάξια εξύμνησι˙ επομένως μετέχοντας και στις από παλαιά δια μέσου των αιώνων συντεθειμένες ωδές, κάθε ημέρα και ώρα τελείτε συνεχώς μελωδικό και ατελείωτο χορό γύρω από αυτήν την ουράνια παστάδα.

Εμπρός λοιπόν, θείο στρατόπεδο, ιερό θέατρο, χορός αρμονισμένος με το ουράνιο πνεύμα, συνεργασθήτε μαζί μου και σ’ αυτόν τον λόγο και κάμετέ τον κοινό, όχι μόνο ανοίγοντας τ’ αυτιά και εντείνοντας τη διάνοια, αλλά και προσφέροντας την βοήθεια δι’ ειλικρινούς ευχής˙ έτσι ώστε ο Λόγος του Πατέρα από επάνω, επιλαμβανόμενος των λόγων, να δώση ώστε να μη ειπώ πράγματα εντελώς απάδοντα αλλά μάλλον να συνθέσω κάτι εναρμόνιο στις φιλόθεες ακοές. Χρειάζονται δε πλούσια την από τον Θεό βοήθεια οι αποδυόμενοι σε τέτοια αγωνίσματα, τα οποία είναι έργα της από εκεί εμπνεύσεως, καταλληλότερα και τελειότερα από τα ανέκαθεν γενόμενα. Διότι ο Θεός, εμφυτεύοντας στη γη από την αρχή κάθε είδος των αισθητών και αισθητικών, επειδή τίποτε από όσα είχαν γίνει επάνω σ’ αυτήν δεν εχωρούσε νου, έπλασε τον άνθρωπο χωρητικό του νου. Επειδή δε πάλι, αν και το γένος επρόκοψε, κανένας από τους ανθρώπους δεν ήταν όπως έπρεπε, χωρητικός δηλαδή του Θεού «δια του οποίου προέρχονται τα πάντα και για τον οποίον είναι τα πάντα», για να ομιλήσωμε κατά τον Απόστολο,4 έκαμε έπειτα κατά την ευδοκία του αυτήν την αειπάρθενη, για να ομιλήσω έτσι, ανάκτορό του˙ κι έτσι αυτή εφάνηκε, λόγω της άκρας καθαρότητός του, χωρητική του πληρώματος της θεότητος σωματικώς, και όχι μόνο χωρητική (ποία εξαίσια θαύματα!), αλλά και γεννητική και ποιοτική θείας συγγενείας για όλους τους πριν από αυτήν και μετά από αυτήν ανθρώπους.

Καθώς δύο γένη εκλέχθηκαν από τον Θεό καθ’ όλους τους αιώνες, στο μέσο τους στέκεται η Θεοτόκος, εξέχουσα, περίλαμπρη, σαν εστία και κέντρο θείων και ανθρωπίνων χαρίτων, και θα ελέγαμε κοινωφελεστάτη άμιλλα του ουρανού και της γης και των πέρα από αυτά. Πραγματικά, του μεν πνευματικού Ισραήλ, δηλαδή του χριστωνύμου πληρώματος, αυτή είναι η θειοτάτη αρχή, αφού έγινε αιτία του υπεράνω αιτίας και δι’ αυτού μετέθεσε το γένος από τη γη και κατέστησε όλους τους ανθρώπους ουρανίους, αναδεικνύοντάς τους πνεύμα αντί για σάρκα και κάμνοντάς τους τέκνα Θεού. Του δε σωματικού Ισραήλ, από τον οποίο εγεννήθηκε κατά σάρκα, ανέβασε τους προγόνους σε τέτοια δόξα, ώστε να ονομάζωνται εξ αιτίας της και θεοπάτορες. Μάλλον δε, για να ειπώ και κάτι καταλληλότερο στην αξία της Παρθένου νύμφης, δεν εμεσίτευσε σε εκλεκτά γένη, αλλά ανάμεσα στο Θεό και σ’ όλο το ανθρώπινο γένος, καθιστώντας τον μεν Θεό υιό ανθρώπου, τους δε ανθρώπους υιούς Θεού. Μόνο δε αυτή αποδείχθηκε πάνω από τη φύσι μητέρα του Θεού κατά φύσι, και με τον άφραστο τόκο έγινε βασίλισσα κάθε εγκοσμίου και υπερκοσμίου κτίσματος˙ διότι «όλα έγιναν δια του γεννηθέντος από αυτήν και χωρίς αυτόν δεν έγινε τίποτε από τα γενόμενα».5

Σύμβολα δε της βασιλείας είναι γι’ αυτήν όχι ο εφοδιασμός με στέμματα, που είναι για τους πολλούς ανέγγικτα, και λίθοι και χρώματα και υφάσματα εξαίρετα και βασιλικός στολισμός διαφορετικός από τους χαμηλά ερχομένους, εφευρημένος από εκείνους οι οποίοι δεν μπορούν να υψωθούν από τα γήϊνα και στους οποίους μάλλον τα ενδύματα βασιλεύουν της ψυχής. Σύμβολα γι’ αυτήν  είναι χάριτες απόρρητες και ακατάληπτες δυνάμεις και ενέργειες υπερφυείς, που κατευθύνουν ψηλά και υπεράνω των ουρανίων διακόσμων ακόμη˙ προσφωνήσεις καλι μηνύματα θεία, που μετασκευάζουν προς το καλύτερο τους νόμους της φύσεως, έλευσις του θείου Πνεύματος, επισκίασις δυνάμεως του Υψίστου, υπερφυεστάτη σύμπτωσις συλλήψεως και παρθενία, κένωσις Θεού Λόγου, κυοφόρησις αειπαρθένου κόρης, θαύμα σε θαύματα, απόλυσις παιδιού από γαστέρα και γέννησις από απείρανδρη που δεν έλυσε αλλά διατήρησε ακέραια τα σύμβολα της παρθενίας.

Πραγματικά ποιός θα μπορούσε, δεν λέγω να καταδυθή στο βάθος, αλλά και να σκύψη απλώς στα αληθώς άδυτα και να φθάση στα πρόθυρα του καταλύματος, στο οποίο κατασκήνωσε ο εγκατεστημένος επάνω από το όν, ο βασιλεύς των ουρανών, ο Κύριος των κυριοτήτων, που έχει εκ φύσεως ανειλημμένο το κράτος των πάντων; Ποιός λόγος θα μπορούσε να φθάση για λίγο κοντά στην αξία, έστω και αν αφήνοντας τα κατ’ αυτήν διηγήται τα γύρω από αυτήν, τα πριν από τον απόρρητο δηλαδή και μετά τον απόρρητο τόκο; Ποιός θα μπορούσε να εκφράση την από άνω χορηγία της απόρρητης τροφής, την από τον ουρανό καθοδήγησι εκείνων που φθάνουν από μακριά για προσκύνησι, την από πλήθος αγγέλων δοξολογία που συνάπτει τα ουράνια με τη γη και τα συνάγει προς υποταγή σ’ αυτήν την παγκόσμια βασίλισσα; Αλλά βέβαια και πριν από όλα αυτά ακόμη και εξ αιτίας αυτών υπήρξαν προρρήσεις θεολήπτων προφητών, θαυματοποιίες που προεδείκνυαν με αινίγματα ότι θα γίνη το μέγα θαύμα, θεσμοί πνεύματος που προδιατύπωναν ποικιλοτρόπως την αλήθεια που πραγματοποιόταν, μεταβολές γενών και πραγμάτων που προετοίμαζαν τον δρόμο για το παράδοξο μυστήριο, η αποτελεσματική επαγγελία του Θεού προς τον Ιωακείμ και την Άννα ότι στα γεράματα θα γεννήσουν παιδί οι από τα νιάτα τους άγονοι, ευχή του θαυμαστού αυτού ζευγαριού προς τον Θεό ότι θα αντιδώσουν την δοσμένη στον δώσαντα. Σύμφωνα με αυτήν την αξιόπιστη και δικαιοτάτη ευχή επραγματοποιήθηκε η άνοδός των προς τον θείο ναό μαζί με την επαγγελθείσα και η εξαίσια είσοδος αυτής της βασίλισσας στα άγια των αγίων, τον χώρο που ήταν καθωρισμένος για τον Θεό μόνο, από τον οποίο μόνο αυτός ωμιλούσε προς τους κατά καιρό αρχιερείς που εισέρχονταν μια φορά το έτος,6 όπου η παρθενομήτωρ τριετής εισέδυσε και διέμεινε για χάρι μας.

Γι’ αυτό και πανηγυρίζομε σήμερα, αφού είδαμε το κοινωφελές κατόρθωμα της απαράμιλλης καρτερίας, την δι’ αυτής υπερφυά κάθοδο του Θεού προς τη γη και την δι’ αυτού υπερενδοξοτάτη άνοδο ημών προς τον ουρανό. Εκεί στα ιερά άδυτα ζώντας η θεόπαις, «έκαμε τις ιεραποδημίες στην καρδιά της»,7  που φθάνουν πραγματικά έως τους ουρανούς και έλκουν από εκεί έως εμάς τον επουράνιο δεσπότη. Εκεί εφάνηκε όλη «η δόξα της θυγατέρας του βασιλέως από μέσα» κατά το γραμμένο.8  Επειδή δε με τα απόρρητα κάλλη της αγνείας αυτή υπερείχε όλων των ανθρώπων, ο Θεός από αυτήν επέλεξε να κατασκευάση σαν από τηλαυγές χρυσάφι εικόνα συμφυά σ’ αυτόν, ο ποιητής από το ποίημα, και, αφού έγινε κατά το ομοίωμα ανθρώπων (ώ πόσο ανεκλάλητη είναι η φιλανθρωπία σου, δέσποτα!), προσάρμοσε το πλάσμα του προς τη δική του αξία, του πλάστη.

Βλέπετε το πλέξιμο των παρθενικών στεμμάτων; Βλέπετε την κοινωφελή ιδιότητα ομοτίμων, αφού με κάποια τύχη τους έκαμε υφισταμένους, χωρίς να προσφέρη στον εαυτό της τίποτε ανώτερο από ονόματα, και υπέταξε τους ομοφύλους κατά τους επιγείους θεσμούς, που επιτρέπουν να διαφέρουν σε ύψος από τους ξαπλωμένους κάτω και όχι από τους ορθίους; Αλλά, αφού μετέσχε ανωτέρους αξιώματος και υπερτέρας δυνάμεως και της χειροτονίας από τους ουρανούς, έγινε βασίλισσα υψηλοτάτη των υψηλών και μακαριωτάτη των μακαρίων, που απαστράπτει από παντού, από το σώμα και την ψυχή, λαμπρότατες και θειότατες μαρμαρυγές. Ο Θεός θέλοντας να στήση εικόνα κάθε καλού και να επιδείξη καθαρά τη δύναμί του γι’ αυτά, και στους αγγέλους και στους ανθρώπους, κατήρτισε κοινό κόσμο ορατών και αοράτων, μάλλον δε παρουσίασε κράμα όλων των θείων και ανθρωπίνων χαρίτων και καλλονή ανώτερη που στολίζει και τους δύο κόσμους. Έτσι, την κατεσκεύασε τόσο πάγκαλη, αφού συνήγαγε όλα εκείνα με τα οποία μοιράζοντάς τα εκόσμησε τα πάντα, επιδεικνύοντας ένα εξαίσιο τρόπο της σ’ αυτόν μόνο ανηκούσης δημιουργικής δυνάμεως και πραγματικά αρμόζοντας στη μητέρα του φωτός.

Όπως, δηλαδή, όταν αρχικά έβαλε τον μεγάλο φωστήρα στην αρχή της ημέρας, πρώτα μεν κατεσκεύασε το φως απολύτως σκόρπιο, έπειτα τον δίσκο του ηλίου που το εδέχθηκε,9 έτσι και τώρα την αειπάρθενη μητέρα του κατέστησε λαμπτήρα θείου και απορρήτου και όλου του σχετικού με την αρετή φωτός, αφού πρωτύτερα το αγαθό ήταν διαχυμένο σε όλους, έπειτα δε συνήλθε σ’ αυτήν υπεράνω παντός νου και λόγου κάθε είδος αρετής και όσο αυτή υπερτερεί. Όσα λοιπόν ήρκεσαν σε όλους τους από ανέκαθεν αρίστους, ώστε μοιράζοντάς τα να είναι άριστοι και όσα όλοι οι επί μέρους έχουν λάβει σαν χάρισμα, άγγελοι και άνθρωποι, αυτά όλα αφού τα συμπεριέλαβε και τα διατηρεί με περίσσεια όσο δεν περιγράφεται, υπερεκχύνει πλούσια τη χάρι και προς τους τιμώντας αυτήν, χαρίζοντας ακόμη και αυτό το να ανυψώνωνται προς αυτήν σαν δίσκο με τόσο μεγάλα χαρίσματα και από αγαθότητα προσφέροντας επί πλέον τα καλύτερα. Και ποτέ δεν θα παύση να διάκειται ευμενώς προς όλους τους ανθρώπους και να παρέχη σ’ εμάς αυτήν την ωφέλιμη προσφορά και πλουσία συνεισφορά.

Αλλά όταν αποβλέψη κανείς σ’ αυτήν την συγγένεια και χορηγία κάθε αγαθού, θα ειπή ότι η παρθένος στην αρετή και στους ζώντας κατ’ αρετή είναι τούτο, ό,τι ο ήλιος στο αισθητό φως και στους ζώντας κάτω από αυτό και ότι εκείνο που συνέβηκε στην αρχή με τη δημιουργία του ηλίου είναι υπογραμμός και τύπος των απορρήτων που έχουν γίνει έπειτα απ’ αυτήν. Εάν δε μεταφέρη κανείς τα μάτια της διανοίας προς τον ήλιο που ανέτειλε θαυμαστώς από αυτήν στους ανθρώπους, ο οποίος έχει και παραέχει εκ φύσεως τα προσδοθέντα σ’ αυτήν κατά χάριν˙ εάν λοιπόν μεταφέρη σ’ αυτήν τα μάτια της διανοίας, η παρθένος θα εμφανισθή αμέσως ουρανός που έχει την καλοτυχία δι’ όλων των αγαθών τόσο λαμπρότερη θείως από τους κάτω από τον ουρανό και από τους υπεράνω αυτού χαριτωμένους, όσο είναι μεγαλύτερος του ηλίου ο ουρανός και λαμπρότερος του ουρανού ο ήλιος.

Ποιός, λόγος, Θεομήτορ Παρθένε, μπορεί να περιγράψη το θεαυγές κάλλος σου; Διότι δεν είναι δυνατό να ορίζωνται τα προσόντα σου με λογισμούς και λόγους˙ όλα υπερβαίνουν και νου και λόγο. Να σε υμνούμε όμως είναι δυνατό, εφ’ όσον εσύ το δέχεσαι φιλανθρώπως. Διότι εσύ είσαι και τόπος όλων των χαρίτων και πλήρωμα παντοειδούς καλοκαγαθίας και πίνακας έμψυχος κάθε αρετής και χρηστότητος σαν η μόνη από όλους αξιωμένη όλων μαζί των χαρισμάτων του Πνεύματος, μάλλον δε και η μόνη που παραδόξως έλαβες ένοικο στα σπλάχνα σου εκείνον στον οποίο ευρίσκονται όλων τούτων οι θησαυροί, και τούτου παράδοξη σκηνή έγινες, κι έτσι και κατά το σώμα τον εφρόντισες από βρέφος τόσο, ώστε παραδόξως να σε δεχθή και ως σύσκηνη από παιδική ηλικία, δεικνύοντας από τότε ακόμη ότι είσαι αμετακίνητη εστία των χαρίτων του από τέτοια κα τόσο παράδοξα πράγματα.

Τόσο πολύ έχεις αξιωθή μεγαλύτερα πρεσβεία από ταιριαστά στους ανθρώπους καθ’ όλα, ώστε και παράδοξη γέννησι να έχης λάβει και παραδοξότερη αγωγή και ακόμη παραδοξότερα το να γεννήσης χωρίς πείρα ανδρός, και να στολισθής μεν ως προς τη γέννησί του με τις επαγγελίες από Θεό και ανθρώπους, δηλαδή τους γονείς σου (διότι αυτοί αντιυποσχέθηκαν καλώς πράττοντας την υπεσχημένη πάλι σ’ αυτόν από τον οποίο εδέχθηκαν την επαγγελία), να κοσμηθής δε εσύ και να κοσμήσης όλον τον κόσμο με τις κατά καιρό υπερκόσμιες επαγγελίες. Πραγματικά έπειτα από λίγο επαγγέλθηκε σε σένα αυτός, από τον οποίο και για τον οποίο έγινε τέτοια επαγγελία, ώστε οι επαγγελίες στους φίλους του Θεού από παλαιότατα για ό,τι συνέβηκε με σένα και τα μεγάλα θεάματα εποψίας να είναι απλώς σαν μυστικές εμφάσεις και απόρρητες ιδέες˙ διότι εσύ μόνη από όλους ετελείωσες τις θεωρίες όλων ξεπερνώντας την κοινή όλων φύσι με την προς τον Θεόν συνάφεια όχι μόνο κατά τον απόρρητο τόκο, αλλά και κατά την προηγηθείσα κοινωνία προς εκείνον από άκρα καθαρότητα για κάθε αγαθό.

Έπρεπε λοιπόν εκείνη που θα εγεννούσε «τον ωραίο παραπάνω από τους υιούς των ανθρώπων»,10  να είναι και αυτή απαράμιλλη για όλους σε όλα, και να εφοδιασθή από παιδική ηλικία σχεδόν με θαυμαστό κάλλος, που θα είναι οπωσδήποτε ακριβώς ταιριαστό σ’ αυτήν, ώστε και από την επιφαινομένη σε όλα ομοιότητα να αναγνωρίζεται σαν παιδί αειπάρθενης κόρης και κάθε οφθαλμός που βλέπει να κηρύσση την κατά την σάρκα προέλευσι του απάτορος. Διότι ποια λογική θα είχε γενικώς, αυτός που με το λόγο συνέστησε τούτο το σύμπαν και το εκαλλώπισε με πολυειδείς καλλονές, να μη μεταδώση εντελώς και οπωσδήποτε από την καλλοποιό δύναμι, από την οποία εγνώριζε ότι και αυτός θα μεταλάβη λίγο αργότερα, σ’ εκείνην δια της οποίας επρόκειτο αυτός να το λάβη κατά φύσι; Γι’ αυτό λοιπόν αυτός που στολίζει τα κρίνα του αγρού καλύτερα από την στολή του Σολομώντος τη βασιλική,11 αυτός διεκόσμησε έτσι υπερφυώς και την παρθένο από την οποία επήρε την περιβολή κατά τον άνθρωπο, καθιστώντας την σε όλους περίβλεπτη, αφού είναι θείο καταγώγιο όλων μαζί και του καθενός χωριστά από τα καλά και αγαθά. Μόνη αυτή από τους ανέκαθεν ανθρώπους δεν εφάνηκε καθόλου σε τίποτε ελλιπής, αλλά εξεπέρασε όλους σε όλα υπερβολικά κατά πολύ, όσο διαφέρει ο ουρανός από τη γη, ώστε να διαφαίνεται και σ’ εμάς σαν να στεκώμαστε όπως οι αστροθεάμονες από μακριά και να βλέπωμε προς τα κατ’ αυτήν ατενώς.

Λοιπόν λέγεται ότι το γένος των ανθρώπων παρήχθηκε από τον Θεό για τούτο ακριβώς˙ αισθανόμενοι τον ουρανό και τη γη και τα ευρισκόμενα μέσα σ’ αυτά όλα ως αισθητά και διαβαίνοντας με τον νου δια μέσου αυτών στα κάλλη των αοράτων, να υμνούν τον κοινό όλων δημιουργό Θεό. Αλλά αυτή που υμνείται τώρα από εμάς δεν θα μπορούσε να ειπή κανείς ότι έγινε γι’ αυτόν τον λόγο μάλλον, παρά για να πείση τους βλέποντας προς αυτήν να θαυμάζουν τον δημιουργό, αφού αυτή εφάνηκε με πολύτροπες καλλονές επάνω στη γη ως θαύμα θαυμάτων και ξεπερνά σε λάμψι τους ουρανίου φωστήρες και νόες. Ευλόγως˙ διότι αν «της θυγατρός του βασιλέως όλη η δόξα είναι από μέσα»,12 δεν είναι τα απ’ έξω και γύρω της αταίριαστα, άλλ’ είναι δικαίως σύμφωνα.

Θα το καταλάβης, αν προσέξης, ότι και του ψαλμωδού προφήτη το νόημα προς τούτο κατατείνει˙ διότι, δεν είπε όλη η δόξα της θυγατέρας του βασιλέως είναι μέσα, αλλά από μέσα, χυνόμενη δηλαδή σαν φως από μέσα προς τα έξω, εξηγώντας σε όλους τους παρατηρητάς την μέσα σαν από άκρα απάθεια κλειομένη ευπρέπεια και δεικνύοντας ότι η παρθενική ψυχή είναι πραγματικά πάγκαλη. Εάν αληθινά ο σώφρων Ιωσήφ δικαίως ωνομάσθηκε πάγκαλος,13 πώς δεν θα διαφέρει από εκείνον στην τέλεια ωραιότητα, όσο απέχει η παρθενία από τη σωφροσύνη, και μάλιστα παρθενία που βαδίζει εφάμιλλα με τα ασώματα, μάλλον δε όσο διαφέρει από τη σωφροσύνη όλη η αρετή και η χάρις που ενοίκησε μαζί με την ακραιφνεστάτη παρθενία σε μια ψυχή; Ώστε στον μεν Ιωσήφ δεν θα ταιριάση καθ’ όλα αυτό το όνομα ή ίσως έχει ονομασθή πάγκαλος κατά το σώμα μόνο˙ εκείνη δε έχει και την ψυχή επώνυμη κάθε αγαθού και την φέρει πάγκαλη πραγματικά να κατοική σε πάναγνο σώμα, ώστε σ’ αυτούς μεν που βλέπουν σαν εμάς να υποδεικνύεται απ’ έξω, στο διορατικό δε πνεύμα της προφητείας να γνωρίζεται από μέσα.

Επί πλέον έχοντας από την μητρική ακόμη κοιλιά τέτοια θεία χαρίσματα και φυσικά δώρα, δεν εδέχθηκε ούτε καμμιά άλλη επίκτητη φύσι (διότι έτσι νομίζω ότι πρέπει να ονομάζωμε τα από τους διδασκάλους αποκτήματα) να εισφέρη μέσα της φοιτώντας σε διδασκάλους. Αντίθετα, αφού παρέδωσε στον Θεό τον ηγεμονικό νου ως υπήκοο σ’ όλα, εγκατέλειψε δε τελείως τα διδάγματα των ανθρώπων, κι έτσι εδέχθηκε άφθονη την από άνω σοφία, στο σημείο της ηλικίας που οι γονείς τοποθετούν τα παιδιά χωρίς τη θέλησί τους ως νήπια κάτω από την καθοδήγησι νηπιαγωγού και τα παραδίδουν σε γραμματοδιδασκάλους, αυτή παρακάθεται μαζί με τον Θεό σε άγια άδυτα σαν σε θεσπέσια ανάκτορα, ως βασιλικός έμψυχος θρόνος ανώτερος από κάθε έδρα, στολισμένος ολόκληρος με αρετές που πρέπουν σε τέτοιον βασιλέα που κάθεται σ’ αυτόν.

Επειδή δηλαδή ο έμψυχος τούτος θάλαμος του παμβασιλέως δεν έπρεπε να ευρίσκεται εμπρός σε όλους τους οφθαλμούς, όπως επιβεβαιώνουν και τα λόγια που λέγουν ότι ο Θεός οικεί απρόσιτο φως,14 δηλαδή αθέατο˙ επειδή λοιπόν δεν έπρεπε να έχη όλη τη διαγωγή του βίου του από όλους θεατή το σκήνωμα στο οποίο κατασκήνωσε επάνω στη γη ο Ύψιστος, γι’ αυτό ποθούνται από την μητροπάρθενο ευθύς αμέσως από τη βρεφική ηλικία ως ενδιαίτημα τα άγια των αγίων, το σκήνωμα του θείου ονόματος, όπως λέγει ο Δαβίδ.15  Διότι πού θα ήταν ταιριαστότερο να κατοικήση η αληθινά αγία των αγίων; Πού αλλού θα ήταν καλύτερο να στηθή η αληθινή σκηνή του Θεού; Πώς δεν έχει τοποθετηθή σωστά η αληθινή σκηνή επάνω σ’ αυτήν την τυπική; Η σκηνή στην οποία κατασκήνωσε ο εγκατεστημένος υπεράνω όλου του όντος, ο αληθινός βασιλεύς, ο δεσπότης των βασιλευόντων, αυτός που εφόρεσε την θαυμαστή και πολύχρωμη αλουργίδα που έχει συνυφανθή με την κτιστή και άκτιστη φύσι, η σκηνή που λαμπρύνεται όχι με τη λάμψι μετάλλων, άλλ’ είναι γεμάτη με λογικά χαρίσματα, η σκηνή που δεν περιέχει τύπους ασωμάτων ή απαρχές σωματικών τύπων, αλλά φέρει μέσα της υπερφυείς και απόρρητες αστραπές νοεράς καθαρότητος, την θεοειδή γνώμη, την θεάρεστη αίγλη της παρθενίας, τις θεοπρεπείς λάμψεις όλων των αγαθών, και για να ομιλήσω συντομώτερα, τον αληθινό τόπο του Θεού που συνέχει τα πάντα;

Γι’ αυτήν προφανώς, προβλέποντας ότι θα γίνη έμψυχος τόπος του Θεού, ήγειρε εκείνην τη σκηνή ο Μωϋσής και χάριν αυτής προετοίμασε εκείνα τα άδυτα και, αφού έμαθε από τον Θεό όσα θα της συμβούν, τα αξίωσε των κατ’ εξοχήν ανωτέρων επωνυμιών˙ έτσι έδειξε από πριν σε όλους με έργο και λόγο την αλλοιώτικη και υπερβολική από βρεφική ηλικία αξία της. Όχι δε μόνο με τον τρόπο επήρε από την αρχή τον τόπο καταλληλότατο η θεόπαις Παρθένος, αφού επήρε το ανώτερο από όλα αξίωμα του σκηνώματος, καθώς υπερέβαλλε όλους κατά την αξία του ήθους, αλλά και επρόβαλε καθαρή απόδειξι περί του μυστηρίου που θα συνέβαινε σ’ αυτήν. Διότι η θεόπαις αυτή έλαβε παραδόξως τον τόπο που ήταν ξεχωρισμένος για μόνον τον Θεό, που ήταν αφιερωμένος σ’ αυτόν για κατοίκησι, από όπου ο Θεός εχρησμοδοτούσε στον Μωϋσή και τον Ααρών και στους διαδόχους των κατά το αξίωμα, καθώς επλησίαζαν κατά μακρά διαλείμματα, και όπου επιστευόταν ότι κατοικεί και στα ενδιάμεσα εκείνων των χρηματισμών αδιαλείπτως˙ αυτόν λοιπόν τον τόπο αφού έλαβε η θεόπαις για εγκατάστασι για όχι ολίγα χρόνια, εδείκνυε σε όλους όσοι έχουν νου και προεκήρυττε ότι πάντως θα είναι αληθινή εστία και διατριβή του Θεού και ιλαστήριο εκείνου ασυγκρίτως καλύτερο και θεοπρεπές ταμείο της κορυφαίας ακρότητος των μυστηρίων του Πνεύματος.

Εκτός από αυτά παρείχε και σιωπώντας αξιόλογη αντιλογία στους βλέποντας, ότι δεν εκλέγει παραλόγως τον ήσυχο και ακοινώνητο με όλους βίο. Αυτά τα άγια των αγίων είναι αθέατα από τους οφθαλμούς σχεδόν όλων και έχουν αποκλεισθή από τους ανθρώπους όλους με διατειχίσματα και παραπετάσματα συμπτυσσόμενα και με προθυραία πέπλα και παρακαλύμματα που δεν ανοίγονται για κανένα απολύτως εκτός από τον κατά τους νόμους αρχιερέα, και αυτόν εισερχόμενο μια φορά το έτος και καθιστώντα τον Θεό ίλεω προς τον εαυτόν του και προς όλους τους ευρισκομένους έξω. Πώς λοιπόν η τράπεζα της τρυφής των αγγέλων, το έδαφος του αειθαλούς μάλλον δε του αϊδίου φυτού, το κοινό ιλαστήριο όλου του γένους των ανθρώπων, στο οποίο μια φορά στους αιώνες εισέδυσε ο θεαρχικώτατος και μόνος αρμοστός για μας κατά τον απόστολο αρχιερεύς16  και στο οποίο εσυμφιλίωσε και ήνωσε τους ανθρώπους αμερίστως, πώς λοιπόν αυτό το παρθενικό κειμήλιο δεν θα ετηρείτο σε άδυτα διάγοντας αόρατο σε όλους τους ανθρώπους βίο;

Αν δε και των παλαιών αγίων «δεν ήταν άξιος ο κόσμος» κατά τον απόστολο17,  πώς θα ήταν επάξιος αυτής που είναι ανωτέρα και των αγίων στους ουρανούς; Λάβε όμως υπ’ όψι σου πόση είναι η υπεροχή της παρθένου και σε τούτο˙ για εκείνους, αφού φεύγουν τη διαμονή με ανθρώπους, όπως λέγει ο ίδιος, κατοικία είναι «τα όρη και οι ερημίες και οι οπές της γης», σ’ αυτήν δε εδόθηκαν για ενδιαίτημα τα άγια των αγίων, στα οποία επιτρέπεται να εισέλθη η Πάναγνη πριν φθάση σε ηλικία παιδιού, αν και έδειξε ότι είναι φρονιμωτέρα από εκείνους που έχουν φθάσει στην ηλικία της φρονήσεως.

Διότι αυτή, όντας δοτή από τον Θεό και προς τον Θεό ακόμη και πριν από τη γένεσι (και πώς μπορούσε να μη είναι αυτή που και πριν από τους αιώνες ήταν προωρισμένη για κατοικητήριο του ποιητού των αιώνων;)˙ όντας λοιπόν δοτή στο Θεό και καρπός ευχής και παρακλήσεως δικαίων (ώ, τί πτερά εκείνης της προσευχής! Τί παρρησία που ευρήκε προς τον Κύριο! Τί καρδιές κι εκείνες, τόσο άσπιλες ώστε ν’ αναπέμψουν τέτοια προσευχή που έφθασε τόσο υψηλά και επέτυχε τόσο πολλά!)˙ όντας λοιπόν τέτοιας ευχής καρπός η παρθένος ωδηγήθηκε από τους γονείς πάλι ως πολύ αγαπητή προσφορά στον δώσαντα με ευχή (τί άριστο ζευγάρι κι εκείνο! Τί επίλεκτο ζεύγος που εκαλλιεργούσε, για τον Θεό κι έδιδε ως δώρο ενδιαίτημα αγαπητότερο από τον ουρανό!) λοιπόν ωδηγόνταν σαν βλαστός υπεράγιος, αφειμένος από αγία ρίζα, βλαστός που έφθανε από τη γη στον ουρανό με το μέγεθος της αξίας, βλαστός που θα πετούσε έπειτα από λίγο το προαιώνιο και αμάραντο άνθος, βλαστός που θα εβλαστούσε εκείνον με του οποίου τον λόγο μόνο εβλάστησε όλη η φύσις και τα υπεράνω αυτής˙ ωδηγόνταν λοιπόν ο βλαστός αυτός, για να εμφυτευθή (Δαβίδ λαμπρέ, ελθέ να ειπής μελωδικά με την κιθάρα), «σαν ελαία καρπερή στον οίκο του Θεού»,18 σαν δένδρο που θα δώσης τέρμα στα μυστήρια του Θεού και θα καρποφορήσης αρρήτως «κοντά στις πηγές των υδάτων»19  του Πνεύματος.

Αναβιβαζόταν δε στο Θεό η Θεομήτωρ από τους γονείς, όχι προέφηβος, όχι παιδί, όχι λίγο απέχοντας από αυτά, αλλά όταν ήταν μόλις τριών ετών, και είχε αποκοπή από το θήλασμα και τη δίαιτα της αγκαλιάς χθες ή προχθές. Αλλά σ’ αυτό το σημείο της ηλικίας εδείκνυε το πρέπον σε όσους γνωρίζουν να κρίνουν αλάθευτα˙ διότι εφαινόταν να προχωρή με απόρρητη ευφροσύνη. Όταν ήδη έφθασαν κοντά στα πρόθυρα του ιερού, ενώ νεάνιδες ευγενείς ενδυμένες επάξια προς το γένος τους την περιστοίχιζαν κρατώντας λαμπάδες κι έτσι με επισημοτάτη πομπή την προέπεμπαν μ’ ευταξία προς το εσωτερικό, σ’ αυτό το σημείο εφάνηκε ότι αισθανόταν καλύτερα από όλους όσα συμβαίνουν και πρόκειται να της συμβούν. Σεμνή τότε και χαρούμενη και θαυμαστή με το κατάλληλο παράστημα και ήθος και φρόνημα προχωρούσε πολύ εύτακτα δια μέσου των άλλων˙ έπειτα αναμιγνύοντας με προθυμία την τάξι και επιταχύνοντας βαθμιαίως το βήμα και προσπερνώντας τον γύρω της χορό των παρθένων προηγήθηκε από όλες αυτές που ακολουθούσαν έπειτα από αυτήν, ώστε να είναι φανερό ότι σ’ αυτήν αναφέρεται το ψαλμικό εκείνο, «θα προσαχθούν στον βασιλέα παρθένοι οπίσω της˙ οι συνοδοί της θα προσαχθούν μ’ ευφροσύνη και αγαλλίασι, θα οδηγηθούν στο ναό του βασιλέως».20

Τώρα δε, αφού εφάνηκε και ο αρχιερεύς να έρχεται σε συνάντησί της και είπε προς αυτήν εκείνο το προφητικό, «άκουσε σε, θυγατέρα, και ίδε και σκύψε το αυτί σου και λησμόνησε τον λαό σου και τον οίκο του πατρός σου και ο βασιλεύς θα ποθήση το κάλλος σου»,21 εστάθηκε για λίγο σεμνοπρεπώς και ανασηκώθηκε, ακούοντας αυτά, κι ευθύς εγκαταλείποντας όλους, γονείς, τροφούς, συνομήλικες, και αποχωρίσθηκε από τους συναγμένους, μόνη εντελώς, χαρούμενη προχωρεί προς τον ιεράρχη μ’ ευχαρίστησι, κυττάζοντάς τον με χάρι και γλυκύτητα και επιβεβαιώνοντας με τους τρόπους που μπορούσε και με ψελλίσματα την ολοσχερή παράδοσι προς τον Θεό.

Άραγε δεν προκαλούν έκπληξι όλα αυτά; πώς η τριετής παραδίδεται στον διευθύνοντα τα βήματά της κατά την ανώτερη πρόνοια και κρίνει μόνη της ανάμεσα στη φύσι και στον κτίστη της φύσεως και απονέμει την προτίμησι στο ανώτερο, από την αγκαλιά του πατέρα και της μητέρας προκρίνει τον Θεό και από τα χάδια του σπιτιού προτιμά τον ναό του Θεού και τον εκεί ιεράρχη, τα πάντα μεν μη υπολογίζοντάς τα καθόλου, τον δε Θεό και τα θεία έχοντάς τα για τα πάντα, γι’ αυτό και προσέτρεξε σ’ αυτά ευχαρίστως; Γι’ αυτήν λοιπόν είπε ο προφήτης Δαβίδ προς τον Θεό, «δικαιοσύνη και κρίσις είναι η ετοιμασία του θρόνου σου»22  και «δικαιοσύνη και κρίμα είναι το έργο του θρόνου του».23  Διότι και αυτή διετέλεσε έμψυχος θρόνος του Θεού, μάλλον δε σ’ αυτή μόνο ανήκει η αξία (διότι επί των αϋλων ουρανίων τάξεων δεν χρησιμοποιείται στον ενικό το όνομα) και περισσότερο με αυτόν και όχι με εκείνους τους θρόνους κατωρθώθηκε και αναφάνηκε η μεγάλη κρίσις και η απάρρητη δικαιοσύνη. Τόσο πολύ ένδοξη είχε την κριτικωτάτη γνώμη η παρθένος και πριν διαμορφωθή αυτή, ώστε και, πριν ωριμάση, τώρα την απέδειξε σε όλους ασφαλεστάτη.

Του Μωϋσέως λοιπόν την ακρισία της ανώριμης ηλικίας διεκήρυξε και η γλώσσα του τρανώς, αν και κατά τα άλλα ήταν βραδεία,24 διασώζοντας ίχνη της φλόγας που είχε προκριθή από την λαμπρότητα του χρυσού, η οποία, όπως λέγει ο λόγος, παραθέτονταν προς δοκιμασία της κριτικής ικανότητος της γνώμης. Τα άλλα, που αναφέρονται γι’ αυτόν, της μελλοντικής μεν ψυχικής ανδρείας είναι κάπως αγαθά σύμβολα, δεν δεικνύουν δε τίποτε σχεδόν το αξιοθαύμαστο, αν μάλιστα συγκριθούν με τα παρόντα. Διότι ποιά αξία έχει για την διάθεσι των παιδιών βασιλικός στέφανος στολισμένος με χρυσά πέταλα και πολυτίμους λίθους,25  σε σύγκρισι με της μητρικής αγκαλιάς τη στοργή και ζεστασιά και κατάλληλη περιποίησι, τα οποία από όλους τους συνομηλίκους η παρθένος περιεφρόνησε εκουσίως; Το ότι δε σ’ αυτή την ηλικία προσέτρεξε στο Θεό με ακατάσχετο έρωτα και παρέμεινε μόνη συνεχώς στα άδυτα σαν να ιερουργούσε όλον τον καιρό απορρήτως, τούτο από πού συνέβηκε σ’ εκείνον, που και όταν είχε γίνει άνδρας πλέον τον απεμάκρυνε από την υπηρεσία του Φαραώ26 ο φόβος, όχι ο θείος έρως, αν και ύστερα, έπειτα από την προς τον Θεό ανάπαυσι επάνω στο όρος αξιώθηκε να μυηθή στους τύπους αυτής της παρθένου και υπηρέτησε συνεχώς τις προς αυτήν ετοιμασίες.

Αλλά για ν’ αφήσωμε τούτον εδώ κάτω, που φυσικά εμφανίστηκε μαζί με τους δούλους, και φέρωμε το λόγο σ’ εκείνους που ήλθαν αυτεπάγγελτα προς θεογνωσία, θαυμάζομε τον Αβραάμ και τον περιβόητο Μελχισεδέκ που αυτομόλησαν προς τον Θεό, αλλά ήδη είχαν ηλικία φρονήσεως˙ αυτούς που παρατήρησαν το μέγα τούτο δείγμα του Θεού, τον μεγάλο τούτον κόσμο, τη γη, τα γύρω από τη γη, την επιμιξία των στοιχείων, την αρίστη συμφωνία, τον ουρανό, αυτόν τον μεγάλο όρο, ο οποίος έχει συμπεριλάβει όλα όσα ανήκουν σ’ αυτήν την αισθητή μοίρα, το πλήθος των άστρων που είναι στηριγμένα σ’ αυτόν, την ποικίλη και θαυμασία θέσι τούτων, και την κίνησι των αστέρων, την ούτε απλή ούτε πάλι εναντιωτάτη, αλλά εναρμόνια και μελωδική και μουσικωτάτη, τις περιόδους τούτων κατ’ αυτήν, τις συνόδους, τις συνδρομές, τις παραλλάξεις, τους πολυειδείς από αυτά σχηματισμούς, όπως λέγουν οι ασχολούμενοι με αυτά,28  τα άλλα όλα όσα, τελούμενα κατά τον λόγο της φύσεως, κηρύττουν τον υπεράνω αυτών δια τον αιώνιον Θεό.

Αυτή δε, μη μπορώντας να ρίψη τα μάτια σε κανένα από αυτά (διότι η ηλικία της δεν το επέτρεπε), κατανοεί τον Θεό κι ενθουσιάσθηκε καθώς προσαγόταν σ’ αυτόν˙ μάλλον δε η ίδια προσέρχεται με αυτόνομη γνώμη, σαν να είναι πτερωμένη προς τον ιερό και θείο έρωτα. Αυτό παρατηρώντας ο τότε αρχιερεύς του Θεού, ότι όσα δημιουργούνται μόλις κατά τις περιόδους των ωριμωτέρων μεθηλικιώσεων στις ψυχές των άλλων, και αυτών των εκλεκτών, αυτά τα έχει μέσα της η Παρθένος από βρέφος κι αυτά θα τα κατέχη τελείως περισσότερο από όλους, την αξίωσε ανωτέρων από όλους τιμών, την εισήγαγε στα άγια των αγίων και έπεισε όλους τους τότε ζώντας να δέχωνται το γεγονός αυτό, με την σύμπραξι και την συναπόφασι του Θεού λοιπόν δικαιότατα. Διότι επρόκειτο να του γίνη σκεύος εκλογής, όχι όπως η κιβωτός γεμάτο σκιές και τύπους, αλλά γεμάτο αλήθεια˙ ούτε για να βαστάση ενώπιον βασιλέων και εθνών το θείο όνομα, κατά τον λόγο του Παύλου που εφάνηκε ύστερα,29  αλλά για να βαστάση κυοφορώντας εκείνον τον ίδιο, του οποίου και το όνομα είναι θαυμαστό,30 έτσι ώστε τον Παύλο αντί του Σαύλου31 να δείξει περιώνυμο, κανενός από τους ονομαστοτάτους στους αιώνες κατώτερο, τον αξιωμένο να το βαστάση με παρρησία.

Γι’ αυτό κατά προσήκοντα τρόπο, αν ιδή κανείς όχι μόνο την αρχή των θαυμασίων κατά την αρετή ανδρών που εμφανίσθηκαν από ανέκαθεν, αλλά και αυτόν τον αγωνιστικό δρόμο της αρετής εκείνων ολόκληρο και αυτά τα τελικά έπαθλα κα τους από άνω στεφάνους, θα εύρη ότι απέχουν πάρα πολύ από την αρχή της Θεόπαιδος, την οποία τώρα εορτάζουν όλοι οι ανήκοντες στο γένος, ενθυμούμενοι με απόρρητη χαρά την τότε μετάθεσί της από την ανθρώπινη κοινωνία σ’ αυτά τα άγια των αγίων. Διότι μετατέθηκε και από τους ανθρώπους ο Ενώχ, αλλά δεν οργανώνεται γι’ αυτό πάνδημο πανηγύρι. Αρπάχθηκε έπειτα από αυτόν ο Ηλίας με πύρινο άρμα, αλλά αυτό δεν έγινε υπόθεση τόσο μεγάλης εορτής σε όλον τον κόσμο ούτε κατέλαβε τα πάντα θεία ηδονή και επέτρεψε στη γη να σκιρτούν μαζί με τα ουράνια. Έπειτα από αυτούς μετοικίσθηκε ένα τριετές κορίτσι, και όλος ο κόσμος αγαλλίασε και τα σύμπαντα εγέμισαν χαρά, γεμάτα από θείο ενθουσιασμό. Τί σπουδαίο θαύμα είναι τούτο; Ποιά είναι η δύναμις της κόρης, η ακρότης της αρετής, η περίσσεια της μεγαλειότητος. Ποιά είναι αυτή «που ενίκησε τον κόσμο»,32 που μετεποίησε το ανθρώπινο γένος, που αφάνισε από τους ανθρώπους τον καρπό της προγονικής αράς, την λύπη, κι εμφύτευσε στη γη αυτήν την ένθεη και άφθαρτη λαμπρότητα˙ την κοινή και ετήσια ευφροσύνη, την αγέραστη, την πάντοτε ακμαία, την ανώτερη από την ροή του χρόνου που αφανίζει τα πάντα; Αλλά βέβαια ας επανέλθωμε πλέον στη συνέχεια του λόγου.

Μετατέθηκε λοιπόν ο Ενώχ, αφού ευαρέστησε το Θεό˙ θ’ αφήσω λοιπόν πάλι ότι εκείνος μεν ήταν τριακοσίων εξήντα πέντε ετών κι είχε διανύσει όλον τον βίον του,33 ενώ η προκειμένη τώρα σ’ εμάς κόρη ήταν τριετής όταν ήγγιζε τα υπερφυά έργα, και άρχισε τα χαρίσματα από εδώ στη γη, κι αμέσως έπειτα εστήριξε από τη γη στον ουρανό το κλέος που συμπεριέλαβε τα πάντα. Αλλά τον μετέθεσε κι εκείνον ο Θεός. Άραγε είναι στον ουρανό».35 Αν λοιπόν έχει γραφή ότι ο Ενώχ μετατέθηκε στη γη από τον Θεό, πάντως σε κατώτερο χώρο από αυτόν που εκληρώθηκε τώρα στην παρθένο˙ διότι επάνω στη γη τίποτε δεν είναι ιερώτερο από το ευρισκόμενο στα άγια των αγίων. Έπειτα το συμβάν σ’ εκείνον δεν ωφέλησε σε τίποτε το γένος ούτε κατήργησε την αμαρτία ούτε συνετέλεσε στην επιβολή της δικαιοσύνης, ώστε την τρίτη έπειτα απ’ αυτόν γενεά έγινε εκείνος ο παγκόσμιος κατακλυσμός˙ τώρα δε στον καιρό αυτής και δι’ αυτής εφανερώθηκε ο ανακαινισμός του κόσμου και δι’ αυτής ο ουρανός άνοιξε για μας πάλι τις πύλες, όχι για να στείλη ραγδαία και δεινή και ολέθρια βροχή με βιαία πνοή, αλλά τη δροσιά του Πνεύματος, τον κοινό γλυκασμό των ψυχών μας, το υπεράνω του νου και μεγάλο και «απρόσιτο φως»,36 «που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο».37

Εάν δε ειπή κανείς ότι έπειτα η παρθένος εβγήκε προς τους ανθρώπους, ας γνωρίζη ότι προσθέτει κάτι σπουδαίο στην υπεροχή της˙ όπως δηλαδή ο μονογενής Υιός του Πατρός κατήλθε για μας από τους αγίους ουρανούς, έτσι κι αυτή εβγήκε για μας από τα άγια του ναού. Γι’ αυτό κι έγινε μνηστή ενός θνητού η ανύμφευτη νύμφη του αθανάτου Πατρός, όχι διότι αυτή χρειαζόταν τέτοια πράγματα, αλλά για να φανερώση σε μας με μάρτυρες το μεγάλο θαύμα της απόρρητης γέννας, και, αφού πιστεύσωμε, να μας σώση. Και όπως, αφού ο ήλιος ανατέλλει σε μας κατά διαλείμματα και συνεχώς περιτρέχει σε κύκλο, δεν υπάρχει κανείς που θα κρυβή από τη θέρμη του κατά το γραμμένο (διότι, λέγει, «η έξοδος του είναι από την άκρη του ουρανού και το τέρμα του στην άκρη του ουρανού»,38 δηλαδή εκεί από όπου εξήλθε)˙ έτσι και η πάναγνη αφού εβγήκε από τους ανθρώπους και εισήλθε στα άγια των αγίων, πάλι επανήλθε προς τους ανθρώπους, ώστε σαν πρυτανείο αγιασμού, να μεταδίδη σε όλους ανεξαιρέτως από τη δωρεά του αγιασμού, χωρίς να μείνη κανένα μέρος εκτός, ούτε αυτά τα απόκρυφα της οικουμένης, εκείνα τα άδυτα δηλαδή.

Επειδή δε όσα προκαλλούνται σ’ εμάς από τον ήλιο γρήγορα τρέπονται, μας χρειάζονται πολλές και συνεχείς περιφορές του. Αφού δε οι δωρεές της παρθένου ήσαν άφθαρτες, μόνο μία περίοδος εχρειάσθηκε, και δι’ αυτής καταυγάζει όλους ατελειώτως, επειδή ανεβίβασε για χάρι μας αφράστως τον ήλιο εκείνον, «στον οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ούτε σκιά τροπής».39 Γι’ αυτό λοιπόν, αφήνοντας την μετάθεσι του Ενώχ από τον Θεό, ας μεταφέρωμε το όμμα της διανοίας προς την αρπαγή του Ηλιού, ο οποίος έκαμε κάτι ανώτερο από εκείνον, αφήνοντας στον μαθητή μεγάλη δωρεά την προβειά, δια της οποίας αυτός έγινε ποιητής διπλασίων θαυμάτων.40 Αλλά και από αυτόν τα της Μητροπάρθενης διαφέρουν πάρα πολύ προς το ανώτερο, διότι και αυτή έγινε θαύμα θαυμάτων επάνω στη γη και κοινωφελές σημείο μεγαλύτερο από όλης της ιστορίας κι έδωσε στον ίδιο τον Υιό του Θεού το αδαμιαίο σκέπασμα από την κοιλιά, δια του οποίου προσκυνητού σκεπάσματος όσα έγιναν σ’ εμάς «εάν γραφούν ένα ένα, δεν θα χωρέση τα γραφόμενα βιβλία ούτε όλος ο κόσμος»,41 όπως λέγει ο θεολογικώτατος από τους ευαγγελιστάς.

Αλλά γιατί δεν πλέκω την υπερκόσμια αυγή στον παρθενικό στέφανο, αλλά παραμένω ακόμη στους επί γης λάμψαντας; Πραγματικά, επειδή επρόκειτο να γεννήση τον πέρα από όλους κατά την φύσι, ενώ ήταν παρθένος, ήταν πέρα από όλους κατά την αξία σχεδόν από βρέφος και ασυγκρίτως υπερτέρα από τους υπερκοσμίους νόες. Διότι προς ποιόν άγγελο έχει ποτέ λεχθή αυτό που ελέχθη προς αυτήν, όταν ήταν νήπιο ακόμη, ότι «θα επιθυμήση ο βασιλεύς του κάλλους σου»42; Δεν επεθύμησαν μάλλον εκείνοι κατά τα γεγραμμένα να σκύψουν για να ιδούν τα χαρισθέντα σ’ εμάς δι αυτής;43  Και για μεν την ανώτατη ταξιαρχία τούτων γράφει ο Ησαΐας «και τα Σεραφίμ εστέκονταν γύρω του».44  Γι’ αυτήν δε πάλι λέγει ο Δαβίδ, «παραστάθηκε η βασίλισσα από τα δεξιά σου».45  Είδες τη διαφορά της στάσεως; Μάθε από αυτήν και τη διαφορά της θέσεως. Πραγματικά γύρω από τον Θεό είναι τα Σεραφίμ, πλησίον δε δίπλα σ’ αυτόν τον ίδιο μόνη η παμβασιλίς, η οποία θαυμάζεται και εγκωμιάζεται από τον ίδιο τον Θεό, που είναι σαν να την ανακηρύττη προς τις γύρω της δυνάμεις και να λέγη κατά το γραμμένο στο Άσμα Ασμάτων, «πόσο καλή είναι η πλησίον μου;»46 Είναι φαιδρότερη από φως, περισσότερο ανθισμένη από παράδεισο, καλύτερα στολισμένη από όλον τον κόσμο, ορατόν και αόρατο. Όχι δε μόνο πλησίον είναι, αλλά και από τα δεξιά, ευλόγως˙ διότι, όπου εκάθησε ο Χριστός στους ουρανούς, «δηλαδή στα δεξιά της μεγαλωσύνης»,47 εκεί και αυτή στέκεται˙ όχι μόνο διότι ποθεί και αντιποθείται περισσότερο από όλους, ακόμη και κατ’ αυτούς τους φυσικούς θεσμούς, αλλά διότι είναι και πραγματικός θρόνος του˙ όπου δε κάθεται ο βασιλεύς, εκεί στέκεται ο θρόνος.

Τούτον το θρόνο έβλεπε και ο Ησαΐας ανάμεσα σ’ εκείνον τον χερουβικό και τον έλεγε «υψηλόν και υπερυψωμένον»,48 δηλώνοντας την υπεροχότητα της Θεομήτορος από τις ουράνιες δυνάμεις. Διότι, αν και η κορυφαία διακόσμησις των υπερκοσμίων ιεραρχιών εκπληρώθηκε ευθύς μετά από αυτήν στη δευτέρα στάσι τώρα, αλλά από άποψι αξίας δεν έχει καθόλου δευτέρα τάξι˙ πραγματικά αυτές μόνο κατά σύγκρισι θα ήσαν κατώτερες και εκείνη από αυτές σε μικρό μόνο βαθμό ανώτερη˙ τώρα όμως διαφέρει υπερβολικά. Όπως λοιπόν μετά τον δίσκο του ηλίου δεν έχομε να δείξωμε κανέναν άλλο φωστήρα δεύτερον σε αφθονία φωτός, εκτός από την σελήνη, αν και ασήμαντη από άποψι λάμψεως, κατά τον ίδιο τρόπο, νομίζω, ούτε της μητέρας του Θεού δεν μπορούμε να εννοήσωμε κανένα άλλον ανάμεσα στους θεολαμπείς δεύτερον εκτός των Σεραφίμ˙ αλλά σ’ εκείνους που εξετάζουν με ακρίβεια η αξία θα φανή ελάχιστη, όπως είναι μια λαμπάδα εμπρός σ’ ένα περίλαμπρο πυρσό. Γι’ αυτό και ο προφήτης εισάγει τους ιδίους τους αγγέλους να δοξάζουν τον Θεό από αυτήν και να λέγουν, «ευλογημένη η δόξα του Κυρίου από τον θρόνο του».49  Ο δε Δαβίδ από το άλλο μέρος, αφού συνήψε προς τον εαυτό του τα πλήθη των σεσωσμένων και σαν να εχρησιμοποίησε μερικούς διαφορετικούς φθόγγους εναρμονισμένους από αυτήν από διαφορετικό γένος, ανακρούει για ύμνο το παναρμόνιο μέλος, λέγοντας «θα υπενθυμίσω το όνομά σου σε κάθε γενεά και γενεά, γι’ αυτό οι λαοί θα σε δοξολογήσουν στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος».50

Βλέπεις όλη την κτίσι να δοξολογή αυτήν την Μητροπάρθενο, και μάλιστα όχι σε περασμένα χρόνια, αλλά στον αιώνα και στον αιώνα του αιώνος; Είναι λοιπόν από αυτά δυνατό να αντιληφθούμε ότι ούτε εκείνη δεν θα παύση να ευεργετή αιωνίως όλη την κτίσι, όχι δε μόνο την ιδική μας, αλλά και αυτές τις άυλες και υπερφυείς ταξιαρχίες. Ότι δε μαζί μ’ εμάς μετέχουν κι’ αυτές δι’ αυτής μόνο και ψαύουν τον Θεό, εκείνη την άψαυστη φύσι, το εδήλωσε καθαρά ο Ησαΐας51˙ διότι δεν είδε αμέσως τον Σεραφίμ να επήρε τον άνθρακα από το θυσιαστήριο, αλλά τον επήρε δια της λαβίδος, με την οποία έγγισε και τα προφητικά χείλη, δίδοντας την κάθαρσι. Το θέαμα δε τούτο της λαβίδος είναι το ίδιο μ’ εκείνο το μεγάλο θέαμα, το οποίο είδε ο Μωϋσής, την βάτο την καιομένη και μη καταφλεγομένη.52  Ποιός δε δεν γνωρίζει ότι εκείνη η βάτος και αυτή η λαβίς είναι σαν η Παρθενομήτωρ, η οποία συνέλαβε το θείο πυρ απυρπολήτως, και εδώ υπηρέτησε αρχάγγελος στη σύλληψι και συννήψε δι’ αυτής τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου με το ανθρώπινο γένος και δια της άρρητης συναφείας μας εκαθάρισε;

Επομένως αυτή μόνο είναι μεθόριο κτιστής και άκτιστης φύσεως και κανείς δεν θα μπορούσε να έλθη προς τον Θεό παρά μόνο δι’ αυτής και δια του μεσίτη που εγεννήθηκε από αυτήν˙ και κανένα από τα δωρήματα του Θεού δεν θα μπορούσε να δοθή και σε αγγέλους και σε ανθρώπους, παρά μόνο δι’ αυτής. Όπως δηλαδή συμβαίνει με τους λαμπτήρες επάνω στη γη, καμωμένους είτε από ύαλο είτε από άλλη διαφανή ύλη, που είναι δυνατό να ιδή κανείς προς το φως ούτε να δεχθή την από εκεί ακτίνα, παρά μόνο δια μέσου του λαμπτήρος, έτσι είναι σε όλους ανέφικτη και η προς τον Θεό ατένισις και η από αυτόν πρόοδος προς ο,τιδήποτε παρά μόνο αν γίνη δι’ αυτής της θεοφόρου και θεόφωτης πραγματικά λυχνίας, της Αειπάρθενης. Διότι «στο μέσο της είναι ο Θεός και δεν θα σαλευθή»,53 λέγει.

Αν δε οι αντιδόσεις πραγματοποιούνται κατά το μέτρο της αγάπης προς τον Θεό και όποιος αγαπά τον Υιό αγαπάται από αυτόν και τον Πατέρα του54  και γίνεται καταγώγιο και των δύο, που ενοικούν και διαβιούν στην ψυχή του μυστικώς κατά την δεσποτική επαγγελία,55 ποιός θα μπορούσε να τον αγαπήση περισσότερο από την μητέρα του, η οποία όχι μόνο τον είχε αυτόν μονογενή, αλλά και μόνη εγέννησε χωρίς συζυγία, ώστε να είναι σ’ αυτήν η αγάπη και κατά φύσι διπλασία, αφού δεν τη συμμερίζεται κανένας σύζυγος; Ποιός θα μπορούσε ν’ αγαπηθή από τον μονογενή περισσότερο από όσο η μητέρα του, και μάλιστα αφού προήλθε αρρήτως από μόνην στους εσχάτους αιώνες, όπως προ των αιώνων από μόνο τον Πατέρα; Πώς δε δεν θα πολλαπλασιαζόταν μαζί με την πρέπουσα διάθεσι και η οφειλομένη τιμή από εκείνον που κατήλθε για να πληρώση τον νόμο; Αν δε μια είναι η αγάπη του Πατρός και του Υιού και η από αμφοτέρους τιμή και συνένωσις είναι και του Πνεύματος (τί χάριτες της Παρθένου που ξεπερνούν το νου), φέρει μέσα στην ψυχή ολόκληρη την άκτιστη τριάδα, της οποίας τον ένα συνέλαβε ασπόρως και, όντας παρθένος, εγέννησε χωρίς ωδίνες.

Όπως λοιπόν, αφού επεδήμησε σ’ εμάς μόνο δια μέσου αυτής, «εφάνηκε επάνω στη γη και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους»,56 ενώ πριν από αυτήν ήταν σε όλους αθέατος, έτσι και στον μέλλοντα ατελείωτον αιώνα κάθε πρόοδος θείας φωτοφανείας και κάθε αποκάλυψις θεαρχικωτάτων μυστηρίων και κάθε είδος πνευματικών χαρισμάτων είναι σε όλους αχώρητη χωρίς αυτή. Αυτή δε δεχομένη πρώτη το πλήρωμα του πληρούντος τα σύμπαντα καθιστά σε όλους χωρητόν, απονέμουσα στον καθένα ανάλογα με την δύναμι και το μέτρο της καθαρότητος του καθενός. Έτσι αυτή είναι και ταμείο και πρύτανις του πλούτου της θεότητος και προς αυτήν προσβλέπουν κα σ’ αυτήν έχουν πεποίθησι οι ανώτατες χερουβικές ιεραρχίες, και τόσο περισσότερο από όλους έχουν καταληφθή από τον προς αυτή πόθο ανατατικώς, όσο περισσότερο επιθυμούν την φωτοχυσία δι’ αυτής της διαδόσεως των αρρήτων και θεαρχικών χαρίτων, και οι κάτω από αυτές νοερές δυνάμεις μετέχουν όλες του θείου έρωτος και της δι’ αυτής θεαρχικής αυγής˙ και σ’ εμάς δε έπειτα από εκείνες, και γενικώς σε όλους και σε όλες κατά το μέτρο του απαθούς και θείου πόθου προς αυτήν την αληθινά θεοειδή παρθένο και του αύλου και ατελευτήτου έρωτος και της κορυφαίας και ειλικρινούς εφέσεως θα επακολουθήση και η στάσις και η καθαρότης του θείου φωτισμού.

Πραγματικά στους ουρανούς είναι και τούτο αιώνιος θεσμός, οι μικρότεροι να μετέχουν δια των μεγαλυτέρων του εγκατεστημένου επέκεινα του όντος, επειδή δε μεγαλύτερη από όλους ασυγκρίτως είναι η Παρθενομήτωρ, δι’ αυτής θα μετάσχουν, όσοι μετέχουν βέβαια, του Θεού, κι  αυτήν θα αναγνωρίσουν ως χώραν του αχωρήτου, όσοι βέβαια γνωρίζουν τον Θεό, κι αυτήν θα υμνήσουν μετά τον Θεό, όσοι υμνούν τον Θεό. Αυτή είναι αιτία και των πριν από αυτήν και προστάτις των μετά από αυτήν και προξενήτρια των αιωνίων˙ αυτή είναι θέμα των προφητών, αρχή των Αποστόλων, εδραίωμα των μαρτύρων, κρηπίς των διδασκάλων˙ αυτή είναι η δόξα των επάνω στη γη, η τερπνότης των ευρισκομένων στον ουρανό, το εγκαλλώπισμα όλης της κτίσεως˙ αυτή είναι και αρχή και πηγή και ρίζα των απορρήτων αγαθών˙ αυτή είναι κάθε αγία κορυφή και τελείωσις.

Ώ θεία Παρθένε, πώς να σου εκθέσω το πάν; Πώς να εκπληρώσω τον πόθο; Πώς να σε δοξάσω, τον θησαυρό της δόξας; Εσού και μόνο η μνήμη αγίασε τον χρώμενο˙ προς σένα και μόνο η συγκατάνευσις έκαμε διαυγέστερο τον νου, αναλαμβάνοντάς τον ευθύς, προς θείο ύψος˙ σε σένα τρανώνεται το όμμα της διανοίας˙ μέσα σε σένα καταλάμπεται το πνεύμα με την επιδημία του θείου Πνεύματος˙ διότι έγινες ταμιούχος και περιοχή χαρίτων, όχι για να τις κατασχέσης μέσα σου, αλλά για να γεμίσης τα σύμπαντα με χάρι. Διότι ο ταμίας των ακενώτων θησαυρών επιτροπεύει επί της διανομής. Τί θα μπορούσε να κάμη τον πλούτο σου κατάκλειστον, αφού δεν μειώνεται; Μετάδωσε λοιπόν σ’ εμάς πλουσίως, ώ δέσποινα, κι αν δεν χωρούμε, κάμε μας χωρητικωτέρους κι έτσι επιμέτρησε˙ διότι μόνο εσύ δεν έπλασες με μέτρο, αφού εδόθηκαν τα πάντα στο χέρι σου.

Αυτά ας είναι έτσι. Πρέπει δε, νομίζω, να επαναφέρω κάπως τον λόγο, κι έπειτα να τον προχωρήσω, αν θα μπορούσα σκύβοντας να κυττάξω τα άδυτα και να προαγάγω προς τα έξω, να τα υμνήσω και να τα διηγηθώ. Ας είναι δε πάλι ο Θεός βοηθός. Διότι κατά την φύσι των λόγων στηριζόμαστε επάνω σε ασθενή ρώμη, επειδή οι δυσχέρειες είναι πολλές και μεγάλες και είναι εντελώς αδύνατο να ξεπερασθούν, αν δεν υπάρξη από επάνω καμμιά θεία βοήθεια. Εμπρός λοιπόν όλοι, όσοι είμαστε θιασώτες της αειπάρθενης νύμφης, αφού συνευχηθούμε να βοηθήση αυτή τους λόγους από τα ουράνια άδυτα όπου ευρίσκεται τώρα, ας προχωρήσωμε μέσα στο θάλαμο, ας εισέλθωμε μαζί μέσα στον νυμφώνα, ας κατοπτεύσωμε τα άδυτα˙ διότι όλα μας έχουν ανοιχθή δι’ αυτής, όσα είναι άνω στον ουρανό και όσα είναι κάτω στη γη.

Ας ιδούμε λοιπόν, πώς τίθεται τέλος στους τύπους, πώς επάνω σ’ εκείνη ακριβώς την σκιαγραφία τελετουργείται η μορφή της αληθείας. Εισήλθε στα πρόσκαιρα άγια των αγίων η παντοτινή αγία των αγίων. Εισήλθε η αχειροποίητη σκηνή του Λόγου, η λογική και έμψυχη κιβωτός του άρτου της ζωής που αληθινά αποστάλθηκε σ’ εμάς από τους ουρανούς, του οποίου ήταν η χειροποίητη εκείνη κιβωτός, στην οποία ευρισκόταν η στάμνος που έφερε το μάννα, σύνθεσι πρωϊνής δρόσου που μεταποιείται σε βρώσιμο είδος με δημιουργική και θεία θέλησι. Τούτο το μάννα από μεν τους ατελεστάτους και αμυήτους των θείων πραγμάτων ωνομαζόταν άρτος αγγέλων ως φερόμενο από επάνω, από τους συνετούς δε στα θεία και προβλεπτικούς με το θείο Πνεύμα εφαινόταν ότι ήταν τύπος της μελλοντικής στην Παρθένο αυτή αληθείας. Εισήλθε η βίβλος της ζωής, που δεν εδέχθηκε τύπους λόγου, αλλά τον ίδιο τον Λόγο του Πατρός απορρήτως, στον οποίο ανήκαν οι πλάκες της διαθήκης, όπου είχε χαραχθή άψυχος τύπος του λόγου. Εισήλθε το αειθαλές φυτό, από το οποίο προήλθε το άφθαρτο άνθος που μας εχάρισε την αφθαρσία, του οποίου είναι η ράβδος του Ααρών, που δια των κλάδων που εβλάστησαν από αυτήν χωρίς ικμάδα57  προεσήμανε ασπόρως την γέννησι από την Παρθένο.

 Αλλά χρυσό επεξειργασμένο είχε σχεδόν όλος ο ναός58 και χρυσάφι γνήσιο είχε περιβληθή η ιερά εκείνη κιβωτός και άστραπτε υπερβολικά από την στιλπνότητα γύρω της.59 Άραγε λοιπόν δεν είναι πολύ καθαρώτερο το παρθενικό κάλλος, του οποίου εραστής έγινε και ο ίδιος ο Θεός; Ή θέλετε να ιδήτε και σημείο των λεγομένων από τον ουρανό; Αγγέλων τόποι χρυσήλατοι εστέκονταν γύρω σκιάζοντας την κιβωτό.60 Σ’ αυτήν δε την αληθινή κιβωτό παρίστανται όχι οι τύποι των αγγέλων, αλλά οι ίδιοι οι άγγελοι, και το σπουδαιότερο είναι ότι δεν επεσκίαζαν απλώς, αλλά διακονούσαν και υπηρετούσαν στη διατροφή˙ στη διατροφή που δεν είναι δυνατό να ειπούμε ούτε τι ήταν, τόσο ξεπερνούσε σε θαυμασμό και το πολυθρύλητο μάννα και την προσφερομένη στον Ηλία τροφή.61  Και η απόδειξις έρχεται από εδώ. Το μεν μάννα το έφερε αέρας που εχιόνιζε από επάνω, συγκροτούμενος από θείο πρόσταγμα. Αν δε δια του θείου τούτου προστάγματος ψάλλοντας ο θείος ψαλμωδός Δαβίδ τούτο ενθυμήθηκε και είπε «άρτο αγγέλων έφαγε άνθρωπος»,62  το έκαμε προβλέποντας σ’ αυτόν την προτύπωσι της πραγματικά ουράνιας αυτής τροφής της παρθένου. Εκείνο λοιπόν το μάννα το παρείχε ο αέρας φέροντάς το κάθε πρωί, αυτήν δε την έφερε άγγελος κάθε μέρα, ως αποτελεσματική και μυστικωτάτη και οικεία στον εαυτό του και συγγενή και τόσο ανωτέρα στη φύσι από το μάννα, όσο είναι ο άγγελος του αέρος˙ τον δε Ηλία υπηρετούσε ο κόραξ,63  το μισότεκνο πτηνό, που όπως λέγουν είναι σύμβολο της ασυμπαθείας προς το ομόφυλο.

Επομένως ο διακομιστής ήταν καθαρό σύμβολο της αγγελικής πολιτείας της Παρθένου σ’ αυτό το στάδιο της ηλικίας˙ αυτός ευλόγως την υπηρετούσε συνεχώς και δεν την επεσκίαζε, υποσχόμενος σ’ αυτήν το μελλοντικό μεγαλείο. Αυτήν άλλωστε επρόκειτο να επισκιάση, όχι άγγελος ούτε αρχάγγελος ούτε τα ίδια τα Χερουβίμ και τα Σεραφείμ, άλλ’ η ίδια η ενυπόστατη δύναμις του Υψίστου˙ και το σπουδαιότερο, ομιλούσα όχι δια θυέλλης και νεφέλης,64  ούτε δια γνόφου και πυρός,65  ούτε δια λεπτής αύρας,65α  όπως κάποτε και άλλοτε στους κατά καιρούς καταξιωμένους, άλλ’ αμέσως χωρίς κανένα παραπέτασμα επισκιάζει την παρθενική γαστέρα η δύναμις του Υψίστου, ενώ τίποτε ενδιάμεσο μεταξύ επισκιάζοντος και επισκιαζομένου δεν υπάρχει, ούτε αέρας ούτε αιθέρας ούτε τίποτε αισθητό ή υπεράνω αυτών. Τούτο δε δεν είναι επισκίασις αλλά καθαρά ένωσις. Επειδή δε εκ φύσεως το σκιάζον εντυπώνει στο σκιαζόμενο τη μορφή του και τον τύπο του, δεν έγινε μόνο ένωσις στη γαστέρα αλλά και μόρφωσις˙ και το μορφωμένο από τα δύο, δηλαδή από τη δύναμι του Υψίστου και την παναγία και παρθενική εκείνη γαστέρα ήταν Λόγος Θεού σαρκωμένος. Πώ πώ, σε ποιό βάθος μυστηρίου κατεβάσαμε το λόγο!

Αλλά ανασύροντάς τον από εκεί (διότι δεν είναι κατά κανένα τρόπο δυνατό οποιοδήποτε θνητό μέσο ή γενικώς πεπερασμένο διανόημα να φθάση στον πυθμένα), ας ξαναπιάσωμε το θέμα μας. Εισήλθε λοιπόν η παρθένος στα άγια των αγίων˙ και αμέσως δια του κάλλους των βλεπομένων πετώντας τα μάτια της διανοίας προς τις αόρατες καλλονές, δεν εθεωρούσε πλέον τίποτε από τα επίγεια τερπνό. Αφού δε έγινε ανωτέρα και των από τη φύσι αναγκών και των από την αίσθησι ηδονών, και τα μεν ωραία στην όρασι έκρινε ανάξια θέας, τα δε καλά για βρώσι έκρινε άξια παραβλέψεως, εδείχθηκε πρώτη και μόνο αυτή εντελώς ασύλληπτη από τον εκβάλλοντα με αυτά την τυραννία σ’ εμάς, κι έστησε από τότε το εναντίον του τρόπαιο ως προς τον εαυτό της. Κι αυτά όχι αγωνιζομένη από το πρωί έως το βράδυ ούτε για τον καρπό ενός φυτού,66  αλλά επί πολλές περιόδους ετών προς ποικίλα, μάλλον δε παντοειδή είδη ηδονών, που από τους άρχοντες του σκότους έχουν εφευρεθή ως δέλεαρ κατά των ψυχών. Αφού δε από όλους μόνο η παρθένος αυτή περιεφρόνησε παραδόξως έως το τέλος όλες αυτές σε τόσο νηπιακή ηλικία ακόμη, παίρνει δικαίως ως βραβείο από τους ουρανούς δι΄αγγέλου την τροφή, δια της οποίας και τη φύσι εδυνάμωνε και την αξία των ουρανών διαγωγή της εμαρτυρούσε˙ μάλλον δε, για να ειπώ πάλι κάτι πρεπωδέστατο και κατάλληλο στην αξία της αειπάρθενης νύμφης, εδεικνυόταν από την αρχή ήδη βασίλισσα των ουρανών, λαμβάνοντας στην υπηρεσία της τους ουρανίους νόες.

Εζούσε λοιπόν σαν στον παράδεισο και σε τόπο ανυψωμένο από την γη, μάλλον δε σαν σε επουράνιες αυλές, αφού τα άδυτα εκείνα ήσαν κι αυτών τύπος. Εζούσε διανύοντας βίον απαράσκευο, αφρόντιστο, αμέριμνο, άμοιρο λύπης, αμέτοχο αγενών παθών, ανώτερον από αυτήν την ηδονή την όχι χωρίς οδύνη, ζώντας μόνο για τον Θεό, βλεπομένη μόνο από τον Θεό, τρεφομένη από τον Θεό, τηρουμένη μόνο από τον Θεό, που επρόκειτο να σκηνώση σ’ εμάς δι’ αυτής, πάντως δε κι αυτή βλέποντας μόνο τον Θεό, τον Θεό κάμοντας τρυφή της, στο Θεό διηνεκώς αφιερωμένη.

Ήκουε βέβαια και τα γραμμένα από τον Μωϋσή και τα από τους άλλους προφήτες φανερωμένα με πολλή σύνεσι, καθώς ολόκληρος ο λαός συναθροιζόταν απ’ έξω κάθε Σάββατο κατά τα νομοθετημένα, κι επληροφορείτο περί του Αδάμ και της Εύας και όλων των κατ’ αυτούς, περί της από το μη όν παραγωγής, της καταβιβάσεως στον Παράδεισο, της εντολής μέσα σ’ αυτόν, της καταστροφικής από τον πονηρό συμβουλής, της κλοπής απ’ αυτήν, της εξ αιτίας εκβολής, από εκεί, της αποβολής από την αφθαρσία και μεταφοράς στον πολυώδυνο τούτον βίο. Έβλεπε επίσης τον επάρατο βίο να επεκτείνεται κατά διαδοχή συγχρόνως με τον χρόνο και να προσλαμβάνη πάντοτε κάτι χειρότερο˙ έβλεπε το κατ’ εικόνα Θεού πλάσμα του Θεού ν’ απαλλοτριώνεται από τον πλάστη και να προσοικειώνεται συνεχώς και περισσότερο προς αυτόν που τη συνέτριψε κακομηχάνως (φεύ, ποιά πονηρή δύναμις και άπληστη μανία εναντίον μας! φεύ, ποιά είναι η αναλγησία μας και η ανεπίστροφη προς τη γη τάσις!), χωρίς κανείς να μπορή να σταματήση αυτήν την κοινή ανθρωπόλεθρη κίνησι και την ακατάσχετη φορά του γένους προς τον άδη. Όταν η θεόπαις άκουσε και αντιλήφθηκε αυτά, κατελήφθηκε από οίκτο για το κοινό γένος και θέλοντας να εύρη φάρμακο αντίδοτο του τόσο φοβερού πάθους, απεφάσισε να στραφή με όλον το νου της προς τον Θεό˙ ανέλαβε την υπέρ ημών πρεσβεία, να βιάση τον αβίαστο και να τον ελκύση γρηγορώτερα προς εμάς, για να απομακρύνη αυτός από τη μέση την κατάρα, να σταματήση την πορεία του πυρός που φλέγει ψυχές, να καταστήση ασθενεστέρους τους αντιπάλους, ν’ ανταποδώση την ευχή, να επιλάμψη το άδυτο φως και θεραπεύοντας την ασθένεια να συνδέσει προς τον εαυτό του το πλάσμα.

Με αυτές τις αρμοστές σ’ αυτήν σκέψεις η χαριτωμένη παρθένος απηύθηνε θαυμασίως και υπεράνω παντός λόγου την υπέρ όλης της φύσεως πρεσβεία˙ διότι εζητούσε πώς θα ομιλήση πειστικώς και γνησίως με τον Θεό, προς τον οποίο παρουσιάσθηκε αυτοχειροτόνητη μάλλον δε θεοπρόβλητη πρέσβυς, ψιλοεξέταζε κάθε είδος αρετής, περιέστρεφε το καθένα από τα είδη της κορυφαίας επιστήμης στο εκμαγείο και εξέταζε τι είναι οικειότατο στον Θεό, το οποίο έχοντας από εκεί τον χαρακτήρα του γνωρίζει ν’ αποτυπώνη τους χρησιμοποιούντας προς εκείνον, απαλείφοντας τις υλικές γραφές. Επειδή λοιπόν αντιλαμβανόταν ότι τίποτε από όσα εφανερώθηκαν στους ανθρώπους πριν από αυτήν δεν έτεινε με ακρίβεια προς τούτο, καινοτομεί τα μεγαλύτερα και τελειότερα, και εξευρίσκει και ενεργεί και παραδίδει στους μεταγενεστέρους πράξι μεν υψηλοτέρα της θεωρίας, θεωρία δε τόσο διαφέρουσα από την προηγουμένως θρυλουμένη, όσο διαφέρει από τη φαντασία η αλήθεια.

 Αλλά βέβαια ας ακουσθή σύντομα το μέγεθος του μυστηρίου. Διότι θα ειπώ τον λόγο που συμφέρει σε όλο το χριστώνυμο πλήρωμα, μάλιστα δε  στους αποτασσομένους τον κόσμο, δια του οποίου θα μπορούσε κανείς να γευθή τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, να σταθή μαζί με τους αγγέλους και να γίνη πολίτης των ουρανών, θέλοντας να ζηλεύση κατά δύναμι την αειπάρθενη νύμφη που και μόνη αποτάχθηκε από βρέφος τον κόσμο υπέρ του κόσμου. Διακοσμούσε τα ήθη και διευθετούσε καλά τις υποθέσεις των οίκων και των πόλεων. Κάθε είδος αρετής, από όσα έχουν ευρεθή πριν από αυτήν και έχουν παραδοθή από κοινού φανερά στους ειρημένους ανθρώπους, και σ΄αυτά περικλειόμενες περιστρέφονταν οι πράξεις της αρετής. Το άλλο δε μέρος της, που είναι ανώτερο από τα αριθμημένα, είναι ολόκληρο γνώσις, δια της οποίας ερευνούμε τους λόγους της φύσεως και θεωρούμε κατά το δυνατό τις αναλογίες και τους σχηματισμούς και τις ποσότητες της ίδιας της ψυχής και των χωριζομένων από την ύλη.

Αν δε και θεολογούμε και φιλοσοφούμε περί των εντελώς χωριστών της ύλης, το οποίο και πρώτη φιλοσοφία λέγουν οι Έλληνες, μάλλον δε οι πατέρες και προστάτες της φιλοσοφικής τέχνης, που δεν γνωρίζουν κανένα είδος πρεσβύτερο της θεωρίας˙ αλλά και αυτό αν είναι αληθινό, απέχει από τη θεοπτία και χωρίζεται από την προς τον Θεό συναναστροφή τόσο πολύ, όσο απέχει η κτήσις από τη γνώσι. Το να λέγη κανείς κάτι περί Θεού και να συναντά τον Θεό, δεν είναι το ίδιο˙ διότι εκείνο, το να λέγη, και λόγο χρειάζεται, δηλαδή τούτον τον προφερόμενο, ίσως δε και την τέχνη γι’ αυτόν, αν δεν πρόκειται να έχη κανείς μόνο, αλλά και να χρησιμοποιή και να διαδίδη τη γνώσι˙ χρειάζεται επίσης συλλογισμούς κάθε είδους και αποδείξεις και κοσμικά παραδείγματα, των οποίων το σύνολο ή το περισσότερο μέρος συγκεντρώνεται από την όρασι και την ακοή, και τα οποία συνδέονται στενά με τους συναναστρεφομένους σ’ αυτόν τον κόσμο και θα μπορούσε βέβαια ν’ αποκτηθή και από τους σοφούς του αιώνος τούτου, ακόμη και αν δεν είναι τελείως καθαρμένοι στον βίο και την ψυχή. Το να συναντηθούμε όμως πραγματικά με τον Θεό είναι αδύνατο, αν πλην της καθάρσεως δεν βγούμε έξω ή μάλλον επάνω από τους εαυτούς μας, εγκαταλείποντας κάθε τι το αισθητό μαζί με την αίσθησι και υπερυψωνόμενοι από λογισμούς και συλλογισμούς και κάθε γνώσι και από την ίδια τη διάνοια, παραδιδόμενοι δε πλήρως στην κατά νοερά αίσθησι ενέργεια, την οποία ο Σολομών προσωνόμασε θεία αίσθησι,67  και επιτυγχάνοντας την υπεράνω της γνώσεως άγνοια, δηλαδή της επάνω από κάθε είδος της πολυθρύλητης φιλοσοφίας, αν βέβαια τέλος της κατά την φιλοσοφία εκείνη εξαιρετικής μοίρας είναι η γνώσις.68

Τούτο λοιπόν ζητώντας η παρθένος (διότι ήταν αναγκαιότατο να συναντηθή μ’ εκείνους τους πρέσβεις προς τους οποίους εγίνετο η πρεσβεία), ευρίσκει χειραγωγία την ιερά ησυχία˙ ησυχία, τη στάσι του νου και του κόσμου, τη λησμονιά των κάτω, την μύησι των άνω, την απόθεσι των νοημάτων προς το καλύτερο˙ αυτή είναι πραγματικά πράξις, πραγματικά επίβασις της θεωρίας ή, για να ειπούμε καταλληλότερα, θεωρίας, η οποία μόνη είναι δείγμα της αληθινά υγιούς ψυχής. Διότι η μεν άλλη αρετή είναι όλη σαν αλεξιτήριο φάρμακο για τις ασθένειες της ψυχής και τα ριζωμένα σ’ αυτήν από ραθυμία πονηρά παθήματα, καρπός δε της υγιούς ψυχής είναι η θεωρία σαν θεουργό τέλος και είδος. Δι’ αυτής της θεωρίας θεοποιείται ο άνθρωπος, όχι δια της στοχαστικής αναλογίας από τους λόγους και από τα ορώμενα, κάθε άλλο (διότι αυτή είναι χαμαίζηλη και ανθρώπινη), αλλά δια της παιδείας από την ησυχία˙ διότι δι’ αυτής απολυόμαστε από τα κάτω και στρέφομε προς τον Θεό και, σαν να επιδιδώμαστε στο υπερώο του βίου νύκτα και ημέρα σε ευχές και δεήσεις, εγγίζομε κάπως εκείνη την άθικτη και μακαρία φύσι.

Κι έτσι όσοι έχουν καθαρθή στην καρδιά δια της ιεράς ησυχίας, αφού ανακραθή με αυτούς απορρήτως το επάνω από αίσθησι και νου φως, θεωρούν μέσα τους τον Θεό σαν σε έσοπτρο. Σύντομη απόδειξη αυτής, που προσφέρει μεγάλη ωφέλεια και συνιστά καλύτερα από κάθε άλλο στον Θεό τους έχοντας ανάγκη, είναι αυτή η Παρθένος που επιδόθηκε σ’ αυτήν από βρεφική, θα ελέγαμε, ηλικία˙ διότι μόνη αυτή από όλους, αφού ησύχασε υπερφυώς από τόσο μικρή, μόνη από όλους εκυοφόρησε απειράνδρως θεάνθρωπο Λόγο.

Αλλά ας πάρωμε πάλι τη σειρά του λόγου, για να γίνη εύληπτο το μέγα τούτο θεώρημα από όσους έχουν αυτιά. Εγώ εκτιμώ εκείνον τον τρόπο των εγκωμίων, ο οποίος ωφελεί τους ακροατάς δεικνύοντας την σωτήρια οδό˙ και αν τύχη δυσνόητο κάποιο από τα λεγόμενα και δύσληπτο από την επιπολαία διάνοια, νομίζω ότι δεν πρέπει να το ρίπτωμε έξω από την ιερά αυλή, αφού ούτε την οδό που οδηγεί προς την ζωή δεν την αποφεύγομε, διότι είναι στενή και δύσκολη στη βάδισι.69  Εμπρός λοιπόν, ώ γενναίοι, όσοι δεν προτιμάτε από τον δυσκολοπόριστο χρυσό το χώμα ως ευπόριστο, συνάγοντας ο καθένας το νου του στον εαυτό του, όπως περιμαζεύουν τα ενδύματα όσοι βαδίζουν ανάμεσα σε στενωπούς, ανυψωθήτε εντόνως προς το μέγεθος της διανοίας˙ διότι όταν αυτή υψώνεται ψηλά δεν είναι ούτε οι σκαλωσιές βάσιμες γι’ αυτούς που στριφογυρίζουν. Όταν όμως ανυψώσετε τον νου από τα υλικά και αποφασίσετε ν’ ασχοληθήτε με τον θεοειδέστατο βίο της Θεομήτορος στα άγια άδυτα, έχοντας την επιθυμία να καταλάβετε κάτι από τα εκεί και να το ζηλεύσετε κατά δύναμι, ίσως σύντομα θα μπορούσατε να πάρετε εκείνο το μακαριστό δώρο των καθαρμένων στην καρδία, ώστε να θεωρήτε αοράτως τις τιμές της φύσεως του αθανάτου κόσμου.

Ο άνθρωπος δηλαδή, ο μεγάλος αυτός μέσα σε μικρό κόσμο, η συνδρομή του παντός, η ανακεφαλαίωσις των κτισμάτων του Θεού, που γι’ αυτό και παρήχθηκε τελευταίος από όλα, όπως κάμομε εμείς τους επιλόγους στις ομιλίες, διότι θα μπορούσε κανείς να θεωρήση το σύμπαν τούτο σαν κάποιο σύγγραμμα του αυθυποστάτου Λόγου˙ αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, αφού συνάθροισε σε ένα νου και αίσθησι με την ανώτερη σοφία του αναμιγνύοντος τα άμικτα, χρησιμοποιεί την φαντασία και την δόξα και την διάνοια ως μεσαία, σαν γνησιωτάτους συνδέσμους των άκρων, όπως σ’ αυτήν την τετράδα των  αισθητών στοιχείων τούτου του γύρω μας κόσμου αήρ μεσιτεύει ανάμεσα στο πυρ κα στο ύδωρ, αυτό το τελευταίο δε πάλι ανάμεσα στον αέρα και τη γη, έτσι συνδέονται τα αντίθετα και τα μαχόμενα συνθηκολογούν, χωρίς να αποθέσουν τις επιθετικές εναντίον αλλήλων δυνάμεις. Έτσι είναι ο μεγάλος κατά την ποσότητα κόσμος, έτσι είναι ο μεγάλος κατά το αξίωμα. Διότι κατά  μεν τον τρόπο επικοινωνούν προς αλλήλους, υπερέχει δε εκείνος μεν κατά το μέγεθος, τούτος δε κατά τη σύνεσι˙ και συνυπάρχουν ο ένας ενθησαυρισμένος στον άλλο, όπως σε μεγάλη οικία ένα πολύτιμο πράγμα κατά πολύ πολυτιμότερο, από το περιέχον˙ και όπως στ’ ανάκτορα (όχι βέβαια βασιλείς, διότι τούτο, φεύ, έχει χαθή, αλλά) βασιλική σευή70  ποικίλη και πολυτιμοτάτη, διότι τα μεν ανάκτορα είναι κατασκευασμένα με μεγάλους λίθους, αλλά ευκολοαγόραστους και από τους τυχόντας, η δε σκευή είναι καμωμένη με μικρούς και δυσκολοευρέτους και πολυτίμους λίθους.

Πόσο ανώτερος του ουρανού είναι ο νους, ο οποίος είναι εικών του Θεού και γνωρίζει τον Θεό και μόνος από τα εγκόσμια γίνεται θεός, αν θέλη, συνανυψώνοντας το σώμα της ταπεινώσεως; Πόσο διαφέρει η αίσθησις από τη γη, η οποία όχι μόνο αντιλαμβάνεται τα μέτρα και τα μεγέθη και τις ποικίλες ποσότητές της, άλλ’ ήδη ήγγισε και τις ουράνιες σφαίρες με τη γνώσι και κατενόησε διάφορες κινήσεις, εγνώρισε πολύσχημες και ίσως πολυσήμαντες συναντήσεις και διαστάσεις αστέρων, και έτσι εχάρισε την αρχή, θα έλεγα, στις αιθέριες επιστήμες; Και τα ανάμεσα στον ουρανό και τη γη είναι κατώτερα κατά την αξία από τα ευρισκόμενα στο μεθόριο νου και αισθήσεως, αν και κατά τους λόγους αναλογίας είναι τα ίδια και κατά τους περιέχοντας όγκους διαφέρουν πάρα πολύ. Η αίσθησις λοιπόν είναι άλογη δύναμις, γνωστική και αντιληπτική των αισθητών αντικειμένων όταν είναι παρόντα, η δε φαντασία έχει την αρχή από αυτήν, και ενεργεί τα έργα της ακόμη και όταν είναι απόντα τα αισθητά˙ και νους μεν θα μπορούσε να λεχθή, αφού ενεργεί χωρίς αυτά, που είναι όμως παθητικός, αφού δεν είναι έξω των μεριστών. Η δόξα εξ άλλου, εκείνη που προέρχεται από τη διάνοια, όχι˙ διότι αυτή η έξις είναι καμωμένη προς αμφότερα. Η διάνοια είναι πάντοτε λογική, προχωρεί δε βαθμιαίως τελειώνοντας στην λογική δόξα. Όλες δε αυτές συγκροτήθηκαν και ενεργούν με πρώτο όργανο το ψυχικό πνεύμα στον εγκέφαλο. Του δε νου όργανο δεν υπάρχει κανένα, άλλ’ είναι αυτοτελής ουσία και ενεργητική καθ’ εαυτήν, αν και κατεβάζει τον εαυτό του προς την κατά διάνοια αναπτυσσόμενη ψυχική ζωή.

Αλλά για ποιό λόγο διήρεσα και διέλαβα τώρα αυτά τα πράγματα; και για ποιό λόγο πρώτα μεν έκαμα κατάλογο των ειδών της αρετής, έπειτα δε των δυνάμεων της ψυχής; Διότι από εδώ είναι τα σπέρματα εκείνων και από εδώ έχουν λάβει όλα εκείνα την ύπαρξι. Καθώς λοιπόν η θεόσοφη παρθένος δεν μπορούσε να καρπωθή από εκείνα την άκρα οικειότητα προς τον Θεό, διερευνούσε τις ψυχικές δυνάμεις, μη τυχόν αποκαλύψη το μέσο δια του οποίου θα επετύγχανε την ένωσι με τον Θεό. Άλλες λοιπόν ευρήκε εντελώς άλογες και καθόλου ανυψωτικές προς τον Θεό, για τη δόξα δε και τη διάνοια αντιλήφθηκε φρονίμως ότι, αν και λογικές δυνάμεις, δεν ήσαν αποδεσμευμένες από το ταμείο των αισθήσεων, δηλαδή τη φαντασία, επί πλέον δε ενεργούνται δια του ψυχικού πνεύματος ως οργάνου, πράγμα που έπειτα είπε και ο απόστολος, ότι «ψυχικός άνθρωπος δεν δέχεται τα του πνεύματος».71 Εζητούσε γι’ αυτό την επάνω από αυτά και αληθινά νοερή και αμιγή από τα κάτω ζωή, ποθώντας υπερφυώς τον Θεό και την υπερκόσμια προς αυτόν ένωσι. Καθώς δηλαδή δεν είναι δυνατό να ποθή κανείς το κατ΄ αίσθησι ως και όχι τον ήλιο, κατά τον ίδιο τρόπο συμβαίνει και εδώ.

Προς τούτον λοιπόν τον ιερό και θείον έρωτα ευρίσκει να είναι καμωμένο ακριβώς το ακρότατο μέσα μας αγαθό, την μόνη τελεία και εντελώς αμερή ουσία ανάμεσα στα δικά μας, η οποία και τις κατά τη διάνοια κρίσεις, στις οποίες έχουν την ασφάλεια και οι επιστήμες, καθώς προχωρούν σαν τα ερπετά, ζώα με συναγωγή και διαίρεσι, και τις ορίζει και τις ενοποιεί σαν είδος των ειδών. Διότι, εάν ο νους κατέρχεται και προς αυτές τις κρίσεις και δι’ αυτών προς την πολυμερή ζωή, προβάλλοντας σε όλους τις ενέργειες, αλλά βέβαια έχει και κάποια άλλη ανώτερη ενέργεια, την οποία αυτός μπορεί να ενεργεί και καθ’ εαυτόν, αφού μπορεί να μένη και καθ’ εαυτόν, όταν ή χωρισθή από το σώμα και τα σωματικά, ή, έστω και αν ακόμη συνδέεται με αυτό, δυνηθή με την βοήθεια της θείας χάριτος ν’ αποχωρισθή από αυτήν την ποικιλότροπο και πολυειδή και χαμερπή διαβίωσι. Συμβαίνει κατά τον ίδιο τρόπο με τον έφιππο, ο οποίος βέβαια έχει κάποια ενέργεια πολύ ανώτερη από τον ηνιοχείν και θα μπορούσε να την ασκήση όχι μόνο όταν αφιππεύση, αλλά και όταν είναι επάνω στον ίππο και σε άρμα στην φροντίδα του ηνιοχείν. Και ο νους λοιπόν, αν δεν στρέφεται ολόκληρος γύρω στα κάτω, θα μπορούσε να δοθή και στην ανώτερη και υψηλότερη ενέργεια, δηλαδή την καθ’ εαυτόν, με την οποία μόνη θα μπορούσε να ενωθή με τον Θεό, αν και πολύ δυσχερέστερα από εκείνον, διότι έχει εκ φύσεως την συμπλοκή με το σώμα και είναι ανακατεμένος με τις παντοειδείς γνώσεις και με τις πολύτροπες και δυσκολοαπόβλητες από τον εδώ βίο σχέσεις προς τα γήινα.

Αυτές λοιπόν τις σχέσεις εγκαταλείποντας από το ξεκίνημα της ζωής κιόλας, όπως λέγουν, η πάναγνη, αποτραβήχθηκε από τους ανθρώπους. Αφού έφυγε από τον ένοχο βίο, εδιάλεξε την αόρατη σε όλους και ακοινώνητη ζωή, διαμένοντας στα άδυτα. Μέσα σ’ αυτά, αφού ελύθηκε από κάθε υλικό δεσμό και εξετίναξε κάθε σχέσι και ανυψώθηκε επάνω και από αυτήν τη συμπάθεια προς το σώμα της, συνήψε τον νου της με την προς τον εαυτό στροφή και προσοχή και με την αδιάλειπτη θεία προσευχή. Και δι’ αυτής ερχόμενη τελείως στον εαυτό της και υπερβαίνοντας τον πολύμορφο συρφετό των λογισμών, διέκρινε νέα και απόρρητη οδό στους ουρανούς, που θα την έλεγα νοητή σιγή. Και προσέχοντας σ’ αυτήν τον νου, πετά επάνω από όλα τα κτιστά και βλέπει καλύτερα από τον Μωυσή72  την δόξα του Θεού και εποπτεύει τη θεία χάρι, που δεν υποπίπτει καθόλου στη δύναμι της αισθήσεως, άλλ’ είναι εύχαρι και ιερό θέαμα ασπίλων ψυχών και νόων. Αυτού του θεάματος μετέχοντας η πάναγνη γίνεται κατά τους θείους υμνωδούς73 φωτεινή νεφέλη του αληθινά ζωντανού ύδατος, αυγή μυστικής ημέρας και πυρίμορφον όχημα του Λόγου.

Πραγματικά χωρίς επιδημία θείας χάριτος ούτε αν ήταν νους που ευρήκε θεία αίσθησι δεν θα μπορούσε να ιδή και να φθάση σ’ ενέργεια καθ’ εαυτόν, όπως ούτε οφθαλμός χωρίς το κατ’ αίσθησι φώς. Για τους αϊδίους, δηλαδή τους θεοειδείς, αυτός είναι φως και όχι τίποτε άλλο˙ και ό,τι είναι στα αισθητά ο ήλιος, είναι στα νοητά ο Θεός. Και όπως η όψις, όταν ενεργή, γίνεται η ίδια φως και συνάπτεται με το φως και μαζί με το φως βλέπει, και βλέπει πρώτο αυτό τούτο το φως περιχυμένο σε όλα τα ορώμενα, κατά τον αυτόν ακριβώς τρόπο και όποιος επιτύχη τη θεία ενέργεια και υποστή τη θεία αλλοίωσι, αυτός ο ίδιος ολόκληρος είναι σαν φως και μαζί με το φως και δια του φωτός βλέπει ως γνωστά τα χωρίς την τόσο μεγάλη απόρρητη χάρι σε όλους αφανή, γενόμενος όχι μόνο επάνω από τις σωματικές αισθήσεις, αλλά και επάνω από κάθε τι των γνωρίμων μας, πάντως δε αφανή και στους υπεράνω ημών κατά την φυσική δύναμι. Διότι τον Θεό βλέπουν οι καθαροί στην καρδιά και τον αψευδή μακαρισμό από τον Κύριο,74  ο οποίος  όντας φως κατά την θεολογικώτατη φωνή του Ιωάννη, υιού της βροντής,75 ενοικεί και εμφανίζει τον εαυτό του σε όσους τον αγαπούν και αγαπήθηκαν από αυτόν κατά την επαγγελία του προς αυτούς.76 Εμφανίζεται δε στον καθαρμένο νου σαν σε καθρέπτη, ενώ καθ’ εαυτόν είναι αόρατος. Τέτοια είναι η μορφή σε έσοπτρο, φαινομένη δεν βλέπεται και είναι εντελώς αδύνατο να βλέπη κανείς σε έσοπτρο και συγχρόνως να βλέπη αυτό που μορφώνη το έσοπτρο. Τώρα λοιπόν έτσι βλέπεται ο Θεός από τους καθαρθέντας σε θεία αγάπη, τότε δε, λέγει, θα βλέπεται «πρόσωπο με πρόσωπο».77

Αλλά ποιός αγάπησε τον Θεό περισσότερο από όσο η υμνουμένη τώρα από εμάς; Και ποιός αγαπήθηκε από τον Θεό περισσότερο από όσο αυτή; Ποιό άλλο κτίσμα είναι τάχα καθαρώτερο από αυτήν ή εξ ίσου ή κοντά; Γι’ αυτό, αφού εμυήθηκε στα ανώτατα μυστήρια με αυτές τις ακρότατες θεωρίες και κατά τον τρόπο αυτόν ενώθηκε και αφωμοιώθηκε με το Θεό, μόνη αυτή στους αιώνες επετέλεσε αυτήν την υπερφυά πρεσβεία για χάρι μας και μόνη της την απεπεράτωσε, όχι μόνο αποκτώντας αυτήν την υπεράνω λόγου ανάβασι του νου, αλλά και χρησιμοποιώντας την για χάρι όλων μας και δια της παρρησίας προς το θείο πραγματοποιώντας το μέγα και το επάνω από το μέγα κατόρθωμα. Διότι δεν έγινε μόνο καθ’ ομοίωσι Θεού, αλλά και έκαμε τον Θεό καθ’ ομοίωσι ανθρώπου˙ και δεν το έκαμε αυτό πείθοντάς τον, αλλά και τον εκυοφόρησε ασπόρως και τον εγέννησε αφράστως, κατά την χάρι μεν μορφωμένη από τον Θεό (γι’ αυτό και προσαγορεύθηκε κεχαριτωμένη από τον αρχάγγελο), κατά την φύσι δε την ανθρωπίνη  μορφώσασα αυτή τον Θεό (γι’ αυτό κι ευαγγελίσθηκε επίσης με το ΄χαίρε΄).78

Ποιός μπορεί να περιγράψη τα μεγαλεία σου, παρθένε; «Να κάμη ακουστά όλα τα εγκώμιά σου»,79 Θεόπαις; Έγινες Θεομήτωρ˙ ήνωσες τον νου με τον Θεό˙ ήνωσες τον Θεό με την σάρκα˙ έκαμες τον Θεό υιό ανθρώπου και τον άνθρωπο υιό Θεού˙ συμφιλίωσες τον κόσμο με τον ποιητή του κόσμου˙ μας εδίδαξες με έργα ότι το θεωρείν δεν προσγίνεται μόνο με αίσθησι ή και λογισμό στους πραγματικούς ανθρώπους (διότι τότε θα ήσαν λίγο μόνο καλύτεροι από τα άλογα), αλλά πολύ περισσότερο με την κάθαρσι του νου και την μέθεξι της θείας χάριτος, κατά την οποία εντρυφούμε στα θεοειδή κάλλη όχι με λογισμούς αλλά με άυλες επαφές.

 Μας έδωσες και με τις ίδιες τις αισθήσεις να βλέπωμε τον αόρατο σε είδος και σε σχήμα ιδικό μας, να εγγίζωμε σε ύλη τον άυλο και αναφή. Έθρεψες τον ίδιο τον τροφέα των αγγέλων με τροφή σαν τη δική μας˙ έθρεψες εμάς δι’ αυτού του τροφέως των αγγέλων την αληθινά ουράνια και άφθαρτη τροφή. Έκαμες τους ανθρώπους ομοδιαίτους με τους αγγέλους, ή μάλλον τους αξίωσες και μεγαλυτέρων βραβείων, αφού συνέλαβες από το άγιο Πνεύμα θεανδρική μορφή και την εγέννησες, παραδόξως και κατέστησες την ανθρωπίνη φύσι απορρήτως συμφυή και, θα ελέγαμε, ομόθεη με την θεία φύσι.

Λέγουν ότι ο Ευσεβής ήταν βασιλεύς, φαίνεται όμως ότι επήρε αυτό το επώνυμο από τις πράξεις του. Λέγουν λοιπόν γι’ αυτόν ότι, όταν οι γύρω του επιέζονταν κάποτε από δίψα, ύψωσε προς τον Θεό δικαία δεξιά λέγοντας, «με αυτό το χέρι σε ικετεύω τον δοτήρα της ζωής, αφού ζωήν δεν αφήρεσαι», και αμέσως από αιθρία έφερε βροχερά σύννεφα και κατέβασε κατακλυσμαία βροχή.80 Η Παρθένος λοιπόν, βασίλισσα των αληθινά ευσεβών, ανυψώσασα στα άγια άδυτα τον νου, αποσπασμένο τελείως από όλα τα κάτω, μάλλον δε ούτε για λίγο συνημμένο με αυτά και λέγοντας προς τον Θεό, «με αυτόν τον νου σε ικετεύω, στον οποίο νου δεν ανέβηκε τίποτε γήϊνο», έκαμε όλη τη γη ουρανό. Δεν προσκάλεσε σύννεφα, που πολλές φορές σε πολλούς υπήκουσαν, αλλά αυτόν που ανεβάζει σύννεφα από τα έσχατα της γης˙ και δεν προκάλεσε πρόσκαιρη ανακούφισι με βροχή, αλλά μας έφερε τον ίδιο το θησαυρό όλων των αγαθών, την αιώνια πηγή που διανοίγεται μέσα από τους πατρικούς κόλπους ανεκφοιτήτως, τον Λόγο που είναι εγκατεστημένος επάνω από τις ουράνιες αψίδες. Αυτός μας έφερε από εκεί ύδωρ ζωντανό, και μας πρόσφερε τροφή που απαθανατίζει και καθιστά υιούς Θεού όσους μεταλαβαίνουν απ’ αυτήν, όχι υιοθετημένους με ψιλό όνομα, αλλά με κοινωνία θείου Πνεύματος (τί ανέκφραστη δωρεά!), προσοικειωμένους στο Θεό και αλλήλους με την σάρκα και το αίμα του Θεού.

Ας φυλάττωμε επομένως την προς τον Θεό και προς αλλήλους ενότητα, που έχει εντυπωθή σ’ εμάς από τον Θεό θείως, δια των δεσμών της αγάπης. Ας βλέπωμε πάντοτε προς τον άνω γεννήτορα. Ως εγκαταλείψεμε τη γη˙ διότι δεν είμαστε πλέον από τη γη χοϊκοί, όπως ο πρώτος άνθρωπος, αλλά από τον ουρανό, όπως ο δεύτερος άνθρωπος, ο Κύριος.81  Ας υψώσωμε άνω προς αυτόν την καρδιά μας. Ας παρατηρήσωμε το μέγα τούτο θέαμα, την φύσι μας να συνδιαιωνίζη αύλως με το πυρ της θεότητος, και, αποβάλλοντας τους δερματίνους χιτώνες, που έχομε ενδυθή από την παράβασι, ας σταθούμε σε αγία γη, αναδεικνύοντας ο καθένας μας τη δική του γη αγία δια της αρετής και της προς τον Θεό σταθεράς αφοσιώσεως, ώστε καθώς ο Θεός επιδημεί σε πυρ, να έχωμε παρρησία και τρέχοντας να φωτισθούμε και φωτιζόμενοι να συνδιαιωνίσωμε σε δόξα αυτού του ανωτάτου φωτός, της τρισήλιας και μοναρχικώτατης λαμπρότητος.

Σ’ αυτήν πρέπει κάθε δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, τώρα και στους ατελειώτους αιώνες. Γένοιτο.

--------------------

  1. Όπως επί παραδείγματος ο Άτλας.
  2. Όπως οι Αλωείδαι και ο Ίκαρος.
  3. Ψαλμ. 41,4.
  4. Α’ Κορ. 8, 6,  Κολ. 1, 6.   Ρωμ. 11, 36.
  5. Ιω. 2, 3.
  6. Εξ. 30, 10. Λευϊτ. 16, 2˙ 34. Εβρ. 9, 7.
  7. Ψαλμ. 83, 6.
  8. Ψαλμ. 44, 15.
  9. Γεν. 1, 3˙ 16.
  10. Ψαλμ. 44, 3.
  11. Ματθ. 6, 28.   Λουκά 12, 27.
  12. Ψαλμ. 44, 14.
  13. Γεν. 39, 6.
  14. Α’. Τιμ. 6, 16.
  15. Ψαλμ. 73, 7.
  16. Εβρ. 6, 20.  7, 26.
  17. Εβρ. 11, 38.
  18. Ψαλμ. 51, 8.
  19. Ψαλμ. 1, 3.
  20. Ψαλμ. 44, 15.
  21. Ψαλμ. 44, 10.
  22. Ψαλμ. 88, 15.
  23. Ψαλμ. 96, 2.
  24. Η στολή του αρχιερέως δεν ελκύει παιδιά της ηλικίας των τριών ετών. Και όμως η Παρθένος την προετίμησε από την μητρική αγκαλιά.
  25. Εξ. 4, 10.
  26. Εξ. 2, 15.
  27. Παρετυμολογία από του όρους των άνω. Βλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ , Περί κόσμου 6,274.
  28. Πράξ. 9, 15.
  29. Λουκά 11, 27.
  30. Πράξ. 13, 9.
  31. Ιω. 5, 1.                                
  32. Γεν. 5, 24 ε.                            56. Βαρούχ 3, 37.
  33. Ιω. 3, 13.                                57. Βλ. Αριθ. 17,32 – 40.
  34. Γεν. 6, 17.                               58. Βλ. Γ’ Βασ’. 6, 20.
  35. Α’ Τιμ. 6, 16.                            59. Εξ. 25, 11.
  36. Ιω. 1, 9.                                  60. Εξ. 25, 19.
  37. Ψαλμ. 18, 6.                             61. Γ’. Βασ’. 17, 6.
  38. Ιακ. 1, 17.                                62. Ψαλμ. 77, 25.
  39. Δ’ Βασ. 2, 14.                            63. Γ’. βασ’. 17, 6.
  40. Ιω. 21, 25.                                64. Ιώβ 38, 1.
  41. Ψαλμ. 44, 11.                            65. Εξ. 3,2-4.19,18.20,21. Δευτ.4,12˙15
  42. Α’ Πέτρ. 1, 12.                           65α. Γ’. Βασ’. 19, 12. Ιώβ 4, 16.
  43. Ησ’. 6, 2.                                   66. Βλ. Γεν. 3, 2-9.
  44. Ψαλμ. 4, 9.                                67. Παροιμ. 1, 7.
  45. Άσμα Ασμ. 4, 1˙ 7                       68. Βλ. κατά λέξιν Υπέρ των Ησυχαζόντων
  46. Εβρ. 1, 3. 8, 1.                                  1,3,42, Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Α’ σ. 453.
  47. Ησ’. 6, 1.                                   69. Ματθ. 7, 13.   Λουκά 13, 24.
  48. Ιεζ. 3, 12.                                   
  49. Ψαλμ. 44, 17.                              
  50. Ησ’. 6, 6.
  51. Εξ. 3, 3.
  52. Ψαλμ. 45, 5.
  53. Ιω. 8, 42. 14,23. Α’ Κορ. 8, 4.
  54. 70. Με τη λέξι σκευή μπορεί να εννοήται στολή βασιλική με πολυτίμους λίθους ή έπιπλο στολισμένο κατά τον ίδιο τρόπο ή πολύτιμο σύνθετο κόσμημα.
  55. 71.  Α’ Κορ. 2, 14.
  56. 72. Εξ. 16, 11. 22, 16. 33, 18.
  57. 73. Εκφράσεις από τον κανόνα του Ακαθίστου Ύμνου και των Εισοδίων.
  58. 74. Ματθ. 5, 8.
  59. 75. Ιω. 8, 12. 9, 5. 12, 46.
  60. 76. Ιω. 14, 23.
  61. 77. Α’ Κορ. 13, 12.
  62. 78. Λουκά 1, 28.
  63. 79. Ψαλμ. 105, 2.
  64. 80. Βλ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Εκκλ. Ιστορία 5, 5, 3 ε. Πρόκειται περί της Κεραυνοφόρου         λεγεώνος που διασώθηκε με την βροχή που ακολούθησε τις προσευχές των Χριστιανών. Το γεγονός αναφέρεται στην περίοδο του Μάρκου Αυρηλίου μάλλον και όχι του πατέρα του Αντωνίνου του Ευσεβούς. Βλ. όμως και ΘΕΜΙΣΤΙΟΥ, Λόγο 15.
  65. 81. Α’ Κορ. 15, 47.

Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Πηγή: www.orp.gr